Η ΕΕ των πολλαπλών επιπέδων προκαλεί πολυεπίπεδη γεωπολιτική κρίση στην Ελλάδα!...

Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Εμπνεόμενος από το χθεσινό πνεύμα των Βερσαλλιών, όπου οι ηγέτες της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας τάχθηκαν όχι ακριβώς υπέρ μίας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων (αυτό δεν είναι είδηση, αλλά ήδη θεσμική πραγματικότητα), αλλά υπέρ μιας Ευρώπης πολλών, διαφορετικών επιπέδων ολοκλήρωσης, θα οπλιστώ με τόλμη για να μη χάσω και εγώ τη γοητεία μου! Θα πράξω, δηλαδή, αυτό που η κυρία Άνγκελα Μέρκελ προέτρεψε να κάνουμε οι φιλοπρόοδοι ευρωπαίοι.
Δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος γερμανικής παιδείας και - «δυστυχώς» για την οικογένειά μου - γερμανικής κουλτούρας, να μην αφουγκράζεται δημιουργικώς το αίτημα των καιρών, όπως το εξέφρασε χθες με σαφήνεια και αγωνία η κ. Μέρκελ:  «θα πρέπει να μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά», αφήνοντας τα βαρίδια πίσω μας!
Θάρρος, λοιπόν! Θα τα σημειώσω με γνώση και παρρησία, αδιαφορώντας για τις εύλογες αντιδράσεις φίλων και μάλλον της πλειονότητας των αναγνωστών μου. Αν το όραμα της νέας σύνθεσης των κεντροευρωπαϊκών δυνάμεων είναι αυτό που επιχειρήθηκε, μάλλον παράδοξα, ανιστόρητα και.......
αυταρχικά, να αποδοθεί ως μήνυμα της άτυπης συνόδου του χθεσινού ηγετικού καρέ των «Μετα- Βερσαλλιών», τότε η πολυεπίπεδη - γεωπολιτική στην ουσία - κρίση που προκύπτει αντικειμενικά ως συνέπεια για την Ελλάδα, αντί να επιλυθεί με πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία, ας επιλυθεί ευφυώς πολιτικά με τη συγκρότηση θεσμών ελληνοτουρκικής αυξημένης συνεργασίας, η οποία θα περιλαμβάνει ασφαλώς και την Κύπρο.
Αν έτσι ονειρεύονται τον γεωπολιτικό πόλο της Ευρώπης οι τέσσερεις, τότε το αντικειμενικό συμφέρον της Ελλάδας είναι να κάνει ένα άλμα προόδου διαμορφώνοντας μαζί με την Τουρκία έναν γεωπολιτικό και γεωοικονομικό πυρήνα, με τον οποίο θα μπορούσαν να συνδεθούν σε δεύτερο στάδιο και άλλες χώρες της περιοχής, οι οποίες βρίσκονται σήμερα και αυτές σε κρίση και δραματικά διλήμματα.
Η μόνη σοβαρή ελληνική απάντηση στον στρατηγικού χαρακτήρα οραματισμό των τεσσάρων θα ήταν ένα όραμα αντίστοιχου επιπέδου συνεργασίας και εναρμονισμού με την Τουρκία – καταρχήν. Μα αυτοί είναι εχθροί μας, μα είναι μουσουλμάνοι, μα είναι αντίπαλοι, μα είναι ανταγωνιστές που θέλουν να βάλουν χέρι στον πλούτο μας! Είπα, ας σοβαρευτούμε, ρίχνοντας μια ματιά στην ιστορία της Ευρώπης, για να συνειδητοποιήσουμε τα μεγέθη αίματος και έχθρας που κατασκεύασαν τις σημερινές ισχυρές φιλίες και πολύ στενές συνεργασίες ακόμη και σε αμυντικό επίπεδο, εις βάρος προηγούμενων φιλικών ή /και «ερωτικών» σχέσεων μεταξύ εθνών. Η Ευρώπη έδειξε πως από τους αλληλοσκοτωμούς και τις δήθεν αγεφύρωτες θρησκευτικές, ιδεολογικές ή εθνικές και εμπορικές αντιθέσεις μπορούμε ταχύτατα να περάσουμε στις πιο ζεστές σχέσεις φιλίας και συνεργασίας. Αυτό είναι το μάθημα που δηλώνουν πως αποτελεί κοινή γνώση των τεσσάρων, αλλά τούρκοι και έλληνες δυσκολευόμαστε να το αφομοιώσουμε στις μεταξύ μας σχέσεις!        
