77 χρόνια από τις 20/4/1941 : Η συνθηκολόγηση των στρατηγών του Μετώπου με την Γερμανία - Προδοσία ή Επιβεβλημένη Πρωτοβουλία;

0
Βασίλης Δημ. Χασιώτης


Προοίμιο
Ελλάδα, 20 Απριλίου 1941. Ημέρα Κυριακή - Πάσχα. Το Μέτωπο ουσιαστικά έχει καταρρεύσει μετά και τη γερμανική εισβολή. Σε αρκετές περιπτώσεις η πειθαρχία με δυσκολία μπορεί να επιβληθεί στα στρατεύματα του Μετώπου.
Την ίδια στιγμή, αναποφασιστικότητα επικρατεί και στα πολιτικά και στρατιωτικά κέντρα αποφάσεων στην Αθήνα, χωρίς να υπάρχει μια σαφής εντολή από τη Κυβέρνηση και το Γενικό Στρατηγείο, προς τις Διοικήσεων των Μεγάλων Μονάδων του Μετώπου τι να κάνουν και κυρίως, δεν είναι ξεκάθαρο ούτε η Αθήνα τι πραγματικά θέλει να κάνει. Παρόλα αυτά, η εντολή προς τον στρατό του Μετώπου είναι : «Αγώνας Μέχρις Εσχάτων»! Μοιάζε σαν διαταγή, που εκδίδεται απλώς για να μην θεωρηθεί ότι δεν υπάρχουν πλέον άλλες διαταγές που να αντιμετωπίζουν όχι πραγματικότητες επί χάρτου αλλά με ό,τι όντως συνέβαινε! Και η πραγματικότητα στο Μέτωπο ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη που θα έπρεπε να ισχύει ώστε να έχει η παραπάνω διαταγή ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής. Εξάλλου, λίγο καιρό πριν, στις 10 Απριλίου 1941, το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας, μετά την κατάρρευση της αντίστασης των Οχυρών, ο διοικητής του στρατηγός Κωνσταντίνος Μπακόπουλος προέβη σε μια έντιμη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς στις 9 Απριλίου,  σε συνεννόηση και με την έγκριση και του Γενικού Στρατηγείου στην Αθήνα.
Μια μέρα μετά την συνθηκολόγηση του στρατηγού Μπακόπουλου, κατελήφθη και η Θεσσαλονίκη (9/4), κομβικό σημείο του Πολέμου, που κατέστησε τέσσερα πράγματα αναπόφευκτα : [1ον] την κατάρρευση κάθε ιδέας που ακόμη και ως αμυδρά ελπίδα μπορούσε να υπάρχει για συνέχιση επί πολύ ακόμα του πολέμου τουλάχιστον στην ......
ηπειρωτική Ελλάδα [2ον] την νομοτελειακή ήττα όσων ακόμα μάχιμων Μονάδων εξακολουθούσαν να θεωρούνται αξιόμαχες εφόσον δεν υποχωρούσαν και επέμεναν παραμένοντας στη θέση τους να συγκρουστούν με τις ενωμένες δυνάμεις Γερμανών και Ιταλών, μια ήττα που θα έδινε ουσιαστικό περιεχόμενο την διαταγή «Αγώνας Μέχρις Εσχάτων», είτε, εναλλακτικά, θα οδηγούσε με βεβαιότητα στην αιχμαλωσία όποιων στρατιωτικών δυνάμεων θα απέμεναν από αυτόν τον «Μέχρις Εσχάτων Αγώνα,  [3ον] την ανάγκη υποχώρησης προς Νότο και σταδιακή αποστρατεία κληρωτών που πλέον η συνέχιση της στράτευσής τους δεν είχε κανένα νόημα, ή άλλως την επιδίωξη -εφόσον ήθελε αποφευχθεί η περίπτωση [2] ανωτέρω-, μιας «έντιμης συνθηκολόγησης» όπως συνέβη και στην περίπτωση του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας, που δεν θα είχε την έννοια της αποδοχής της Κατοχής αλλά της συνέχισης του Αγώνα από άλλες θέσεις και [4ον] τη κατάρρευση κάθε ιδέας συνέχισης του πολέμου με τη δημιουργία «Μακεδονικού Μετώπου» που φαντασιώνονταν οι Βρετανοί κυρίως.
Οι στρατηγοί του Μετώπου, δεν είχαν απλώς άλλη εικόνα της πραγματικότητας και επομένως άλλη άποψη. Είχαν τελείως διαφορετική εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των διαθέσιμων μέσων που διέθεταν (από το ανθρώπινο δυναμικό και το ηθικό του ίσαμε τα υλικά μέσα διεξαγωγής του πολέμου) ώστε ο «Μέχρις Εσχάτων Αγώνας» ενδεχομένως και να οδηγούσε σε μια εξέλιξη των επιχειρήσεων που, πολύ περισσότερο από την ίδια την ήττα, θα έπληττε ανεπανόρθωτα το κύρος και την αίγλη των Ενόπλων Δυνάμεων που προκάλεσαν τον παγκόσμιο θαυμασμό με το Αλβανικό Έπος, αν τα ολοένα εντεινόμενα φαινόμενα απειθαρχίας δεν θα ήταν δυνατόν να ελεγχθούν αποτελεσματικά και κατέρρεε το Μέτωπο και εκ του λόγου αυτού, ή, πολύ χειρότερο, μονάχα εκ του λόγου αυτού.
Τίθενται επομένως το ερώτημα : Με δεδομένη την πρακτικά αδύνατη εκτέλεση της εντολής για «Μέχρις Εσχάτων Αγώνα», της οποίας η ουσιαστική στρατηγική ή τακτική σκοπιμότητα δεν ήταν καθόλου αυτονόητη ώστε όσοι θα έπρεπε να προβούν στην βεβαία αυτοθυσία τους υπακούοντάς την, τουλάχιστο να είχαν συνείδηση για ποιον ύψιστο σκοπό επρόκειτο να προσφέρουν την ζωή τους, είχαν το δικαίωμα οι στρατηγοί Διοικητές των Σωμάτων Στρατού στο Μέτωπο να αγνοήσουν την παραπάνω απόφαση και την διαταγή που τη συνόδευε και αναλαμβάνοντας πρωτοβουλία να πράξουν ό,τι αυτοί θεωρούσαν εθνικά χρήσιμο εκείνη τη στιγμή, δηλαδή, να αποφευχθεί ένα βέβαιο  λουτρό αίματος και αιχμαλωσία άνευ όρων για όσους επιζήσουν, εφόσον ουδεμία Ύψιστη Εθνική Σκοπιμότητα συνέχισης του πολέμου υπό τις συνθήκες αυτές εξυπηρετούνταν κατά τη κρίση τους; Αυτά είναι ερωτήματα που ασφαλώς απαιτούν κάποια απάντηση.
Η προσέγγιση της συνθηκολόγησης της 20ης Απριλίου 1941, (για την ακρίβεια υπογράφηκαν εντός τριών ημερών τρία κατά σειρά πρωτόκολλα όπου το κάθε νεώτερο καταργούσε του προηγούμενο, με πρώτο αυτό της 20ης Απριλίου 1941, της 21ης Απριλίου και της 23ης Απριλίου, αυτό το τελευταίο, προκειμένου να συμβληθούν μαζί με τους Γερμανούς και οι Ιταλοί οι οποίοι δεν αναφέρονταν στα προηγούμενα δύο), επιχειρείται όχι ως ενέργεια εντασσόμενη στο γενικότερο στρατιωτικό και πολιτικό περιβάλλον εκείνης της περιόδου.
Το ζήτημα της συνθηκολόγησης αυτής, έχει διχάσει αρκετούς ιστορικούς και γενικότερα μελετητές, αλλά και απλούς αναγνώστες της Ιστορίας του τόπου τους, όπως ο γράφων, από άλλους μεν να χαρακτηρίζεται ως «προδοσία» χωρίς άλλη συζήτηση, και από άλλους μια πράξη επιβεβλημένη από τις περιστάσεις της στιγμής και σωτήρια για το στράτευμα που δεν οδηγήθηκε στο σύνολό του στη σφαγή και στην αιχμαλωσία.
Προσωπικά, εκτιμώ πως είναι ένα θέμα αν η συνθηκολόγηση έγινε επειδή υπήρχε ήδη ΑΠΟ ΠΡΙΝ η επιθυμία ή/και ήδη ειλημμένη απόφαση συνεργασίας με τον ΕΧΘΡΟ, και άλλο θέμα αν επιβλήθηκε ως η αδήριτη αναγκαιότητα από την εξέλιξη των πραγμάτων, και θα έπρεπε ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ να επιδιωχθεί. Ακόμα κι αν ισχύει το πρώτο, σε τίποτα δεν αναιρεί την αυτοτέλεια της σημασίας του δευτέρου, αλλά την ίδια στιγμή, δίνει και άλλη διάσταση σ’ αυτή την ίδια την «πρωτοβουλία» των συνθηκολογησάντων στρατηγών. Είναι ακριβώς αυτό που συνέβη στην περίπτωση που εδώ εξετάζουμε. Μια συνθηκολόγηση που εκ των πραγμάτων ήταν αναγκαία με όρους, κρινόμενους με τα δεδομένα της εποχής έντιμους, εν τούτοις η απόσταση που χώριζε την ενέργεια αυτή από τον ακολουθήσαντα Δωσιλογισμό, αποδείχτηκε ότι ήταν αμελητέα. Εν προκειμένω θα προσεγγίσουμε και τις δύο απόψεις.
Για την αναγκαιότητα και τις προϋποθέσεις μιας «έντιμης συνθηκολόγησης»
Η Ηγεσία μιας Χώρας μπορεί να συνθηκολογεί υπό προϋποθέσεις, (κατωτέρω), με τον Εχθρό. Ένα πράγμα όμως δεν μπορεί να κάνει : Να αποδέχεται το Καθεστώς Κατοχής (ή Υποτέλειας ή άλλης μορφής απώλειας της Εθνικής της Κυριαρχίας και Ανεξαρτησίας, ανάλογα για το που οδηγεί η κάθε συνθηκολόγηση) και να παραιτείται του Αγώνα για αποτίναξη του Ξένου Ζυγού.
