Με αφορμή τη γιορτή της Αναλήψεως - Άνοδος και Κάθοδος του Θείου και του Ανθρώπου αντίστοιχα - Σε αναζήτηση κάποιας σχέσης…

Βασίλης Δημ. Χασιώτης

«Είδαμε τον ανώτατο κύκλο των στροβιλιζόμενων δυνάμεων. Τον κύκλο αυτόν τον ονοματίσαμε Θεό. Μπορούσαμε να του δώσουμε ό,τι άλλο όνομα θέλαμε : Άβυσσο, Μυστήριο, Απόλυτο Σκοτάδι, Απόλυτο Φως, Ύλη, Πνέμα, Τελευταία Ελπίδα, Τελευταία Απελπισία, Σιωπή. Μα τον ονοματίσαμε Θεό, γιατί τ’ όνομα τούτο μονάχα ταράζει βαθιά, από προαιώνιες αφορμές, τα σωθικά μας. Κι η ταραχή τούτη είναι απαραίτητη για ν’ αγγίξουμε σώμα με σώμα, πέρα από τη λογική, την φοβερή ουσία.»
Ν. Καζαντζάκη : Ασκητική, εκδόσεις, Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα, 1985, σελ. 65-66

«Μεγαλόπρεπα περάσματα / των θεών που δεν πιστέυω, / από σας πιο μεγαλόπρεπος, / γαληνά σας αγναντεύω./… Όσο θέλετε φαντέζετε / και πλανεύετε τα μάτια· / μήτε αγρίμια ανεμοπόδορα, / μήτε πετεινά, μήτε άτια! / Είμ’ εγώ που τρέχω· κι όχι εσείς, / τα ριζόδετα εσείς είστε, / φτάνει ο καβαλλάρης να σταθή / για να σταματήστε! / Μεγαλόπρεπα τρεχάματα / των θεών των αθανάτων, / όπου και όπως κι αν υπάρχετε, / ω εσείς, ίσκιοι φαντασμάτων, / ω της πλάνης γιγαντέματα, / θεοί εσείς, αλίμονό σας! / Απ’ την ώρα που άλλος ο άνθρωπος / ξεκαβαλλικέψη εμπρός σας, / και σταθή και δη πώς στέκεστε / σαν το δρυ και σαν τη φτέρη / και σταθή και δη πώς κρέμεστε / από το δικό του χέρι, / και γρικώντας πως του κρύβετε / την αέρινη την όψη / κάποιων ουρανών ολόβαθων, / πάρη και σας κόψη, / και τον ήλιο πως του κρύβετε / βλέποντας, και για ν’ ανάψη / μια φωτιά για φως, για ζέσταμα, / πάρη και σας κάψη!»
Κ. Παλαμάς : Ποίηση – Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου


Ο Θεάνθρωπος 40 μέρες μετά τον θάνατό Του, ανέρχεται στους Ουρανούς αφού προηγούμενα αναστηθεί.
Όμως, ο Άνθρωπος που αφήνει πίσω Του, πολύ φοβούμαι, πως ακόμα δεν έχει αποτινάξει το Άγος του Αμαρτήματος των Πρωτοπλάστων.
Τούτο το «Αμάρτημα», ήταν για μένα ένα ζήτημα, που δεν κατόρθωσα ακόμα σε προσωπικό επίπεδο να το ξεδιαλύνω. Ποια ακριβώς αμαρτία μας κληροδότησαν οι Πρωτόπλαστοι για την άρση της οποίας από πάνω μας απαιτήθηκε ο Θεός (δια του Υιού Του), ο ίδιος Θεός που εξόρισε τους Πρωτόπλαστους από τον Παράδεισο, να κατέβει ο ίδιος στη Γη για να επιχειρήσει να τους ξαναφέρει στο δρόμο που.....
οδηγεί σ’ Αυτόν;
Τούτες οι σκέψεις, γεννάν άλλες σκέψεις.
Ο άντρας και η γυναίκα, είναι απ’ την αρχή της Δημιουργίας μαζί. Στην ανθρώπινη «ανάμνησή» τους, ποτέ δεν θυμόταν να υπήρξαν μονάχοι. Αυτό θα το πληροφορηθούν αργότερα σαν παραμύθι ή σα θρησκευτικό δόγμα. Ότι στην αρχή υπήρχε ένας μονάχα άντρας, που απλά λόγω μοναξιάς, ένας πάνσοφος Θεός, που όμως δεν είχε προβλέψει τούτη την αβάσταχτη μοναξιά του πλάσματος που είχε δημιουργήσει, κυριαρχούσε πάνω στη Γη. Αυτός ο παγκόσμιος Πρώτος Άνθρωπος, ποιος ήταν, πώς ήταν, τι ήταν; Τον Πρωτόπλαστο, κανείς δεν τον είδε ποτέ, για τον απλούστατο λόγο, γιατί κανείς δεν υπήρχε άλλος δε ζούσε στον Παράδεισο εξόν απ’ αυτόν. Η γυναίκα εμφανίστηκε μετά. Η γυναίκα, «αυτή», όμως, δεν δημιουργήθηκε για να συμβάλλει στη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους, δηλαδή, να καλύψει μια αναπαραγωγική ανάγκη, διότι ο Παράδεισος δεν προκύπτει από τις ίδιες της Γραφές, ότι ήταν χώρος για πάνω από δύο ανθρώπους και εξόν απ’ αυτό, οι Πρωτόπλαστοι ήταν αθάνατοι. Ως είδος δεν κινδύνευαν συνεπώς με αφανισμός, και άρα δεν χρειαζόταν και απογόνους. Δημιουργήθηκε για «συντροφιά» στον Αδάμ, να μη νοιώθει μοναξιά.
Η μετέπειτα εξέλιξη, μετά το Προπατορικό Αμάρτημα, «Διά τούτο θέλει αφήσει ο άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού· και θέλουσιν είσθαι οι δύο εις σάρκα μίαν». (Γένεση β, 24), ήρθε ως αποτέλεσμα της του Προπατορικού Αμαρτήματος και άρα εντασσόμενη μέσα στο γενικότερο νέο πλαίσιο που είχε καθοριστεί για τον Εξορισθέντα από τον Παράδεισο Άνθρωπο. Θάλεγε κανείς πως τούτο το «εις σάρκαν μίαν», δίνει μια έννοια και ένα νέο περιεχόμενο στο τι εστί Άνθρωπος κατά την Θεία Βούληση. Είναι ο άντρας και η γυναίκα εν και το αυτό, ασφαλώς όχι ως απόλυτη «ανθρώπινη μηχανική» ταύτιση, αλλά ως απόλυτη πνευματική ταύτιση παρόλο που η «εξειδίκευση» της γυναίκας γίνεται με βάση τον ρόλο της ως «μητέρας», τονισμός της αναπαραγωγικής της «ιδιότητας» και της συντρόφου του άντρα έχοντας πάντα υπόψη μας βέβαια και τις γενικότερες κοινωνικές πραγματικότητες και θεωρήσεις της εποχής εκείνης (και όχι μόνο) που καταγράφονταν το θεολογικό αφήγημα της Γένεσης, οι οποίες επιφύλασσαν στη γυναίκα μια κατώτερη θέση από εκείνη του άντρα, αν και θρησκείες άλλες, ανάμεσα σ’ αυτές και ο μονοθεϊστικός μωαμεθανισμός, την επεφύλασσαν και εξακολουθούν να την επιφυλάσσουν ακόμα κατώτερη. Η ίδια δε η «μηχανική της ανθρώπινης αναπαραγωγής» καθιστά την σχέση του άντρα και της γυναίκας όχι απλά κρίσιμη μα και τον απαραίτητο όρο της συνέχισης της ύπαρξης της Ανθρωπότητας, σε αντίθεση με τον κόσμο του Αδάμ πριν την εμφάνιση της Εύας.
