Παρακολουθούσα
με ενδιαφέρον μια τηλεοπτική συζήτηση προ διημέρου. Κάποια στιγμή, όταν
ήρθε η κουβέντα στο ζήτημα της ρήξης ή όχι και τον επαγόμενο κίνδυνο να
βρεθούμε εκτός ευρώ, ο επιχειρηματολογών συνδαιτυμών υπέρ του «πάση
θυσία» ευρώ, είπε πως η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, θα σήμαινε άμεση
υποτίμησή του, πληθωρισμό, μείωση της αγοραστικής του δύναμης, κ.λπ.
Βέβαια,
από άποψη καθαρώς οικονομική και από άποψη ενίσχυσης του εξαγωγικού
προσανατολισμού της οικονομίας μας, που θα σήμαινε μια τέτοια υποτίμηση
και που αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα στο συνολικό εθνικό οικονομικό
μας οικοδόμημα, (για την ακρίβεια, μια από άλλες εξίσου σημαντικές
«αχίλλειες πτέρνες»), αυτό το αντιπαρήλθε, χωρίς εν τούτοις να μας πει
αυτός ο συνδαιτημών, πώς στο σημαντικό αυτό.......
ζήτημα, δηλαδή να καταστεί
εξωστρεφής η εθνική μας οικονομία, το ευρώ μπορεί να προσφέρει κάποια
βοήθεια.
Τέτοιου είδους επιχειρήματα, όταν δεν στερούνται στοιχειώδους λογικής, πάντως αποδεικνύονται σε κάθε περίπτωση, ανιστόρητα.
Ως
εάν να μην έχουμε βιώσει ως χώρα και ως οικονομία στο παρελθόν,
περιόδους, όχι βραχείες μα εξαιρετικά μακρές, κατά τις οποίες το πάλαι
ποτέ εθνικό μας νόμισμα, η δραχμή, να μην υποτιμώνταν ποτέ.
Ως
εάν να μην έχουμε βιώσει ως χώρα και ως οικονομία στο παρελθόν,
περιόδους, όχι βραχείες μα εξαιρετικά μακρές, κατά τις οποίες το πάλαι
ποτέ εθνικό μας νόμισμα, η δραχμή, να μην βρίσκονταν στο μέσο
πληθωριστικών πιέσεων της τάξης του 25% και ακόμα παραπάνω.
Ως
εάν να μην έχουμε βιώσει ως χώρα και ως οικονομία στο παρελθόν,
περιόδους, όχι βραχείες μα εξαιρετικά μακρές, κατά τις οποίες το πάλαι
ποτέ εθνικό μας νόμισμα, η δραχμή, να μην βρίσκονταν στο μέσο της
περιδίνησης διεθνών οικονομικών κρίσεων, τέτοιας έκτασης και έντασης,
που καθόλου δεν υπολείπονταν σε σπουδαιότητα της τελευταίας μεγάλης
παγκόσμιας κρίσης.
Ως
εάν να μην έχουμε βιώσει ως χώρα και ως οικονομία στο παρελθόν,
περιόδους, όχι βραχείες μα εξαιρετικά μακρές, κατά τις οποίες το πάλαι
ποτέ εθνικό μας νόμισμα, η δραχμή, να μην βρίσκονταν στο μέσο της
περιδίνησης διεθνών νομισματικών κρίσεων, τέτοιας έκτασης και έντασης,
με διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, που χωρίς υπερβολή θα
μπορούσαν να παραλληλιστούν με νομισματικά τσουνάμι.
Ως
εάν να μην έχουμε βιώσει ως χώρα και ως οικονομία στο παρελθόν,
περιόδους, όχι βραχείες μα εξαιρετικά μακρές, κατά τις οποίες το πάλαι
ποτέ εθνικό μας νόμισμα, η δραχμή, να μην βρίσκονταν στο μέσο της
περιδίνησης διεθνών κερδοσκοπικών κρίσεων, τέτοιας έκτασης και έντασης,
που ακόμα και οικονομίες του βεληνεκούς της βρετανικής οικονομίας είχαν
γονατίσει σε επιθέσεις ατομικών κερδοσκοπικών επιθέσεων.
Και
ως εάν, σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, να υπήρχαν εικόνες εφάμιλλες
της μνημονιακής μας περιόδου, με λεγεώνες πεινόντων να στοιχίζονται πίσω
από τις καρότσες φορτηγών παταπαραγωγών να πετούν σακούλες με πατάτες
στον αέρα και από κάτω να γίνεται μάχη ποιος θα τις πρωτοπιάσει, με
δημόσια λαϊκά συσσίτια, με λεγεώνες αστέγων, με χιλιάδες αυτοκτονιών.
Όμως, τέτοιες εικόνες, σε τέτοια έκταση σαφώς και δεν υπήρχαν, και
επομένως, διότι αυτές οι εικόνες - μπαμπούλες έχουν το προνόμιο να
«φιλοτεχνηθούν» επί βασιλείας του ευρώ.
Όμως, δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί αυτή η επιχειρηματολογία, ως επιχειρηματολογία υπέρ του ευρώ.