Συνθηκολόγηση και αποδοχή των συνεπειών της συνθηκολόγησης δεν ισχύουν αναγκαίως. Για να συμβεί όμως αυτό, είναι ανάγκη να ισχύουν ορισμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, η συνθηκολόγηση μπορεί να γίνει αποδεκτή εφόσον το συμφέρον που εξυπηρετείται δι’ αυτής είναι μείζονος σημασίας κάθε άλλου συμφέροντος που θα πάψει να εξυπηρετείται όταν αυτή συντελεστεί. Επομένως, πρέπει να είναι και απολύτως αναγκαία εκ των πραγμάτων που την επέβαλαν και απολύτως έντιμη ως προς τις προθέσεις εκείνων που την εισηγήθηκαν και τους όρους που αποδέχτηκαν.
Είναι «απολύτως αναγκαία» η συνθηκολόγηση όταν η τύχη της αντίστασης εναντίον του εχθρού έχει κριθεί τελεσίδικα και κατά τρόπο μη αναστρέψιμο για τον ηττηθέντα, όχι σε μια σε μια μάχη μα για τον ίδιο τον πόλεμο, ώστε να κρίνεται η περαιτέρω θυσία σε ανθρώπους (τόσο στο επίπεδο του μάχιμου όσο και στο επίπεδο του άμαχου πληθυσμού) κυριολεκτικώς άσκοπη ενώ ταυτόχρονα, δεν εξυπηρετείται άλλος ευρύτερος πολεμικός ή εθνικός στρατηγικός στόχος. Επί πλέον είναι απολύτως αναγκαία, όταν παύει να εξυπηρετεί και υπηρετεί ακόμη και την προοπτική μιας πειθαρχημένης και προγραμματισμένης υποχώρησης -την περίφημη «σύμπτυξη» που σχεδιάζονταν στο Γενικό Στρατηγείο χωρίς όμως να επιτευχθεί με τρόπο που δεν θα άφηνε έκθετα τα στρατεύματα του Μετώπου στον κίνδυνο της εξολόθρευσης ή της αιχμαλωσίας τους. Είναι εξάλλου «απολύτως έντιμη» η συνθηκολόγηση, όταν γίνεται με όρους που διασώζουν την τιμή και αξιοπρέπεια του κινδυνεύοντος με συντριπτική ήττα και αιχμαλωσία στρατεύματος και χωρίς προσωπικά ανταλλάγματα για τους ηγέτες που την αποφάσισαν. Σημειωτέον, πως υπάρχουν και απόψεις, οι οποίες γενικώς, απορρίπτουν κάθε επιχείρημα να δοθεί σε μια «συνθηκολόγηση» οιοδήποτε «έντιμο» περιεχόμενο. Σεβαστές, αλλά διαφωνώ. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, μια συνθηκολόγηση υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, είναι δικαιολογημένη αν όχι επιβεβλημένη.
Η συνθηκολόγηση του Ανατολικού και του Δυτικού (Αλβανικού) Μετώπου - Διαφορετικά Μέτρα και Σταθμά;
Παρά το γεγονός ότι της συνθηκολόγησης του στρατηγού Τσολάκογλου στο Δυτικό Μέτωπο είχε προηγηθεί η συνθηκολόγηση του στρατηγού Μπακόπουλου στο Μέτωπο της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, εν τούτοις, όταν κανείς μιλά για τη «συνθηκολόγηση» με τους Γερμανούς, η αναφορά γίνεται πάντα στη συνθηκολόγηση του στρατηγού Τσολάκογλου (ούτε καν των άλλων δύο Σωματαρχών, των οποίων τα ονόματα όσοι δεν ασχολούνται ειδικότερα με την Ιστορία, ίσως και να αγνοούν). Αυτό έχει ασφαλώς την εξήγησή του : δικαιολογείται από την διαφορετική βαρύτητα που είχαν οι δύο συνθηκολογήσεις, αφού αυτή του στρατηγού Τσολάκογλου αφορούσε τον κύριο όγκο των Δυνάμεων του συνολικού Μετώπου, αυτόν του Αλβανικού Μετώπου και ουσιαστικά σήμανε το τέλος του πολέμου, διότι έγινε χωρίς την έγκριση -ή  και παρά την έγκριση- του Γενικού Στρατηγείου ή της Κυβέρνησης και κυρίως, διότι ο στρατηγός Τσολάκογλου υπήρξε μετ’ ολίγον ο πρώτος Κατοχικός «Πρωθυπουργός», εγκαινιάζοντας την έναρξη της Μαύρης Βίβλου του Δωσιλογισμού.
