Σχολιανά 52…

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης 

Το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά σύγχυση… Δεξιοί κομμουνιστές και κομμουνιστές  δεξιοί…

Στον καφενέ χτες η συζήτηση έντονη… Γιατί άλλο; Για τη κατάσταση που ζούμε, για τη πολιτική, για τους πολιτικούς… Μερικές φορές, παρά την γενική σχεδόν συμφωνία για τα συμπτώματα του δημόσιου βίου, που συνήθως περιγράφονται με 2-3 λέξεις ως αθλιότητα, ως διαπλοκή, ωε ληστεία και άλλα παρόμοια, εν τούτοις υπάρχουν και διαφορές στο «δια ταύτα», που όμως, κάπου - κάπου οδηγούν σε συγκλίσεις… Στη παρέα, στο καφενέ, τη συζήτηση την μονοπώλησαν από ένα σημείο και πέρα, δύο φιλαράκια… Όταν δεν τσακώνονται για τα .......
κομματικά και τα πολιτικά, τα πάνε πάντως μια χαρά, πράγμα που ισχύει βέβαια και για όλους τους υπόλοιπους θαμώνες της μικρής αυτής κοινωνίας μας… Και στη μικρή αυτή παρέα, αντιπροσωπεύεται όλο το φάσμα των ιδεολογικών χρωμάτων, των άκρων μη εξαιρουμένων, άρα η «διαφωνία» είναι εξασφαλισμένη…
Λοιπόν, χτες, κάποια στιγμή, έφτασαν οι δυο φίλοι μας να μιλάνε για μισθούς και συντάξεις. Ο ένας απ’ αυτούς (που δεξιοφέρνει ιδεολογικά) όταν άκουσε ότι υπάρχουν συντάξεις των 2000 ή 3000 ευρώ το μήνα, φρύαξε (το γνώριζε, μα απλώς, του το ξαναθύμισαν). Και κατάθεσε την πρότασή του : όλες οι συντάξεις ΑΝΕΞΑΙΡΕΤΩΣ, 600 ή 700 ευρώ… (Ο ίδιος είναι συνταξιούχος με σύνταξη κάπου γύρω στα 650 ευρώ)… Ο άλλος, (ο κομμουνιστής της παρέας μας) του είπε ότι ως κομμουνιστής θα ήταν ο πρώτος που θα υποστήριζε την πρότασή του, κάτι που έκανε τον άλλο να κοκκινίσει διότι από έναν κομμουνιστή (τουλάχιστον όταν συζητούσε πολιτικά μαζί του) δεν ήθελε να έχει μαζί του ούτε πυρετό, όπως λέει κάποια ατάκα σε ένα παλιό ελληνικό κινηματογραφικό έργο, όχι τώρα και να συμφωνούν… Αυτό παραπήγαινε… «Αυτά λέμε κι εμείς, αν και όχι τόσο απόλυτα» είπε ο κομμουνιστής της παρέας, βγαίνοντάς του (μ’ αυτό το «αν και όχι τόσο απόλυτα») από τα δεξιά, και τοποθετώντας τον δεξιό συνομιλητή του «αριστερά»... «Διότι», συνέχισε ο αριστερός, «το ζήτημα δεν είναι πόσα παίρνει ένας συνταξιούχος, αλλά αν αυτά που παίρνει αντιστοιχούν στις εισφορές που είχε καταβάλει. Δηλαδή, γιατί ένας που είχε κρατήσεις 100 ευρώ το μήνα για τη σύνταξή του όταν δούλευε, να έχει την ίδια σύνταξη με κάποιον που επειδή έπαιρνε μεγαλύτερο μισθό έδινε ας πούμε 1000 ευρώ το μήνα για τη σύνταξή του; Για να πάρουν στο τέλος την ίδια σύνταξη; Αν θέλεις να παίρνουν όλοι 600 ευρώ, τότε, το δίκαιο είναι ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΑΦΟΥΝ όλες οι κρατήσεις που είχαν γίνει στον συνταξιούχο ως μισθωτό και στο εργοδότη του, ώστε, αναδρομικά έστω, να αντιστοιχούν οι κρατήσεις σε μια σύνταξη των 600 ευρώ που λες να παίρνει σήμερα. Και το λες αυτό εσύ, ο άνθρωπος της ελεύθερης αγοράς; Να το πω εγώ, καλά, μα εσύ! Και το ξέρεις» συνέχισε ο αριστερός, «ότι υπάρχουν μισθοί των 10.000, των 20.000 το μήνα, ακόμα και μεγαλύτεροι; Ξέρεις τι κρατήσεις έχουν αυτοί»; Ο άλλος κάπου εδώ αφού πρώτα φρύαξε εκ νέου στο άκουσμα ότι υπάρχουν μισθοί το μήνα που αυτός ως μισθωτός έβγαζε το εξάμηνο, (όχι δηλαδή και ότι δεν το γνώριζε, απλώς το ξαναθυμήθηκε), φρύαξε μα και βραχυκυκλώθηκε. Αλλά, αντί να διορθώσει, έκανε το δεύτερο λάθος του, προτείνοντας να μπει πλαφόν ΚΑΙ στους μισθούς, ανεξαιρέτως, δηλαδή ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ. «Λοιπόν» είπε ο (δεξιός) φίλος, «είναι δίκαιο αυτό; Γιατί ένας υπάλληλος να παίρνει 700 ευρώ το μήνα και να υπάρχουν οι μισθοί που λες;» Και χωρίς να περιμένει απάντηση φώναξε : «Κανείς μισθός πάνω από 2000 το μήνα ΜΙΚΤΑ και στον ιδιωτικό τομέα. Παντού.»… Αλλά κι εδώ, βρήκε αντίλογο απ’ τον κομμουνιστή μας. «Μακάρι» του είπε!» Και τον αποτέλειωσε με ένα καθαρά ΜΗ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ : «Διότι φίλε μου, αυτοί οι διαφορετικοί μισθοί, όπως λέτε κι εσείς οι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς, αμείβουν διαφορετικές ικανότητες, και άλλα παρόμοια. Μα εγώ τώρα πρέπει να σου τα λέω αυτά; Εσύ φίλες μου, έπρεπε να ανήκεις από την εδώ πλευρά, όχι από εκεί. Και μεταξύ μας, συνέχισε ο κομμουνιστής, έτσι όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα, να εύχεσαι οι υψηλόμισθοι μισθωτοί και συνταξιούχοι να συνεχίσουν να είναι υψηλόμισθοι γιατί αυτοί συμβάλλουν ουσιαστικά στα δημόσια έσοδα, και άρα σου επιτρέπουν να παίρνεις και αυτή τη σύνταξη των 600 ευρώ, διότι αν λείψουν κι αυτοί, δεν θα παίρνεις ούτε 60 ευρώ. Η περίφημη μεσαία αστική τάξη σας.»…
(Α, αν μη το ξεχάσω : ο κομμουνιστής της παρέας μας, κι αυτός συνταξιούχος του ΙΚΑ με 40 χρόνια εργασίας πίσω του, αλλά με σχεδόν διπλάσια αν όχι τριπλάσια σύνταξη του άλλου φίλου μας, μιας και ως μισθωτός που ήταν είχε πράγματι μια πολύ καλή θέση και καλά αμειβόμενη στην επιχείρηση που ήταν –μάστορας σε μια τυπογραφική επιχείρηση ή κάτι τέτοιο. Στην ουσία, σ΄ αυτή τη συζήτηση, ΠΟΛΥ ΑΠΛΑ Ο ΚΑΘΕΙΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΕ ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕ..)…
Κάπου εκεί, με την επέμβαση και των υπόλοιπων της παρέας, η συζήτηση σταμάτησε για να μην καταλήξει διαφορετικά, όπως συνήθως συμβαίνει. Και αφού η νηφαλιότητα αποκαταστάθηκε, ο μεν δεξιός φίλος μας διευκρίνιζε ότι δεν εννοούσε «ακριβώς» έτσι τα όσα είπε, αλλά και ο κομμουνιστής, αισθάνθηκε την ανάγκη να «διευκρινίσει» ότι κι αυτός δεν ήταν «απολογητής της απαράδεκτης κοινωνικής ανισότητας» όταν μίλαγε για τις μεγάλες συντάξεις και τους μεγάλους μισθούς, «εξηγώντας» «τι ακριβώς κι αυτός εννοούσε»…
Και σε μένα έμεινε η εντύπωση, το πόσο κοντά τελικά θα μπορούσαμε να είμασταν και πόσο πασχίζουμε να βρούμε διαφορές (όχι ότι δεν υπάρχουν, μα αναφέρομαι εκεί όπου θα ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ μπορούσαν να μην υπάρχουν)… Κι αυτά εν ονόματι ΑΝΥΠΑΡΚΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ή ΕΣΤΩ ΑΓΕΦΥΡΩΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ τουλάχιστον στη πλατιά βάση της κοινωνίας και του λαού…