Έτσι, παραμένει το ερώτημα, γιατί ο Αδάμ να είχε «ανάγκη» συντροφιάς; Ο Θεός εδώ, προέβη σε μια «τεχνική διόρθωση» στο αρχικό Σχέδιο της Δημιουργίας Του, ή μήπως ως μια ασφαλιστική δικλείδα διότι κάτι τον «φόβιζε» με το ίδιο Του το δημιούργημα τον Αδάμ; Και το κυριότερο : όντας Παντογνώστης ο Θεός, ασφαλώς και δεν αγνοούσε τη σημαντικότερη εξέλιξη : ότι τούτο το πλάσμα, η «σύντροφος», η γυναίκα, θα ήταν εκείνη που δεν θα έδιωχνε μονάχα τον Αδάμ από τον Παράδεισο, μα και που θα τον εισήγαγε στο απαγορευμένο βασίλειο της Γνώσης, το αντίπαλο δέος της Πίστης, του Δόγματος και επομένως του ίδιου του Θείου! Φαίνεται ως εάν ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης να επιχειρεί τη σύγκρουση με το Δημιούργημά Του πράγμα που τελικώς δεν απέφυγε! Και μάλιστα σε σημείο, ώστε τα Μυστήρια που ανήκαν στη δικαιοδοσία του Θείου, σταδιακά να ερμηνεύονται, κατανοούνται και διαχειρίζονται ως καταστάσεις από τον ίδιο τον Άνθρωπο, σε βαθμό ώστε ο τελευταίος να αυτοθεωρείται από ορισμένους, πως τελικώς, το «Θείο» δεν είναι κάτι περισσότερο παρά τα συνεχώς μεταβαλλόμενα εις βάρος Του σύνορα της Ανθρώπινης Γνώσης, η οποία ταυτίζοντας το «Θείο» με την «Άγνοια», το περιορίζει όσο περιορίζει την τελευταία, σε βαθμό ώστε να μπορεί να διακηρύξει, πως αν «αυτό» είναι το «Θείο», τότε το «Θείο» δεν μπορεί παρά να είναι παρά ο ίδιος ο «Άνθρωπος» στην πνευματική εξελικτική του διαδικασία.
Έτσι θα είχαν τα πράγματα, αν ο Θεός που απαγόρευε τη Γνώση ως ένα είδος που υπερβαίνει τις δυνατότητες του Ανθρώπου να την «διαχειριστεί» επ’ ωφελεία του, δεν ερχόταν ο ίδιος ο Άνθρωπος χιλιάδες χρόνια μετά, (πόσες χιλιάδες περίπου; ουδείς γνωρίζει) για να επιβεβαιώσει σε μεγάλο βαθμό αυτό τον «Θείο» φόβο, και επομένως, να θέσει σε αμφισβήτηση την ίδια του την αμφισβήτηση για το «Θείο». Κι όχι σε περιορισμένη κλίμακα, μα σε ευρύτατη, αν κανείς σκεφτεί, πως η Ανθρωπότητα, η σημερινή Ανθρωπότητα, με το σημερινό απόθεμα Γνώσης, εξακολουθεί κατά πλειοψηφία μα έχει στραμμένα τα μάτια της σε κάποια Υπερβατική Πηγή Γνώσης και άρα Δύναμης, όπως κι αν αυτή ορίζεται στη κάθε θρησκεία, και το ερώτημα είναι : Γιατί;
Η Πτώση όμως του Ανθρώπου, επομένως, υπό μια έννοια υπήρξε ευλογημένη, αφού κάθε θεϊκή επιλογή είναι εξ ορισμού ευλογημένη, επομένως και η δημιουργία της γυναίκας που προκάλεσε την Πτώση! Η γυναίκα οδήγησε στο Έπος του Ανθρώπου : στη βεβαίωση των δυνατοτήτων του για την Μεγάλη Άνοδο μέσω της Γνώσης. Όμως, τούτη η παραδοχή έχει και την αντίθετη εκδοχή της (πάντα στα πλαίσια αυτού του δόγματος). Η Πτώση του Ανθρώπου, υπό μια άλλη έννοια, δεν υπήρξε ευλογημένη, αφού δεν οδήγησε στο Έπος της Ωφέλιμης για τον Άνθρωπο Γνώσης : ο Άνθρωπος απειλείται από τα ίδια τα προϊόντα της Γνώσης του, και μάλιστα δεν απειλεί η ανθρώπινη γνώση μόνο το ανθρώπινο είδος, μα ολάκερο τον πλανήτη. Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Να δαιμονοποιήσουμε τη Γνώση; Είναι η Γνώση κατάρα; Η Κατάρα του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης;
Η γνώση είναι κατάρα, όταν και μόνο όταν στρέφεται κατά του Ανθρώπου. Και στρέφεται κατά του Ανθρώπου, όταν ελέγχεται από τους εχθρούς του Ανθρώπου. Αυτό δεν είναι πρόβλημα θεολογικό. Είναι πρόβλημα βαθύτατα πολιτικό. Για τον Άνθρωπο, το ζήτημα του ποιος ελέγχει τη γνώση και ποια συμφέροντα εξυπηρετεί, είναι ένα ζήτημα πολύ σημαντικότερο και από την γνώση καθαυτή. Όμως πώς τούτη την πρόδηλη πραγματικότητα, ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης την παρέβλεψε, ώστε να θωρακίσει τον Άνθρωπο εναντίον της Κακής Χρήσης της Γνώσης;
Θάλεγε κανείς, πώς ο Θεός, επεδίωκε μάλλον να υποθάλψει στα Δημιουργήματά Του, τον Αδάμ και την Εύα την εναντίον Του ανυπακοή τους, ώστε να βρει την δικαιολογία να τους εξορίσει από το Βασίλειό Του, τον Παράδεισο. Δεν αρκέστηκε μονάχα να φυτέψει το δέντρο της Γνώσης του Καλού και του Κακού, μα φρόντισε, επιπρόσθετα, αφ’ ενός μεν να εφοδιάσει τα ίδια Του τα Δημιουργήματα με την ιδιότητα της «περιέργειας», αφ’ ετέρου δε, να θέσει εντός του Παραδείσου και τον πολύ ισχυρότερο από τον Αδάμ και Εύα, κυρίως από άποψη πνευματική και από άποψη «λογικής» επιχειρηματολογίας τον ίδιο τον Διάβολο, δημιούργημά Του κι αυτός, (ή μήπως όχι;) υπό την μορφή του όφεως, του οποίου τη δύναμη κι ο ίδιος με δυσκολία ως φαίνεται αντιμετώπισε και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει. Όμως, όλα αυτά θα μπορούσε να τα αποτρέψει, πράγμα όμως που δεν έκανε. Και ένα μεγάλο «Γιατί;» αναδύεται κι εδώ. Ίσως άραγε διότι εκείνο το «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ΄ εικόνα εαυτού», (Γένεσις α, 27), θα έδινε στο μέλλον την εύλογη εντύπωση πως αυτή η «ταυτοπροσωπία» Δημιουργού και Δημιουργήματος, δεν αφορούσε μονάχα το ζήτημα της εξωτερικής εμφάνισης μα και του εσωτερικού πνευματικού περιεχομένου. «Όμοιοι» «κατ’ εικόνα»; Ναι! Αλλά δεν υπάρχει μονάχα η «εικόνα» του εξωτερικού περιβλήματος, μα και του εσωτερικού πνευματικού του περιεχομένου, που οδηγεί σε μια δυνητική τουλάχιστον «εξίσωση» δυνατοτήτων και δύναμης, και άρα διεκδίκησης της Εξουσίας του ίδιου του Βασιλείου του Δημιουργού από το Δημιούργημά Του!