Όμως, το ερώτημα παραμένει : Γιατί η έντιμη συνθηκολόγηση  που επιτράπηκε να γίνει στο Ανατολικό Μέτωπο, δεν επετράπη εκ μέρους του Γενικού Στρατηγείου, στο Δυτικό Μέτωπο, όταν η τύχη των εκεί πολεμικών επιχειρήσεων ήταν προδιαγεγραμμένη; Ιδίως μάλιστα όταν αφορούσε στρατεύματα που μάχονταν επί μακρό χρονικό διάστημα και υπό πολύ αντίξοες καιρικές συνθήκες, τουλάχιστον για την περίοδο μέχρι και τη λήξη του χειμώνα, στρατεύματα καταπονημένα, με μεγάλες απώλειες σε έμψυχο δυναμικό και υλικά μέσα και με την ουσιαστική εξάντληση των εφεδρειών; 
Ο ίδιος ο στρατηγός Τσολάκογλου, δεν έπαυε να επικαλείται κατά τη δίκη του στο Δικαστήριο των Δωσιλόγων αμέσως μετά την Απελευθέρωση, την οικτρή και εκτός ελέγχου κατάσταση του Μετώπου. Γράφει στα «Απομνημονεύματά» του : «...Δημιουργός της εποποΐας εις τα αφιλόξενα Αλβανικά εδάφη και συντελεστής της παρατάσεως του αγώνος, δεν ήτο δυνατόν να σκεφτώ τον τερματισμόν του αγώνος δια συνθηκολογήσεως... Όταν όμως ενημερώθην παρά του Επιτελάρχου μου εξ Αθηνών περί των αντιλήψεων του Γενικού Στρατηγείου. Όταν οι φαντάροι των ταγμάτων επί της γραμμής Κατάρας - Ζυγού έδειξαν στασιαστικήν κίνησιν και ηπείλησαν τους πυροβολητάς μας. Όταν εξουσιοδοτήθην παρά των Α΄ και Β΄ Σωμάτων όπως συνθηκολογήσω εκ μέρους των και προ παντός όταν εβεβαιώθην ότι αι αναμενόμεναι Μεραρχίαι μου δεν είχον αξιόμαχον αξίαν τινα ΕΤΟΛΜΗΣΑ... Περιβληθείς με τον Ανώτατον στρατιωτικόν βαθμόν, είχον την υποχρέωσιν να εκπροσωπώ τον απουσιάζοντα Προϊστάμενόν μου και να κρίνω εις τίνας θυσίας θα υπεβάλλοντο τα εις χείρας μου εμπεπιστευμένα Τέκνα της Πατρίδος... Μέχρι σήμερον δεν μετενόησα δια το τόλμημά μου...» (Γεωργίου Κ. Τσολάκογλου : Απομνημονεύματα, έκδοσις «Ακροπόλεως», Αθήναι, 1959, σελ. 132)
Αλλά, όχι μόνο ο Γ. Τσολάκογλου μα και οι δύο επόμενοι Κατοχικοί «Πρωθυπουργοί», Κ. Λογοθετόπουλος και Ι. Ράλλης, κατά την δίκη τους στο Δικαστήριο των Δωσιλόγων, επικαλέστηκαν ανάμεσα στα άλλα υπερασπιστικά τους επιχειρήματα και το γεγονός της αποχώρησης της ελληνικής κυβέρνησης και άλλων αξιωματούχων.
Και οι τρείς Κατοχικοί «πρωθυπουργοί» στα «διαγγέλματά» τους προς τον Ελληνικό Λαό -όταν ανελάμβαναν τα αξιώματά τους- δικαιολογούσαν την «αναγκαιότητα» της συγκρότησης των «Κυβερνήσεών» τους, και επομένως της συνεργασίας με τις Δυνάμεις Κατοχής στη βάση ορισμένων επιχειρημάτων, ένα των οποίων είχε να κάνει ακριβώς με την κρατούσα κατάσταση την κρίσιμη περίοδο που οδήγησε στη συνθηκολόγηση και τη στάση της Πολιτικής και Στρατιωτικής Ηγεσίας της Χώρας. Έτσι, οι Γ. Τσολάκογλου, Κ. Λογοθετόπουλος και Ι. Ράλλης, ανέφεραν μεταξύ άλλων στα «διαγγέλματά» τους (βλέπε ΦΕΚ, Τεύχος Πρώτον, αρ. 146/29.4.1941, 307/2.12.1942 και 81/7.4.1943 στα οποία περιλαμβάνονται τα «διαγγέλματα» των Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλου και Ράλλη αντίστοιχα).
«Οι υπεύθυνοι της εθνικής συμφοράς έφυγαν από τας Αθήνας και εγκατέλειψαν το πάτριον έδαφος... Κυβέρνησις που ετράπη εις φυγήν ουδέν δικαίωμα έχει να απαιτή από τον Ελληνικόν Λαόν θυσίας αι οποίαι ισοδυναμούν με σφαγιασμόν και αυτοκτονίαν», υπογράμμιζε ο Γ. Τσολάκογλου.