Οι τέσσερεις με μια φάρσα πολιτικής προχωρούν στη διατύπωση ενός στην κυριολεξία «Μετα-Βερσαλλιακού» οράματος αποκλεισμού, που «καταργεί» τη λέξη και όχι την ουσία της έννοιας «αποκλεισμός». Τώρα το λένε αυξημένη συνεργασία αυτών που μπορούν και επιθυμούν. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919 δεν ήταν απλώς η συνθήκη ειρήνης που τερμάτισε επίσημα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανάμεσα στην Αντάντ και την Γερμανική Αυτοκρατορία, αλλά εκείνη που ως παράπλευρη συνέπεια στα καθ’ ημάς είχε την Μικρασιατική Εκστρατεία (:  Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1919-1922) και ως αποτέλεσμα, σε ό, τι αφορά στην περιοχή μας, την Μικρασιατική Καταστροφή. Σήμερα, το «Μετα-Βερσαλλιακό» όραμα αποκλεισμού της νέας σύνθεσης των κεντροευρωπαϊκών δυνάμεων (καταργείται η πολιτική διάκριση Βορράς-Νότος και καταπίπτει η σχετική φιλολογία) θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη στο ίδιο επίπεδο συνεργασία της Τουρκίας με την Ελλάδα - για να ισχυριστούμε και εμείς πως είμαστε δημιουργοί της ιστορίας και όχι το αποτέλεσμα της ιστορίας κάποιων άλλων.
Σε άλλη περίπτωση, ή ακόμη στην απολύτως βλακώδη και τυχοδιωκτική  περίπτωση της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, αυτή την περίοδο πολυεπίπεδου αποκλεισμού της Ελλάδας εντός της ΕΕ, το ευρύτερο πολιτικό σύστημα της Ελλάδας θα αποδειχθεί όχι απλώς άχρηστο, αλλά μάλλον τραγικό για το κοινωνικό και εθνικό συμφέρον της χώρας μας. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για το καθεστώς Ερντογάν. Εάν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν κατανοήσει πως και το δικό του συμφέρον συνδέεται με την ανάπτυξη ειλικρινών πολιτικών αυξημένης συνεργασίας στρατηγικού χαρακτήρα πρωτίστως με την Ελλάδα, και μάλιστα στο επίπεδο συγκρότησης ενός ελληνοτουρκικού άξονα/πυρήνα αντίστοιχου του γαλλογερμανικού, θα είναι μια μοιραία προσωπικότητα, μια τραγική περίπτωση ηγέτη για τον τουρκικό λαό.  
Άρα, η μόνη θαρραλέα και ταυτόχρονα προοδευτική απάντηση στην ΕΕ των πολλαπλών επιπέδων ολοκλήρωσης, που αντικειμενικά επιφέρουν γεωπολιτικού χαρακτήρα κρίση στην Ελλάδα -πέραν της τρέχουσας επί μια επταετία οικονομικής - δεν μπορεί να είναι άλλη από τη ριζοσπαστική αναθεώρηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αν Ελλάδα και Τουρκία μπορούσαν να συγκροτήσουν έναν ισχυρό πολιτικό πυρήνα στη γεωπολιτική περιοχή μας θα ακολουθούσαν και άλλες χώρες της περιοχής, οι οποίες θα έβλεπαν με «ανοιχτό μυαλό» το συμφέρον τους.
Μια τέτοια προοπτική δεν βλέπω πώς θα προκαλούσε ανασφάλεια στις ΗΠΑ – Βρετανία ή Ρωσία και Κίνα. Μάλλον θα ήταν μια λύση που θα ενίσχυε το παγκόσμιο equilibrium ασφαλείας. Νομίζω μάλιστα πως αν οι τέσσερεις των «Μετα-Βερσαλλιών» ήταν πράγματι ρεαλιστές, θα κατανοούσαν επίσης πού οδηγεί Ελλάδα και Τουρκία η νέα αντικειμενικότητα που επιχειρούν να θεσμοθετήσουν στην ΕΕ. Ή στην πολιτική και οικονομική υποχώρηση /υποβάθμισή τους - με πιθανή μάλιστα τη σύγκρουσή τους - ή σε μια αυξημένη συνεργασία πολλών επιπέδων μεταξύ τους, για να σπάσουν από κοινού τον αποκλεισμό τους.