Όμως, κι εδώ, ο Αδάμ «προφυλάσσεται» περισσότερο στη βιβλική αφήγηση σε σχέση με τη γυναίκα, η οποία όχι μόνο «παρέσυρε» τον Αδάμ στη δοκιμή του απαγορευμένου καρπού, αλλά ήταν κι αυτή που «συζητούσε» και εν τέλει «διαπραγματεύτηκε» με τον Διάβολο, την όλη μεθόδευση του εγχειρήματος υφαρπαγής της Εξουσίας από τον ίδιο τους τον Δημιουργό. Είναι η γυναίκα που ανοίγει τον δρόμο προς τη δοκιμή του καρπού της Γνώσης του Καλού και του Κακού, και είναι η αυτή που στην ουσία σχεδίασε και καθοδήγησε τον Αδάμ στην επιδίωξη του πιο φιλόδοξου Σχεδίου του Ανθρώπου, να καταστεί Ένθεος «τρώγοντας» τον Απαγορευμένο Καρπό που καθιστούσε τον Δημιουργό του Εξουσιαστή και τον ίδιο Εξουσιαζόμενο, μια σχέση που επιδίωξε να καταργήσει ίσως εν ονόματι της μεταξύ τους ισότητας ή και να την αντιστρέψει -ουδείς γνωρίζει. Το ότι οι Πρωτόπλαστοι, μεταβλήθηκαν ουσιαστικά σε ενεργούμενα μιας άλλης Δύναμης, του Διαβόλου, που εποφθαλμιούσε την Θεία Εξουσία, εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχε ως προβληματισμός στους Πρωτόπλαστους. Όμως, κατά τρόπο ειρωνικό, η γυναίκα που ΠΡΩΤΗ δοκίμασε τη γνώση, έμεινε στο παρασκήνιο της εξέλιξης της γνώσης για αιώνες. Ο Αδάμ, αντίθετα, που δοκίμασε ΔΕΥΤΕΡΟΣ τη γνώση, υπήρξε για χιλιετίες ο κύριος «διαχειριστής» της θεϊκής κατάρας, της γνώσης, που υπήρξε και η βάση του πολιτισμού μας όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, έναν καθαρά (ή, σε μεγάλο έστω βαθμό) ανδροκεντρικό πολιτισμό.
Όπως περιγράφεται στη Γένεση, η συνάντηση του Θεού με τους Πρωτόπλαστους, αφού είχαν εν τω μεταξύ δοκιμάσει τον απαγορευμένο καρπό, έγινε το δειλινό· («και ήκουσαν την φωνήν Κυρίου του Θεού, περιπατούντος εν τω παραδείσω προς το δειλινόν»). Συνεπώς, η αποπομπή των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο, γίνεται κάπου εκεί προς τη δύση του ηλίου, τη δύση της ημέρας, τη δύση του φωτός. Οι πρωτόπλαστοι εξορίζονται σε μια στιγμή που λίγο μετά θα ακολουθούσε η νύχτα, αλλά μια νύχτα διαφορετική από εκείνη του Παραδείσου : μια νύχτα αγωνίας, φόβου, τρόμου και αγώνα για επιβίωση, πράγματα άγνωστα στον Παράδεισο. Με βάση τον «θεϊκό» - πλανητικό χρόνο, η Ανθρωπότητα, θάλεγε κανείς ότι ακόμα διανύει αυτή τη Νύχτα, και είναι φορές – φορές που κάποιες πανσέληνοι φωτίζουν αρκετά τη γη, ώστε να νοιώθουμε πως βρισκόμαστε σε μέρα, αλλά, τη πραγματική Ανατολή, μετά εκείνη τη τρομερή για την ανθρωπότητα Δύση, όταν εγκατέλειπε τον Παράδεισο, ίσως να μην την έχουμε ακόμα χαρεί. Η Πρώτη Νύχτα των  Πρωτόπλαστων εκτός Παραδείσου, δεν εξιστορείται πουθενά.
Στην ίδια δε συνέχιση της εξιστόρησης αναφέρεται : «και εκρύφθησαν ο Αδάμ και η γυνή αυτού από προσώπου Κυρίου του Θεού, μεταξύ των δένδρων του παραδείσου». Είναι ίσως η πρώτη επενέργεια της «γνώσης». Προσπαθούν να κρυφτούν από τον Θεό! Δεν εγνώριζαν ότι αυτό ήταν αδύνατο, ή η γνώση τους οδήγησε στην αντίληψη ότι ο Θεός δεν είναι «κάτι» από το οποίο δεν μπορείς να κρυφτείς, με ό,τι αυτό σημαίνει; Η παρατήρηση αυτή ισχύει ακόμα και στη λογική της «ντροπής», να μην τον δει γυμνό ο Θεός, ως εάν το θεϊκό βλέμμα, μπορεί να αναχαιτισθεί από οποιοδήποτε εμπόδιο. Όμως ο ίδιος ο διάλογος Θεού - Πρωτοπλάστων, δημιουργεί νέες απορίες. «Εκάλεσε δε Κύριος ο Θεός τον Αδάμ, και είπε προς αυτόν, Πού είσαι; Ο δε είπε, Την φωνην σου ήκουσα και εφοβήθην, διότι είμαι γυμνός. και εκρύφθην. Και είπε προς αυτόν ο Θεός, Τις εφανέρωσεν εις σε ότι είσαι γυμνός; Μήπως έφαγες από του δένδρου, από του οποίου προσέταξα εις σε να μη φάγης;» Οι ερωτήσεις όμως αυτού του είδους, φαίνεται να δικαιώνουν τον όφι που αμφισβήτησε τη θεϊκή παντογνωσία. Ο Θεός ρωτά για να πληροφορηθεί, και αυτό είναι ανήκουστο! Ερωτά Αυτός που γνωρίζει όχι μόνο όσα συμβαίνουν αλλά και όσα θα συμβούν, και επομένως, γνώριζε ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ τι επρόκειτο να συμβεί μέσα στον ίδιο το θεϊκό κήπο Του! Η μόνη «εξήγηση» που μπορεί να δοθεί είναι ότι «συζητά» «τυπικά». Αλλά, η εισαγωγή της «τυπικής συζήτησης» στο Θείο Λόγο, οδηγεί σε άλλες περιπλοκές, πολύ ανθρώπινες και πολύ ξεπεσμένες λογικά, πόσο μάλλον θεϊκά! Οι ίδιοι προβληματισμοί δημιουργούνται και από τη συνέχεια του διαλόγου του Θεού με τους Πρωτόπλαστους και στη συνέχεια με τον όφι. «Και είπε προς αυτόν ο Θεός, Τις εφανέρωσεν εις σε ότι είσαι γυμνός; Μήπως έφαγες από του δένδρου, από του οποίου προσέταξα εις σε να μη φάγης; Και είπεν ο Αδάμ, Η γυνή την οποία έδωκας να ήναι μετ’ εμού, αυτή μοι έδωκεν από του δένδρου, και έφαγον. Και είπε Κύριος ο Θεός προς τον όφιν, Επειδή έκαμες τούτο, επικατάρατος να ήσαι μεταξύ πάντων των κτηνών, και πάντων των ζώων του αγρού. επί της κοιλίας θέλεις περιπατεί, και χώμα θέλεις τρώγει, πάσας τας ημέρας της ζωής σου. και έχθραι θέλω στήσει αναμέσον σού και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής. αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού». Ο Αδάμ, καθιστά ηθικό αυτουργό της