«...Καλούμενος όμως νυν, χωρίς ποσώς να το επιδιώξω να προσφέρω τας υπηρεσίας μου εις την δεινώς χειμαζομένην Πατρίδα, πράττω τούτο εξ αισθήματος πλήρους προς αυτήν υποχρεώσεως, εφ’ όσον μάλιστα ευρισκόμεθα άπαντες προς της καταπληκτικής στάσεως ήν τηρούν πλείστοι εκ των άλλοτε εντολοδόχων του Ελληνικού Λαού. Ούτοι οχυρωθέντες εις τα Φρούρια της ιδίας αυτών σκοπιμότητος, αδιάφοροι προ της χειμαζομένης Πατρίδος, ουδεμίαν ηθέλησαν να προσφέρουν υπηρεσίαν εις την Ελλάδα, εγκαταλείψαντες αυτήν εις την δίνην των κυμάτων και τον στρόβιλον της καταιγίδος...»
«...Εγκαταλειφθέντες εις την τύχην μας μόνοι, μόνοι θα αντιμετωπίσωμεν την δυστυχίαν μας και μόνοι, δια της κρινούσης την φυλήν μας συνέσεως και δια της αφοσιώσεώς της εις την θρησκείαν των πατέρων μας και εις τας ιεράς παραδόσεις της Εκκλησίας μας, θα οδηγήσωμεν μίαν ημέραν εις υπήνεμον λιμένα την εθνικήν κιβωτόν.» διακήρυσσε ο Ι. Ράλλης.
Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να δούμε, πόσο δίκαιο υπήρχε ή όχι στις άνω αιτιάσεις.
Η Πολιτική και Στρατιωτική Κατάσταση της Χώρας την 20η Απριλίου 1941 και λίγες ημέρες πριν
Η Κυριακή του Πάσχα του 1941, 20η Απριλίου, ημέρα υπογραφής της συνθηκολόγησης, με πρωτοβουλία των Διοικητών των Α΄, Β΄ και Γ’ Σωμάτων Στρατού που τους εκπροσωπούσε ο στρατηγός Τσολάκογλου, Διοικητής του Γ΄ΣΣ, αποτέλεσε το προοίμιο του τέλους ενός έργου που πλέον είχε ολοκληρωθεί, («προοίμιο» διότι έπρεπε να περάσουν ακόμα μερικές εβδομάδες έως ότου η Κατάκτηση της Χώρας ολοκληρωθεί και με το τέλος της Μάχης της Κρήτης), αφού εν τω μεταξύ είχαν προηγηθεί κάποιες κρίσιμες εξελίξεις που είχαν λάβει χώρα λίγες μέρες πριν, όπως η αυτοκτονία του πρωθυπουργού Γεωργίου Κορυζή στις 18 Απριλίου (που για να ορισθεί διάδοχός του -τελικώς ο Εμμανουήλ Τσουδερός- έπρεπε να περάσουν τρείς ημέρες!!!), η ταχύτατη κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, στην αναμενόμενη αντίσταση της οποίας, τουλάχιστον για κάποιο άξιο λόγου χρονικό διάστημα, είχαν δημιουργήσει στο Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο και την Ελληνική Κυβέρνηση κάποιες προσδοκίες τουλάχιστον για τη παράταση του πολέμου, όμως, διαψεύστηκαν οικτρά, ενώ, πιο σημαντικό ίσως απ’ όλα, ήταν πως ο κλοιός της περικύκλωσης από τα γερμανικά στρατεύματα από τα ανατολικά και τα νότια (στο βορρά επί γιουγκοσλαβικού εδάφους είχαν ενωθεί με ιταλικές δυνάμεις) γίνονταν όλο και πιο ορατός.