Να
θυμίσω μια μονάχα θέση μου από παλαιότερες επί του θέματος τοποθετήσεις
μου, επί του ιδίου αυτού θέματος. Το νόμισμα, δεν πρέπει να
προσεγγίζεται με ιδεολογικούς όρους. Το νόμισμα πρέπει να προσεγγίζεται
αποκλειστικά με όρους επιστημονικούς. Το ευρώ, δεν σημαίνει ότι δεν θα
μπορούσε να ήταν ένα νόμισμα που να λειτουργούσε υπέρ των συμφερόντων
της εθνικής μας οικονομίας. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό δεν συμβαίνει,
και επομένως, πρέπει να δούμε τι μπορεί να γίνει πάνω σ’ αυτό το ζήτημα.
Και πολύ φοβούμαι, πως όσο η Ευρώπη είναι δομημένη όπως είναι, και
κυρίως, χωρίς το ευρώ να αποτελεί το νόμισμα μιας ενιαίας κρατικής
οντότητας (όπως π.χ. το δολάριο στις ΗΠΑ), αλλά το κοινό νόμισμα μιας
νομισματικής ένωσης, τότε, αυτό το ευρώ, σε καμία περίπτωση δεν θα
λειτουργήσει υπέρ των συμφερόντων μιας εθνικής οικονομίας που αποτελεί
το 2% της συνολικής οικονομίας της ευρωζώνης, αλλά θα λειτουργήσει υπέρ
εκείνων των οικονομιών που συνιστούν τη «μεγάλη εικόνα» αυτής της
οικονομίας. Το ότι επίμονα συνδέω τις «επί μέρους» χρησιμότητες του
ευρώ, με τις επί μέρους εθνικές οικονομίες, ακριβώς από αυτή τη θέση
προκύπτει. Μονάχα στα πλαίσια μιας ενιαίας κρατικής ευρωπαϊκής οντότητας
το ευρώ θα μπορέσει να λειτουργήσει υπέρ του «γενικού συμφέροντος»,
διότι πλέον αυτό το «γενικό συμφέρον», με μεγαλύτερη δυνατότητα θα
μπορεί να περιλαμβάνει στον ορισμό του και κυρίως στο πρακτικό του
περιεχόμενο, όλες τις «γωνιές» της επικράτειας. Αυτό λέω απλά, χωρίς
καμία δογματική θέση υπέρ ή κατά. Θα ήμουν ο τελευταίος που θα ασκούσα
αρνητική κριτική στο ευρώ, αν ωφελούσε τη χώρα μου.
Αυτό
που είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, είναι το να προσέλθουμε στην
ιδεολογικοποιημένη άποψη του νομίσματος, ως τέτοιου, δηλαδή, ως μέσου
αποκλειστικής άσκησης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Τούτος
ο φετιχισμός του νομίσματος, και εν προκειμένω του ευρώ, αποτελεί την
καρδιά του ιδεολογικού πυρήνα της νεοφιλελευθερισμού, υπό τις φτερούγες
του οποίου βρίσκει ασφαλές καταφύγιο ο μονεταρισμός. Τούτος ο
φετιχισμός, μαζί με τον άλλο εξίσου σημαντικό και εξίσου επικίνδυνο
φετιχισμό της κατάργησης της κοινωνίας, («η κοινωνία είναι κάτι που δεν
υπάρχει»), έρχεται να δέσει τον συνολικό φετιχισμό του
νεοφιλελευθερισμού, που είναι πως η μόνη πραγματικότητα, είναι οι
αγορές.
Αν
«η κοινωνία είναι κάτι που δεν υπάρχει», η νεοφιλελεύθερη αντίληψη
είναι πως «αν υπάρχει κάτι, αυτό είναι οι Αγορές και μόνο αυτές».
Δεν
είναι λοιπόν, διόλου ανερμήνευτες οι εκλεκτικές συγγένειες του
νεοφιλελευθερισμού, με ό,τι ευνοεί την κατάρρευση του κοινωνικού
κράτους, και συνακόλουθα και ενός ολάκερου πολιτιστικού οικοδομήματος
που έχει κτιστεί πάνω ακριβώς στην έννοια του κοινωνικού κράτους, όπως
είναι τα κοινωνικά δικαιώματα, τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, και
εν γένει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Άλλωστε, και στη περίπτωση της
ελληνικής κρίσης, δεν ακούσαμε άραγε, ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα (και
συνεπώς και τα δημοκρατικά δικαιώματα) δεν μπορούν να συσχετίζονται με
τις εφαρμοζόμενες πολιτικές, δηλαδή, μας λένε καθόλου κομψά, όσο πιο
τραχιά γίνεται, πως ο δανειστής δεν υπόκειται σε κανένα δημοκρατικό και
νομικό κεκτημένο; Και δεν ισχυροποιείται αυτή η νεοφιλελεύθερη άποψη από
συγκεκριμένες πρόνοιες που έλαβαν οι δανειστές μας, και υποχρέωσαν να
περιχαρακωθούν και με νομοθετική κάλυψη, πράξεις τους που με βάση το
κοινό ποινικό δίκαιο θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη φυλακή όποιον τις
αποτολμούσε; Αν δεν υπήρχε αυτός ο κίνδυνος προς τι αυτή η νομοθετική
ασυλία, που σημειωτέον, είναι αντισυνταγματική δια γυμνού οφθαλμού;
Μάλιστα, τούτος ο νεοφιλελεύθερος φετιχισμός, αποκαλύπτεται και σε άλλες περιπτώσεις.