αμαρτίας του, τον ίδιο το Θεό («Η γυνή την οποία έδωκας»)! Ο Θεός του έδωσε «κάτι» που επρόκειτο να είναι η καταστροφή του. Αλλά ποιος Θεός; Αυτός που ΓΝΩΡΙΖΕ ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ τι έδινε, και επομένως θα μπορούσε να τον προστατέψει αλλά δεν το έκανε. Τότε προς τι η οργή Του, αν επρόκειτο για προδιαγεγραμμένο σχέδιο; Το ίδιο  ισχύει κατ’ αναλογίαν για τη «συνομιλία» του Θεού με τον όφι. Ο Θεός φυσικά, γνώριζε ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ τα σχέδια του, αλλά, κι ακόμα παραπέρα, ο όφις φαίνεται να είναι ΤΟ ΜΟΝΟ έμβιο ον του παραδείσου, εξόν από τον Αδάμ και την Εύα, που τιμωρείται με τον τρόπο που περιγράφεται στη σχετική παράγραφο. Όμως, η «ιστορική εξέλιξη», δείχνει ότι ΤΕΛΙΚΩΣ, από τον Παράδεισο εξορίστηκε κάθε μορφή ζωής, αφού ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΣ ΕΜΒΙΑΣ ΖΩΗΣ στη γη, ουδόλως είναι απηλλαγμένη των θεϊκών δεινών των «τιμωρημένων ειδών» (άνδρας, γυναίκα όφις), και μάλιστα. Πραγματικά «παραδείσια είδη», δεν υπάρχουν στη Γη που γνωρίζουμε. Όμως η προσπάθεια να «εξηγήσουμε» τη Θεία Σκέψη, συνεχώς πέφτει πάνω σε ερωτήματα που στους ανθρώπους, θεωρούνται (για τα ανθρώπινα δεδομένα) «λογικά». Στην ουσία ο όφις είναι ο δωρητής της γνώσης στον άνθρωπο. Από τη μια έχουμε ένα προάγγελμα ότι η γνώση αυτή δεν πρόκειται να υποκαταστήσει ποτέ ό,τι ο Θεός πρόσφερε στον άνθρωπο στο παράδεισο, θα είναι δηλαδή μια γνώση «πικρή» και «επώδυνη», ενώ από την άλλη, ο άνθρωπος τίθεται πλέον σε «κατάσταση πολέμου» με τον ίδιο το δωρητή της γνώσης, τον όφι, εν τέλει όμως, ο άνθρωπος φοβάται την ίδια του τη γνώση και πού αυτή ΤΕΛΙΚΩΣ τον οδηγεί. «Και είπε Κύριος ο Θεός προς τον όφιν, Επειδή έκαμες τούτο, επικατάρατος να ήσαι μεταξύ πάντων των κτηνών, και πάντων των ζώων του αγρού. επί της κοιλίας θέλεις περιπατεί, και χώμα θέλεις τρώγει, πάσας τας ημέρας της ζωής σου. και έχθραι θέλω στήσει αναμέσον σού και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής. αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού». Η ίδια Θεία Εκδικητικότητα όμως εμφανίζεται και εναντίον των Πρωτοπλάστων. «Προς δε την γυναίκα είπε, Θέλω υπερπληθύνει τας λύπας σου και τους πόνους της κυοφορίας σου. με λύπας θέλεις γεννά τέκνα. και προς τον άνδρα σου θέλει είσθαι η επιθυμία σου, και αυτός θέλει σε εξουσιάζει. Προς δε τον Αδάμ είπεν, Επειδή υπήκουσας εις τον λόγον της γυναικός σου, και έφαγες από του δένδρου, από του οποίου προσέταξα, εις σε λέγων, Μη φάγης απ’ αυτού, κατηραμένη να ήναι η γη εξαιτίας σου. με λύπας θέλεις τρώγει τους καρπούς αυτής πάσας τας ημέρας της ζωής σου. και ακάνθας και τριβόλους θέλει βλαστάνει εις σε. και θέλεις τρώγει τον χόρτον του αγρού. εν τω ίδρωτι του προσώπου σου θέλεις τρώγει τον άρτον σου, εωσού επιστρέψης εις την γην, εκ της οποίας ελήφθης. επειδή γη είσαι, και εις γην θέλεις επιστρέψει».
Όμως, δεν είναι κυρίως το «Θείο Ποινολόγιο» που ίσχυσε στην περίπτωση των Πρωτοπλάστων, ούτε ακόμα και οι «ανθρώπινοι» προβληματισμοί που προκύπτουν από τις «Θείες Αστοχίες» της Δημιουργίας του Κόσμου, σαν αυτές που παραπάνω επισημάναμε, όσο αυτό που ήδη επισημάναμε, όταν αναφερθήκαμε στην «ποίηση» του Ανθρώπου «κατ’ εικόνα» του Θεού, η οποία μπορεί να ερμηνευθεί και ως μια δυνατότητα διεκδίκησης της Εξουσίας του ίδιου του Βασιλείου του Δημιουργού από το Δημιούργημά Του. Αυτή η θέση, ενισχύεται από τον ίδιο τον Θείο Λόγο, όταν λέγει : «Και είπε Κύριος ο Θεός, Ιδού, έγεινεν ο Αδάμ ως είς εξ ημών, εις το γιγνώσκειν το καλόν και το κακόν. και τώρα μήπως εκτείνη την χείρα αυτού, και λάβη και από του ξύλου της ζωής, και φάγη, και ζήση αιωνίως» (Γένεσις γ’), σχεδόν πλήρης επιβεβαίωση του όφεος, ότι η «γνώση» θα καθιστούσε τον Άνθρωπο ίσο με το Θεό! Ο Άνθρωπος, εμφανίζεται εδώ, με τον ίδιο το Θείο Λόγο, ως ο νέος εν δυνάμει ανταγωνιστής Του! Δεν είναι όμως, ότι ο Άνθρωπος ως φαίνεται μέσω της Γνώσης διεκδικεί μερίδιο (και ίσως αργότερα το σύνολο) της Θείας Δύναμης, μα κι ο ίδιος ο Θεός, προβαίνει σε τέτοιες ομολογίες, που δεν θα ταίριαζαν παρά σε άνθρωπο και όχι σ’ Αυτόν. «Και μετεμελήθη ο Κύριος ότι εποίησε τον άνθρωπον επί της γης. και ελυπήθη εν τη καρδία αυτού. [7] Και είπεν ο Κύριος, Θέλω εξαλείψει τον άνθρωπον, τον οποίον εποίησα, από προσώπου της γης., από ανθρώπου έως κτήνους, έως ερπετού, και έως πτηνού του ουρανού. επειδή μετεμελήθην ότι εποίησα αυτούς». Με ευτό το «μετεμελήθη»,  ο Θεός αναγνωρίζει στον εαυτό Του το «ανθρώπινο» χαρακτηριστικό του λανθάνειν! Ο Θεός αναγνωρίζει ο ίδιος ένα θεϊκό λάθος, αδιανόητο όμως για τη θεϊκή του φύση. Θάλεγε κανείς, ότι ο Θεός της Γένεσης, πολύ πριν τον Ιησού, «εξανθρωπίστηκε», καταβών από τα Θεία χαρακτηριστικά Του (παντογνωσία, κ.λπ.) στα ανθρώπινα. Εξόν και αν δεν υπάρχει καμία ανάβαση του Ανθρώπου προς το Θείο και καμία κατάβαση του Θείου προς τον Άνθρωπο, μα, εξ αρχής συνυπάρχουν με ό,τι αυτό σημαίνει από άποψη ερμηνείας.