Βεβαίως εδώ, στη περίπτωση του Μετώπου όπως αυτό είχε συμπτυχθεί μετά το τέλος του πολέμου των Οχυρών, υπήρχε και το ζήτημα της παρουσίας του κυρίως όγκου του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος, (κατ’ όνομα «βρετανικού», διότι αποτελούνταν και από σημαντικές μονάδες από χώρες της Κοινοπολιτείας), η ασφαλής αποχώρηση του οποίου βάρυνε στον όποιο στρατηγικό σχεδιασμό που θα αποσκοπούσε στην πειθαρχημένη σταδιακή σύμπτυξη των Μονάδων ολοένα και πιο Νότια και με σταδιακή αποστράτευση των Μονάδων που πλέον δεν θα είχαν άλλο επιχειρησιακό ρόλο να επιτελέσουν. Αν επρόκειτο επ’ αυτού να γίνει κάτι, αυτό έπρεπε να είχε γίνει πολύ καιρό νωρίτερα από τις 20/4/1941. Αν κάτι περίσσεψε εκείνη την περίοδο για το ζήτημα αυτό, ήταν η διαφωνία μεταξύ Βρετανών και Ελληνικής Ηγεσίας, κάτι που βεβαίως εξέπεμπε το δικό της (καθόλου ευοίωνο) μήνυμα αναφορικά με την τύχη του Μετώπου και βεβαίως, έχουν δίκαιο όσοι διατείνονται ότι η συνθηκολόγηση δεν ήταν άσχετη με τις παραπάνω αντίθετες απόψεις στο ζήτημα της κοινής ελληνοβρετανικής δράσης στο Μέτωπο (βλέπε ενδεικτικά : John Koliopoulos :  Greek Foreign Policy and Strategy, 1939-1941, https://ojs.lib.uom. gr/index.php/BalkanStudies/article/viewFile/2451/2475). Δεν θα πρέπει να λησμονούμε, ότι δεν βρισκόμαστε στην περίοδο του Πολέμου της Αλβανίας με τους Ιταλούς, ούτε καν στην έναρξη των επιχειρήσεων της Γερμανίας εναντίον της Ελλάδας, αλλά, σε χρόνο κατά τον οποίο οι πάντες, το μόνο που σκέφτονταν ήταν σε πόσο χρόνο θα ολοκληρώνονταν η κατάκτηση της Χώρας από Γερμανία, Ιταλία και Βουλγαρία. Ο χρόνος για σχεδιασμούς ακόμα και επιβράδυνσης της καθόδου των εισβολέων προς Νότο είχε παρέλθει. Η ασφαλής αποχώρηση από τη Χώρα του συνόλου του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος που βρίσκονταν ακόμα στην Ελλάδα, προϋπέθετε ότι οι Δυνάμεις του Μετώπου, θα ήταν σε θέση να ανακόψουν την προς Νότο προέλαση των Γερμανών, μαχόμενες και συμπτυσσόμενες σταδιακά τουλάχιστον για ένα 15νθήμερο ακόμα (μετρώντας από τις 20/4). Όπως σημειώνει ο Άγγελος Τερζάκης επ΄ αυτού (Ελληνική Εποποιΐα 1940-1941, 2η εκδ. ΓΕΣ, 1990, σελ. 221) : «Δεκαπέντε ημέρες ακόμα, μέσα σε συνθήκες καθώς αυτές είχαν δημιουργηθεί εκεί στην Ήπειρο, είταν διάστημα χρόνου αδιανόητο», και έχει δίκαιο στην διαπίστωση αυτή, την οποία ουδείς αμφισβητεί, ακόμα και εκείνοι που επεδίωκαν να κερδίσουν «χρόνο», και χρόνο, ασφαλώς οι Γερμανοί -οι μόνοι που ήταν σε θέση να τον παράσχουν- δεν είχαν καμία διάθεση να προσφέρουν.
Από την άλλη, ας σημειωθεί πως για τους Άγγλους η συμμετοχή τους στο πόλεμο των Ελλήνων εναντίον των Ιταλών και λίγο μετά των Γερμανών, είχε γι’ αυτούς μάλλον ένα συμβολικό από στρατιωτικής απόψεως χαρακτήρα αλλά με ουσιαστικό πολιτικό συμβολισμό, σε αντίθεση με τους ίδιους τους Έλληνες που μάχονταν για την ίδια τους την ανεξαρτησία και την ίδια τους την ύπαρξη. Η Μεγάλη Βρετανία έπρεπε να αποδείξει πως ήταν σε θέση να υπερασπιστεί μια μικρή σύμμαχο χώρα, ιδίως όταν αυτή η χώρα, πολεμούσε μόνη της και νικηφόρα μια Αυτοκρατορία (την Ιταλία) και πλήττοντας, για πρώτη φορά μέχρι εκείνη τη στιγμή, την φήμη του «αήττητου» των Δυνάμεων του Άξονα, σε βαθμό μάλιστα, που προκάλεσε την ανησυχία της άλλης ακόμα φοβερότερης Αυτοκρατορίας, της Γερμανίας, για τη τύχη πλέον του ίδιου του πόλεμου στο Αλβανικό Μέτωπο και όχι απλά για τη φήμη της Ιταλίας, πέραν των δικών της διακυβευμάτων στη σχεδιαζόμενη επίθεση κατά της Ρωσίας, και την ασφάλεια των πετρελαιοπηγών της Ρουμανίας, οι οποίες, σε περίπτωση δημιουργίας «Μακεδονικού Μετώπου», που φαντασιώνονταν η Βρετανία με τη συνδρομή, εκτός της Ελλάδας, της Γιουγκοσλαβίας, και Τουρκίας, θα βρίσκονταν εντός του βεληνεκούς των βρετανικών πολεμικών αεροσκαφών που θα στάθμευαν (στη Βόρεια κυρίως) Ελλάδα. Αυτή η σύνθετη κατάσταση που άρχισε να δημιουργείται σε όλα τα Βαλκάνια με αφορμή τον πόλεμο της Ιταλίας με την Ελλάδα, οδήγησε τη Γερμανία στο σημείο ώστε να επιχειρήσει ακόμα και προτάσεις ειρήνευσης (οι οποίες ουδέποτε περιεβλήθησαν επίσημο διακρατικό διπλωματικό μανδύα) στην Ελλάδα για επανουδετεροποίησή της, διαρκούντος του ελληνοϊταλικού πολέμου, προσφέροντας, κάποια στιγμή, ακόμα και τα ήδη κατακτηθέντα εδάφη της Βορείου Ηπείρου, υπό τον όρο της απομάκρυνσης όλων των βρετανικών δυνάμεων και αεροπορικών βάσεων από την Ελλάδα, πλην όμως, τόσο ο Μεταξάς όσο και ο βασιλιάς, για πολλούς λόγους δεν συζητούσαν μια τέτοια περίπτωση παρά το γεγονός ότι ήταν  βέβαιοι πως δεν θα αργούσε η ώρα που η Γερμανία θα έσπευδε σε βοήθειά της συμμάχου της Ιταλίας, αφού επείγονταν να κλείσει το μέτωπο στα Βαλκάνια ώστε να ξεκινήσει τον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης, όπως επίσης, την ίδια στιγμή, η ελληνική Κυβέρνηση (μα και οι βρετανοί) δεν έτρεφαν ψευδαισθήσεις για την τελική έκβαση του πολέμου. Τυχόν αποδοχή της γερμανικής μεσολάβησης θα υπήγαγε την Ελλάδα, έστω και ως ουδέτερη, στη χορεία των φιλικών προς τον Άξονα Κρατών.
Επίσης, ίσως το Γενικό Στρατηγείο των Αθηνών, δεν ήταν έτοιμο να αποδεχτεί μέσω μιας συνθηκολόγησης να τεθούν υπό την αιχμαλωσία των ηττημένων στο πόλεμο Ιταλών, πράγμα που έκανε τον διοικητή των Βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα στρατηγό Μαίτλαντ Ουίλσον, να μιλήσει για «φετιχιστικό δόγμα ότι ούτε μια γιάρδα γης δεν έπρεπε να παραχωρηθεί στους Ιταλούς». Ο Άγγελος Τερζάκης (Ελληνική Εποποιΐα 1940-1941, 2η εκδ. ΓΕΣ, 1990), σημειώνει, αναφερόμενος στη κατάσταση όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στις 21 Απριλίου, πως «Ολάκερη η Στρατιά της Αλβανίας, η στρατιά της νίκης, κινδύνευε μ’ αιχμαλωσία...» (σελ. 211). Ασφαλώς δεν θεωρώ ότι αυτό μπορεί να υπήρξε ο αποφασιστικός παράγοντας στην απόφαση για «Μέχρις Εσχάτων Αγώνα», όμως αναμφίβολα βάραινε στη σκέψη και τη συνείδηση της Ανώτατης Στρατιωτικής Ηγεσίας στην Αθήνα. Εκτιμώ, πως αυτό που πιθανώς να απασχολούσε Γενικό Στρατηγείο και Κυβέρνηση, ήταν ποιανού το όνομα δεν θα ετίθετο στη διαταγή ή απλά στο έγγραφο «συναίνεσης» για συνθηκολόγηση που θα στέλνονταν στους Σωματάρχες του Αλβανικού Μετώπου, και αναμφίβολα, όλοι οι ανώτατοι επιτελείς του Γενικού Στρατηγείου -και ιδίως ο Αρχιστράτηγος- θα ήθελαν να μην ήταν το δικό τους όνομα.
Ο διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου  (ΤΣΗ) στρατηγός Ιωάννης Πιτσίκας, στις 16 Απριλίου, σε σύσκεψη με τους Σωματάρχες του (οι διοικητές των τριών Σωμάτων Στρατού που μετά λίγες μέρες θα αναλάβουν την πρωτοβουλία της συνθηκολόγησης), συζητά τη κατάσταση, και στέλνει στον αρχιστράτηγο Παπάγο αναφορά στην οποία περιγράφεται η οικτρή κατάσταση του στρατεύματος ιδίως από άποψη ηθικού και «...Κατέληγε στο ότι γενική εντύπωση ήταν πως κάθε αντίσταση ήταν μάταιη και ότι ο κίνδυνος να διαλυθούν μονάδες των οποίων οι άνδρες κατάγονταν από κατεχόμενες περιοχές ήταν ορατός. Με άλλα λόγια ζητούσε να επιτραπεί η συνθηκολόγηση του ΤΣΗ. Ο αρχιστράτηγος απάντησε ότι δεν μπορούσε να εγκρίνει μια τέτοια απόφαση τη στιγμή κατά την οποία βρετανικά τμήματα εξακολουθούσαν να βρίσκονται και να πολεμούν στη χώρα. Έπειτα από νέα σύσκεψη όμως αποφασίσθηκε να επιτραπεί στο ΤΣΗ να συνθηκολογήσει σε περίπτωση που θα αναχωρούσε ο βασιλιάς και η κυβέρνηση από την Αθήνα (γεγονός το οποίο συνέβη στις 23 Απριλίου). Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε αμέσως τηλεφωνικά στο ΤΣΗ, που το ίδιο βράδυ εξέδωσε διαταγή προς τα σώματα στρατού επισημαίνοντας την ανάγκη να πραγματοποιηθεί η σύμπτυξη με τάξη και να διατηρηθεί η συνοχή του στρατού. Στις 18 Απριλίου ο αντιστράτηγος Πιτσίκας έστειλε το εξής σήμα στο Γενικό Στρατηγείο και τον πρωθυπουργό : «Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Τα τμήματα της XV εγκαταλείπουν τη Λεγκάριτσα που καλύπτει το αριστερό πλευρό της ομάδας μεραρχιών. Το Α΄ ΣΣ αναφέρει επίσης παρόμοια διαρροή της VIII Μεραρχίας.  XI Μεραρχία που καλύπτει το Μέτσοβο παρουσιάζει διαρροές. Για όνομα του Θεού, σώστε τον στρατό από τους Ιταλούς. Πιτσίκας». (Δημήτριος Γεδεών : Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941, εις περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία - Σειρά Μεγάλες Μάχες, (εκδόσεις Περισκόπιο), σελ. 33). Αυτά λοιπόν συνέβαιναν έως και τις 18 Απριλίου.