Όμως, ο Άνθρωπος όση Γνώση και αν έχει κατακτήσει, είναι η ίδια η Γνώση που διακηρύσσει την Απεραντοσύνη της μέχρι το Τελευταίο Σημείο των Συμπάντων, είναι η ίδια η Γνώση του Ανθρώπου που δεν μπορεί να αποδώσει πλήρως στη Τύχη την Ευταξία ενός Σύμπαντος τόσο βίαιου αλλά και τόσο δημιουργικού, ούτε να εξηγήσει το ίδιο το Θαύμα της Ζωής και του Θανάτου και της μεταξύ τους σχέσης, κάτι που υπερβαίνει κάθε Ανθρώπινη Γνώση. Και είναι τούτη η Γνώση των Ορίων της ίδιας της Ανθρώπινης Γνώσης, είναι η Γνώση των Ορίων της Ανθρώπινης Πραγματικότητας, είναι η Γνώση πως η Απόλυτη Πραγματικότητα και η Απόλυτη Γνώση είναι σε σχέση με την Ανθρώπινη Γνώση και την Ανθρώπινη Πραγματικότητα μια σχέση μεγέθους ανάλογη με ένα κόκκο άμμου με τον ωκεανό, που θα κάνει τον Άνθρωπο πάντα να κοιτά προς τον Ουρανό και προς το εξίσου άγνωστο Εσωτερικό του Σύμπαν, και να αναγνωρίζει μια Δύναμη που δίνει Συνοχή και Αιτία σε όλα αυτά και που θα την ονομάζει με διάφορα ονόματα, δεν έχει σημασία πώς.

*

O απόγονος του Αδάμ μπορεί να είναι ήσυχος. Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης μπορεί να διώχνει τον Αδάμ από τον Παράδεισο, όμως, τον περιμάζεψαν (και ταυτόχρονα εξάλειψαν το «στίγμα» του προπατορικού αμαρτήματος) άλλοι θεοί, μέσα σ’ αυτούς κι ο Θεός της Καινής Διαθήκης, που για κάποιους θεωρείται ο ίδιος ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ για άλλους αυτό δεν ισχύει. Ο  Άνθρωπος αποκαθάρεται στην καθ’ ημάς Χριστιανική θρησκεία από το προπατορικό του αμάρτημα με τη θυσία του Έσχατου Αδάμ : του Ιησού Χριστού (και επομένως, ο Άνθρωπος επαναφέρεται στην «αρχική» του «θέση» της παραδείσιας «αγνότητάς» του, μια θέση όμως που ποτέ δεν θα είναι η ίδια μ’ εκείνη που περιγράφεται στη Γένεση). Η Άγνοια της βιβλικής Εδέμ, ποτέ δεν θα καταστεί η Έσχατη Αγωνία στο Νέο Κόσμο της Εποχής Μετά την Πτώση του Ανθρώπου. Εξάλλου, η κατοχή της Γνώσης από τον Αδάμ, δεν αποτελούσε για άλλες θεότητες, εκτός εκείνης της Παλαιάς Διαθήκης, κάτι που υποχρεωτικά θα εξόριζε τον Άνθρωπο από το Βασίλειο του Θεού. Ο Αλλάχ, αίφνης, εκδιώκει τον άγγελο εκείνο (που τελικά γίνεται ο Σατανάς των Μουσουλμάνων) ο οποίος αρνήθηκε να τιμήσει τον Αδάμ, μια θεολογική προσέγγιση αναμφίβολα πολύ πιο συμβατή με τον δικό μας Θεό της Καινής Διαθήκης, παρά με αυτόν της Παλαιάς Διαθήκης. Ακόμα και ο ατελής «θεός» Ιαλδαβαώθ των γνωστικών, μπορεί να είναι κι ένας υπαίτιος της «πτώσης» του Αδάμ –αλλά όχι ο Αδάμ ο ίδιος, ενώ στο κινέζικο πάνθεον, το προπατορικό αμάρτημα αίρεται από τους ώμους του ανθρώπου και «χρεώνεται» σε μια θεότητα. Βέβαια σ’ όλες σχεδόν τους θρησκείες η αντίληψη του ρέποντος προς την αμαρτία Ανθρώπου είναι κοινή : άλλωστε, αν δεν υπήρχε εξ’ ορισμού αυτή η «ροπή», δεν θα υπήρχε και λόγος ύπαρξης των θρησκειών. Η «αμαρτία» ως η διαλεκτική αντιπαράθεση του καλού και του κακού, κατ’ αρχήν μονάχα μπορεί να εκληφθεί ως καθαρά υπερβατική διαλεκτική αντιπαράθεση ζωής – θανάτου, διότι γρήγορα θα «εκκοσμικευθεί» ως επίγεια μεταφορά και εφαρμογή στην ίδια την πολιτική, οικονομική και κοινωνική οργάνωση της καθημερινής ζωής, είναι το πιο βαθύ θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζονται τα θρησκευτικά οικοδομήματα, δημιουργώντας «θεούς» κακούς και καλούς : ο Θεός και ο Σατανάς, ο Ωρομάσδης και ο Αριμάν, ο Βισνού και ο Σίβα. Όμως, ο 20ος αιώνας, ανάμεσα στις άλλες μεταβολές που επέφερε, ήταν και σ’ αυτό το ζήτημα : «Μια μεγάλη αλλαγή που σημειώθηκε σε πολλές κοινωνίες, ήταν η εξασθένηση της συναισθήσεως της αμαρτίας και το στένεμα του κομματιού εκείνου του πληθυσμού, όπου διατηρούσε την επιρροή της στα πνεύματα των ανθρώπων. Η αντίληψη της αμαρτίας με την έννοια της παραβάσεως των εντολών του Θεού, είχε ιστορικά τεράστια σημασία για τις περισσότερες κοινωνίες, όχι μόνο σαν πηγή ηθικών αρχών, αλλά και σαν μέτρο κοινωνικής προστασίας… Οι ανθρωπολογικές μελέτες έδειξαν ότι αν και οι πολιτιστικές διαφορές έχουν πολλές κοινές αξίες για υπόβαθρό τους, αυτό που θεωρείται αμαρτία στην μια κοινωνία, μπορεί μια άλλη να το λογαριάζει αρετή. Η επιστημονική έννοια της σχετικότητος φαίνεται ότι έκλεινε μέσα της την άρνηση των απολύτων αξιών…». (UNESCO : Ιστορία της Ανθρωπότητος, εκδ. Χ. Τεγόπουλος - Ν. Νίκας, Αθήναι, 1970, Τόμος 10, σελ. 5073) Ο Μεγάλος Κρητικός θα πει : «Αφήνουμε τη θύρα μας ανοιχτή στην αμαρτία. Δε βουλώνουμε τ’ αυτιά μας μην ακούσουμε τις Σειρήνες. Δε δενόμαστε από φόβο στο κατάρτι μιας μεγάλης ιδέας· μήτε παρατούμε το καράβι και χανόμαστε γρικώντας, φιλώντας τις Σειρήνες. Παρά εξακολουθούμε την πορεία μας, αρπάζουμε και ρίχνουμε τις Σειρήνες στο καράβι μας και ταξιδεύουν κι αυτές μαζί μας. Τούτη είναι, σύντροφοι, η καινούρια Ασκητική μας!». (Ν. Καζαντζάκη : Ασκητική, εκδόσεις, Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα, 1985, σελ. 13)

*

Η Θεία Οργή ενάντια στους Πρωτόπλαστους!
Τι είναι όμως αυτό;
Είναι ο ομφάλιος λώρος που κρατούσε και κρατά δεμένο τον Άνθρωπο και τη δική του Μοίρα του, από Μοίρες που ανήκουν σ’ άλλους.
Η «Θεία Οργή», είναι μια επινόηση όλων των Εξουσιών, που θέλουν με κάθε θυσία, να κρατήσουν τις προσδοκίες και τις επιδιώξεις του Ανθρώπου σε επίπεδα χαμηλά, διότι το Πέταγμα του Ανθρώπου, ο Άνθρωπος – Αετός, διότι το αποφασιστικό ξεπέταγμα του Ανθρώπου προς τα Εμπρός, ο Άνθρωπος – Λιοντάρι, είναι κάτι που δεν το θέλουν, όσοι νιώθουν ότι απειλείται η Εξουσία τους, όσοι νιώθουν ότι η ανάδυση της Εξουσίας του Ανθρώπου θα σημάνει το τέλος της δικής τους Εξουσίας, αυτής που έχει σαν αποστολή να φυλάει τα συμφέροντα των λίγων, αλλά οικονομικά και πολιτικά ισχυρών. Διότι η Εξουσία του Ανθρώπου, τι θέλει; Να μοιράσει ΣΕ ΟΛΟΥΣ δίκαια τη «πίττα» που ΟΛΟΙ έχουν παράγει, αλλά, που διανέμεται, προκλητικά άδικα, από τη πρώτη εμφάνιση της Κοινωνίας του Ανθρώπου.

*

Η φιλοσοφία και ο πρακτικός βίος μαζί με τη ολοένα περισσότερη και καλύτερα επεξεργασμένη γνώση, που ακολουθούσε τη δεισιδαιμονία και τη μυθοπλασία, εξομάλυνε σταδιακά το υπερφυσικό, στρώνοντας το έδαφος και σε άλλες πιο «έλλογες» σχολές σκέψεις, διαπιστώνοντας μάλιστα κάποιες φορές, ότι η νέα γνώση αποδείκνυε πως ό,τι μέχρι τότε θεωρούσε υπερφυσικό ήταν εν τούτοις εξηγήσιμο και ό,τι θεωρούσε ως «μαγικές» ή και «θεϊκές» ιδιότητες –που αποδίδονταν ανάλογα σε μάγους και ποικίλους θεούς, ήταν κι αυτές εξηγήσιμες και το κυριότερο : πολύ ανθρώπινες (αν δεν κινδύνευε να χαρακτηριστεί ως «βλάσφημος» θα μπορούσε να ανακράξει : μα αυτό που λέτε εσείς «θεό», είμαι εγώ, εγώ είμαι ο Υιός του Ανθρώπου, διότι εγώ είμαι η εικόνα και η ομοίωσή Του! Εγώ είμαι ο Υιός του Θεού! Τι Μεγάλη Λέξη! Σε ξεκολάει απ’ τη Γη, σ’ ανεβάζει σε ύψη που κοροϊδεύουν, που αψηφούν τη βαρύτητα : δεν υπάρχει βαρύτητα, λέει ο Άνθρωπος, ο Υιός του Θεού, ο Ανθρώπινος Θεάνθρωπος, είμαι ένας νέος Ίκαρος. Κι όλο πετάει πιο ψηλά, πιο κοντά στον Ήλιο, ένας νέος Ίκαρος! Ποιο πέλαγος άραγε θα πάρει τ’ όνομα του νέου μας αυτού Ικάρου, αν δε προσέξει τον Ήλιο; Πόσο «Σκοτεινός» ήταν άραγε ο Ηράκλειτος; «Αθάνατοι θνητοί, θνητοί αθάνατοι, ζώντας αυτοί το θάνατο εκείνων και πεθαίνοντας εκείνοι τη ζωή των άλλων.» (Ηράκλειτος – Άπαντα, εκδ. ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 102-103, απόσπ. 62) Και θαρρώ πως σφάλλει ο Νίτσε, όταν λέει πως είναι «…όλοι οι θεοί ποιητικά σύμβολα, ποιητικά δημιουργήματα!». (Φρ. Νίτσε : Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, 2η έκδοση, εκδ. Δωδώνη, σελ. 184) Είναι η Αναζήτηση του Θεού, το πιο μεγάλο «Γιατί» και «Πώς» που ο Άνθρωπος άρθρωσε ποτέ, είναι τούτη η Αιώνια Αναζήτηση του Θεού, ακόμα και η αναζήτηση του Μη-Θεού, η πιο ακραία και μεγαλειώδης Δημιουργική Προσπάθεια του Ανθρώπου, η πιο Δημιουργική Φαντασία : γιατί σ’ αυτό το «Γιατί» και «Πώς», κρύβεται το μυστικό του Σύμπαντος, της Ζωής του Σύμπαντος, και κάθε ζωής μέσα σ’ αυτό. Ναι έχει δίκιο ο Νίτσε που λέει : «…όλο και κάτι μας έλκει προς τα πάνω –στο βασίλειο, δηλαδή, των σύννεφων : πάνω στα σύννεφα αποθέτουμε τις πολύχρωμες φούσκες μας κ’ ύστερα τις ονομάζουμε Θεούς κ’ υπερανθρώπους». (Φρ. Νίτσε : Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, 2η έκδοση, εκδ. Δωδώνη, σελ. 185) μα εγώ τούτο το πέταγμα της φαντασίας προς τα πάνω το θέλω, γιατί, το Άγνωστο γίνεται Γνωστό, όχι σαν αποδειχτεί, μα πρώτα και κύρια, όταν θα το έχει ονειρευτεί κάποιος σαν μια «ενδεχόμενη πραγματικότητα» που σήμερα κανείς δεν τη δέχεται, μα κάποιος λέει : «ναι, δεν υπάρχει μόνο ό,τι βλέπω!» Ενοχλεί η λέξη θείο; Πείτε τη όπως αλλιώς θέλετε, μα τίποτα δε θ’ αλλάζατε εξόν από το όνομα, αν τούτο είναι που ενοχλεί. Είναι η πιο μεγάλη Αμφισβήτηση και Άρνηση στο δόγμα. Ας αφήσουμε τη Φαντασία του Ανθρώπου να φαντάζεται πως υπάρχει Θεός όπως φαντάζεται κι ότι δεν υπάρχει, ν’ αμφισβητεί την ύπαρξη του Θεού, όπως αμφισβητεί και τη μη ύπαρξή του. Έτσι κι αλλιώς, όσοι λένε ότι ο Θεός δεν υπάρχει, δεν έχουν καμιά πιο σοβαρή ή χειροπιαστή απόδειξη από όσους λένε ότι υπάρχει. Ο Άνθρωπος, τολμά να κοιτάξει κατάματα το Σύμπαν και να του πει : σ’ ερευνώ, σε ψάχνω, κάποια στιγμή θα σε καταλάβω, και τότε, ω, και τότε, θα ’ρθω εγώ στη θέση σου και θ’ αρχίσεις να με ψάχνεις εσύ! Γι’ αυτή την Αναζήτηση, κάθε «αυταπάτη» που όμως με κρατά μέσα στο πνεύμα αυτής της Αναζήτησης, αξίζει κάθε κόστος. Ο Μέγας Κρητικός απ’ την άλλη, αφουγκράζεται νύχτα και μέρα τη Κραυγή της καρδιάς του, τη Κραυγή που χαράζει τη Πορεία του, τις Πορείες του καλύτερα, κι είναι αυτή η Κραυγή του Ανθρώπου που του λέει : «Στενή είναι η αρετή, δεν μπορώ ν’ αναπνέψω. μικρός, στενός είναι ο Παράδεισος, δε με χωράει. σαν άνθρωπος μου φαίνεται ο Θεός σας, δεν τον θέλω!» (Ν. Καζαντζάκη : Ασκητική, εκδόσεις, Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα, 1985, σελ. 28) Όχι δεν είναι βρισιά! Κανείς δεν ζωγράφισε τον Θεό σαν κατσαρίδα, ούτε σαν φάλαινα, ούτε σα χιμπατζή. Ο Άνθρωπος έπλασε τον Θεό του, κατ΄ εικόνα και ομοίωσή του· αυτό είναι το σίγουρο. Το τι έπλασε ο Θεός και πώς και γιατί, είναι αυτό που ο Άνθρωπος ψάχνει, κι αυτό που ψάχνει δεν είναι χωρίς απάντηση, δεν είναι μια ανούσια και α-νόητη αναζήτηση. Ο Ύψιστος, μιλά (ή μάλλον, θυμίζει κάτι που  είχε ξαναπεί) στον άγιο Βάκχο, που ήδη έχει αναληφθεί στον Παράδεισο μετά το θάνατό του. «Θυμήσου, Βάκχο, τι σου είπα : υπάρχω μόνο για όσους με ανακάλυψαν. Δεν είμαι Θεός, είμαι ο θεός σου. Εσύ με προσδιορίζεις· εσύ με ονοματίζεις. Κι όπως κανείς εσύ, έτσι έκαναν, κάνουν και θα κάνουν μυριάδες άλλοι άνθρωποι. Είμαι ο Ένας· μα ένα όνομα δεν έχω, ούτε μια μορφή, ούτε μιαν ουσία. Δεν γεννήθηκα, δεν πέθανα, δεν πρόκειται να πεθάνω. Άναρχος κι αιώνιος σαν θέση και σαν άρνηση, θα συμπαραστέκομαι πάντοτε την κρίση των ανθρώπων, πρόθυμος πάντοτε να τους εξυπηρετήσω με την ύπαρξη ή την ανυπαρξία μου, με μιαν οποιαδήποτε από τις αμέτρητες μορφές μου». ( Μ. Καραγάτσης : Σέργιος και Βάκχος, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2008, σελ. 158)

*

Είναι ανάγκη να συνοψίσουμε κι όπου μπορούμε να συμπληρώσουμε.
Ένα ερώτημα βαραίνει τη δική μου τουλάχιστον σκέψη : Οι Πρωτόπλαστοι είναι Επαναστάτες ή Προδότες;
Είναι, οι Πρώτοι Πιονέροι του Οντολογικού Απορείν που βρίσκεται στη βάση ολάκερου αυτού που αργότερα θα αποκληθεί Ανθρώπινος Πολιτισμός, ή απλά Προδότες οι οποίοι πασχίζουν στον Τόπο της Εξορίας τους να αποφύγουν τον Καθολικό Εκμηδενισμό τους ακριβώς από εκείνο, τη Γνώση, που για την απόκτηση της έχασαν την ανεμελιά και σιγουριά του Παραδείσου;
Ο Άνθρωπος πασχίζει να τιθασεύσει την Οντολογική του Αγωνία με το να της προσδώσει τουλάχιστον την Προοπτική της ανάκτησης της Ευημερίας και της Ασφάλειας των Πρωτοπλάστων, ώστε η Ύπαρξη του Εξόριστου Ανθρώπου να αυτοεπιβεβαιωθεί με το να δημιουργήσει μια Κοινωνία που δεν θα παρέχει κανένα επιχείρημα υπέρ της Νοσταλγίας του Χαμένου Παραδείσου, διότι τούτη η Κοινωνία σε τίποτα δεν θα υστερεί από εκείνον και ένα βαθμό Επιστημονικής και Τεχνολογικής Προόδου που θα του χαρίσει ό,τι θεωρείται αποκλειστικά Θεία ιδιότητα, όπως η Αθανασία, η Παντογνωσία, η Παντοδυναμία . Όταν φτάσει σ' εκείνο το σημείο, ο Άνθρωπος θα μπορεί να ισχυριστεί πως έγινε Θεός. Όμως, θα εξακολουθεί να παραμένει ένα σημαντικό ερώτημα : Μια τέτοια Προοπτική αφορά τον κάθε Άνθρωπο, ή μήπως η Γνώση και η Δύναμη αυτή, θα βρίσκεται στα χέρια λίγων οι οποίοι μάλιστα θα τις χρησιμοποιήσουν για την υποδούλωση των πολλών; Αν αυτό συμβεί, τότε θα επιβεβαιωθεί πάλι ο Θεός του Παραδείσου των Πρωτοπλάστων και θα μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως ο Διάβολος που προέτρεψε τους Πρωτόπλαστους να στραφούν κατά του Δημιουργού τους, προκειμένου να τους υφαρπάξει από το Βασίλειο του Θεού και να τους περιλάβει στο δικό του Βασίλειο. Αλλά αν ο Διάβολος έχει τη δύναμη να υφαρπάξει απ' τον Θεό το τελειότερο Δημιούργημά Του, το οποίο έπλασε κατ' εικόνα και ομοίωσή Του, τότε αυτό θέτει σοβαρά ερωτητικά για τη Δύναμη του Μη-Όντος, αν με αυτό ταυτίσουμε τον βιβλικό Σατανά. Μάλιστα το ότι υφαρπάζει τους Πρωτόπλαστους υφαρπάζει μαζί την εικόνα και το ομοίωμα του Δημιουργού τους, πράγμα που ενέχει ύψιστο συμβολισμό, ενώ υπό ερώτηση τελεί το γεγονός πως ο Θεός δεν μεριμνά ώστε η Εικόνα και η Ομοίωσή Του να παραμείνει στο Ουράνιο Βασίλειό Του και να μην είναι οδεύσουν κι αυτά μαζί με τους Εξόριστους στο Τόπο της Αμαρτίας. Εξάλλου, πράγμα σημαντικό, ενώ η Γένεση περιγράφει πώς ο Θεός έπλασε τον Άνθρωπο αφήνει χωρίς αφήγηση το πώς δημιουργήθηκε ο Διάβολος  και μάλιστα εντός του Παραδείσου και από ποιον. Ο Διάβολος φαίνεται εξίσου Αυτοδημιούργητος όσο κι ο Θεός. Υπάρχει εδώ η αποχρώσα ένδειξη, πως αυτή η προσωποποίηση του Μη Ον εμφανίστηκε ανεξάρτητα από το Ον, διεκδικώντας το ίδιο Βασίλειο, έχοντας όμως ηττηθεί στον πόλεμο με το Ον, έχοντας έκτοτε περιοριστεί σε ένα είδος πολέμου φθοράς κατά του Όντος ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα του αποσπάσει κάποιου τμήμα της Επικράτειάς Του ή και ολόκληρη. Ευτυχώς μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να έχει με το μέρος του την οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας.
Αλλά αν ο Θεός αποκλείεται να έκανε λάθος τότε το Κακό εμφανίστηκε κι αυτό με βάση την ίδια διαδικασία που εμφανίστηκε και το Καλό και εκτός από Άχρονο είναι επίσης Παντοδύναμο και Πάνσοφο, απόδειξη ότι το Παντοδύναμο και Πάνσοφο Καλό αδυνατεί να το καταβάλλει ενώ συχνά καταβάλλεται απ' αυτό έτσι ώστε ο μεταξύ τους Πόλεμος να μην έχει τελειωμό και να είναι άδηλη η τελική του έκβαση.
Τι λέξεις χρησιμοποιούν οι Πρωτόπλαστοι στον Παράδεισο και τι έξω απ' αυτόν; Η γλώσσα είναι η ίδια; Εδώ υπάρχουν χρονικά χάσματα. Τι γίνεται με τη γλωσσική επικοινωνία των προϊστορικών ανθρώπων; Ανάμεσα στον Αδάμ και την Εύα του Παραδείσου κι εκείνων της Εξορίας υπάρχει ένα τεράστιο χρονικό κενό που επικρατεί ο Προϊστορικός Άνθρωπος που μέχρις ότου νοηματοδοτήσει τις κραυγές του και τις μετατρέψει σε λέξεις και φράσεις εγκαθιδρύοντας σταδιακά τους αρχαϊκούς γλωσσικούς κώδικες επικοινωνίας και ως φαίνεται πριν οι Πρωτόπλαστοι ανασυγκροτηθούν πνευματικά μα και σωματικά στο επίπεδο που ήταν όταν βρίσκονταν στον Παράδεισο είχαν υποστεί και την ποινή της επαναζωοποίησής τους πριν κατορθώσουν να επανανθρωπιστούν από κάθε άποψη. Αυτή δεν είναι με κάθε βεβαιότητα η ιστορική εξέλιξη των Πρωτοπλάστων ως είδους, όμως, είναι ένα ερώτημα που προκύπτει από τη θεολογική αφήγηση.
Όπως κι αν προσεγγίσεις την ιστορία των Πρωτοπλάστων δεν μπορείς να αποφύγεις την αρπάγη της Αμφιβολίας για την Παντοδυναμία και Παντογνωσία του Υπέρτατου Όντος, διότι στην περίπτωση των Πρωτοπλάστων και τα δύο φαίνονται να διακυβεύονται.
Η μεγαλύτερη όμως ποινή που επιβλήθηκε στους Πρωτόπλαστους ήταν το να αφεθούν πλήρως ελεύθεροι να υπερασπιστούν την ίδια τους την ύπαρξη. Αν στον Παράδεισο ο μόνος περιορισμός που τους είχε επιβληθεί ήταν να μην δοκιμάσουν τον καρπό από το δέντρο της Γνώσης, έξω από τον Παράδεισο αυτό που θα βίωναν θα ήταν ο μόνιμος περιορισμός της κάθε ελευθερίας τους που εφεξής τα διακυβεύεται μονίμως.
Ένα σημαντικό στοιχείο είναι επίσης η διαπίστωση ότι Ελεύθερη Βούληση στους Πρωτόπλαστους δεν υπάρχει. Αυτή ήταν αδιαμόρφωτη διότι ούτε η Ελευθερία ούτε η Βούληση είχαν λόγο ύπαρξης εντός της Πολιτείας (η λέξη Πολιτεία ασφαλώς δεν είναι δόκιμη εν προκειμένω,  χρησιμοποιείται αφηγηματική αδεία) του Θεού, τον Παράδεισο, διότι και τα δύο έχουν λόγο ύπαρξης έναντι μιας Απειλής ή Απειλών που θα υπήρχαν εντός του Παραδείσου εναντίον των Πρωτοπλάστων, όμως τέτοιοι κίνδυνοι δεν υπήρχαν εξόν απ' τον κίνδυνο του Πειρασμού (που «προσωποποιείται στον όφι, στο Σατανά) να δοκιμάσουν το καρπό του Δέντρου της Γνώσης του Καλού και του Κακού, για την οποία όμως Γνώση ο Θεός ποτέ δεν ενημέρωσε τους Πρωτόπλαστους για το είδος της Απειλής που διέτρεχαν και ό,τι εδώ αξιώθηκε ήταν η Πίστη στο Λόγο (την απαγόρευση) του Θεού. Εξάλλου αν οι Πρωτόπλαστοι λάμβαναν γνώση του περιεχομένου της Απειλής από τη Γνώση του Καλού και του Κακού αυτό θα αποτελούσε άρνηση της ίδιας της Θείας Αλήθειας αφού γνωρίζοντας και μάλιστα από τον ίδιο τον Θεό τι κινδύνους εγκυμονεί η Γνώση, ήδη θα είχαν εισέλθει στην επικράτεια της Γνώσης. Όμως εξίσου σημαντικό είναι πως δεν επισημάνθηκε επαρκώς από τον Δημιουργό ο ρόλος του Σατανά και η σχέση του με το Δέντρο της Γνώσης.
Μόνο αν δεχτούμε άγνοια, αφέλεια ή πονηριά μπορούμε να εκδώδουμε ένα είδος μειωμένης ποινής ή και απαλλακτικής απόφασης για το Αμάρτημα των Πρωτοπλάστων. Όμως, πάλι θα προσκρούσουμε εδώ στην ευθύνη του Δημιουργού για κατασκευαστικά λάθη για τα οποία όμως δεν μπορεί παρά να ευθύνεται ο ίδιος. Αν θέλουμε να μην αμφισβητήσουμε το Αλάθητο του Θείου, τότε καταλήγουμε στο ότι το Δημιούργημά Του, ο Άνθρωπος, Θεία Χάρητι διέθετε εκ κατασκευής τέτοιες ιδιότητες, όπως π.χ., περιέργεια, θάρρος, κ.λπ., ώστε να επιχειρήσει να απελευθερωθεί από μια κατάσταση ευδαιμονίας για την οποία όμως έπρεπε να πληρώσει ένα αντίτιμο, αυτό της πνευματικής ύπνωσης, κάτι που, πάλι εκ κατασκευής του από ένα Αλάθητο Δημιουργό, του ήταν αδύνατο να υποφέρει. Έτσι όμως αντί να οδηγούμαστε σε μια απάντηση για το είδος της σχέσης Δημιουργού - Δημιουργήματος, το ερώτημα περιπλέκεται κι άλλο. Θα πρέπει ο Θεός να σκεφτεί κάτι για να αποκαταστήσει τη σχέση Του με το Δημιούργημά Του, τον Άνθρωπο, δείγμα πως το ιστόρημα της Παλαιάς Διαθήκης παρουσιάζει έναν Θεό εξίσου ατελή με το Δημιούργημά Του. Κι αυτό που σκέφτηκε ήταν να επισκεφθεί το Δημιούργημά Του στον χώρο όπου ο ίδιος τον είχε εξορίσει για να συγχωρέσει αναδρομικά την συνάντηση του Ανθρώπου με την Γνώση, με αυτό το ερευνάτε τας γραφάς. Αυτό όμως δεν δίνει συχωροχάρτι και στον Διάβολο τον πρώτο διδάξαντα τη σημασία της Γνώσης. Ασφαλώς όχι, διότι η Γνώση δεν είναι εξ ορισμού ωφέλιμη για τον Άνθρωπο. Όμως και πάλι, κατά πως φαίνεται, δύο χιλιάδες χρόνια και πλέον μετά την Δεύτερη από Γενέσεως Κόσμου επαφή του Δημιουργού με το Δημιούργημά Του, να που και πάλι επανερχόμαστε στα Πρώτα Ερωτήματα της εποχής των Πρωτοπλάστων. Με το δεδομένο ότι ο Άνθρωπος αποδείχτηκε ικανότατος στη δημιουργία Γνώσης, εν τούτοις, σχεδόν όλα τα είδη Γνώσης που δημιούργησε, τείνουν περισσότερο στο πώς αυτή θα ωφελεί τους λίγους και όχι τους πολλούς, ενώ υπάρχουν και είδη γνώσης που απειλούν την ίδια του την ύπαρξη σε πλανητική κλίμακα. Ίσως μια τρίτη επαφή Δημιουργού - Δημιουργήματος να καταστεί αναπόφευκτη. Όμως, σήμερα, πώς θα αντιληφθούμε την Νέα Κάθοδο του Δημιουργού;
Ο Εξόριστος Άνθρωπος κουβαλάει την Αγωνία της Επιβίωσης και της Σωτηρίας της Ψυχής του, την δε Λύτρωση δεν θα την πιστοποιήσει παρά στην Μεταθανάτια Ζωή. Αυτές οι δύο Αγωνίες, η μία της Επιβίωσης και η άλλη της Ψυχής του, θα τον συντρίβουν σε κάθε του βήμα.
Παρόλα αυτά, είναι ακριβώς η Γνώση που θα αποτελέσει για τον Άνθρωπο τη μεγάλη ελπίδα να διαχειριστεί τις συνέπειες της Θείας Τιμωρίας, που σαν προσπάθεια από μόνη της, θέτει το Ερώτημα τι όντως είναι ο Άνθρωπος και ποια η σχέση μα και η εξάρτησή του απ' το Θείο. Άλλωστε, το ερώτημα γιατί το Θείο απέχει του ανθρώπινου γίγνεσθαι γεννά πολλές υποθέσεις.
Κι απ' τη στιγμή εκείνη της αποβολής του Ανθρώπου από τον Παράδεισο, λες και το πιο Κοσμικής Διάστασης Στοίχημα που τέθηκε ήταν αν άξιζε ή όχι η Γνώση του Καλού και του Κακού που μονάχα ηθικού περιεχομένου δεν είναι : Έχει κυρίαρχα Υπαρξιακό Περιεχόμενο, και σκοπεύει να αποκαλύψει την ίδια την Υπόσταση του Όντος που διεκδικεί το Έσχατο Πρωτείο ανάμεσα σ' όλες τις Υπάρξεις.