Ο στρατηγός Τσολάκογλου, όπως αναφέρει στα «Απομνημονεύματά» του, (Γεωργίου Κ. Τσολάκογλου : Απομνημονεύματα, έκδοσις «Ακροπόλεως», Αθήναι, 1959), του είχε αποσταλεί τα μεσάνυχτα της 19ης προς 20η Απριλίου 1941 τηλεγραφική κρυπτογραφική αναφορά από τον Επιτελάρχη του συνταγματάρχη Αθανάσιο Χρυσοχόου που τον είχε πέμψει στο Γενικό Στρατηγείο στην Αθήνα για ενημέρωση και λήψη εντολών, με το παρακάτω περιεχόμενο εν περιλήψει (Γεωργίου Κ. Τσολάκογλου : ό.π., σελ. 116) : «Η λύσις της καταστάσεως ανάγεται εις την αρμοδιότητα του Τ. Σ. Η. Ο Διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού ίνα αναλάβη πρωτοβουλίαν δέον πρότερον να εξουσιοδοτηθή υπό των λοιπών Σωματαρχών αναθετόντων αυτώ την ενέργειαν, ως έχοντι μέτωπον προς τους Γερμανούς». Με λίγα λόγια, η αρμοδιότητα της «λύσης της καταστάσεως», (την οποία εγώ ερμηνεύω ότι δεν αποκλείει και την «συνθηκολόγηση»), ανήκει στον στρατηγό Ιωάννη Πιτσίκα, Διοικητή του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου (ΤΣΗ), στον οποίο υπάγονταν τα Α΄ Β΄ και Γ΄ Σώματα Στρατού. Παρόλα αυτά, η ευθύνη αυτή αναθέτονταν και στον Τσολάκογλου, εφόσον είχε την έγκριση και των λοιπών Σωματαρχών, την οποία όντως είχε, ενώ, η στάση του στρατηγού Πιτσίκα, στο ζήτημα της «λύσης της καταστάσεως» (εδώ, και της εκδοχής της «συνθηκολόγησης» που ήδη εσυζητείτο), κρίνεται ως επαμφοτερίζουσα, αφού και το ανέλπιδο του αγώνα στο Μέτωπο αναγνώριζε, όπως προκύπτει από άλλα έγγραφα, και τον άμεσο κίνδυνο το σύνολο των Δυνάμεων να αιχμαλωτισθεί, και την ανάγκη να ενεργήσει κατόπιν εντολών από το Γενικό Στρατηγείο υποστήριζε, έστω κι αν έβλεπε ότι αυτές δεν έρχονταν.
Άλλωστε, δικαιούται κάποιος να αναρωτηθεί, πόση αντίθεση και αντίδραση περιέχεται στο παρακάτω τηλεγράφημα του στρατηγού Πιτσίκα που στάλθηκε την ίδια ημέρα (20-4-1941) της συνθηκολόγησης του στρατηγού Τσολάκογλου με τους Γερμανούς, προς τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως (αναφέρεται στον Βασιλιά, δοθέντος ότι ο Αλέξανδρος Κορυζής που είχε αυτοκτονήσει δεν είχε αντικατασταθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή) και το Γενικό Στρατηγείο, στο οποίο, αφού τους ενημέρωνε πως μόλις είχε πληροφορηθεί τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς των στρατηγών Γεωργίου Τσολάκογλου, Παναγιώτη Δεμέστιχα, Γεωργίου Μπάκου και άλλων διοικητών Μεγάλων Μονάδων, καταλήγει : «...Δια λόγους εθνικών συμφερόντων νομίζομεν ότι ζήτημα δέον να αναληφθή υπό Κυβερνήσεως προς επωφελεστέραν ρύθμισιν» (Γεωργίου Κ. Τσολάκογλου : ό.π., σελ. 133). Τι συνάγει κάποιος από την φράση αυτή, αν όχι συμφωνία περί της αναγκαιότητας της συνθηκολόγησης, τουλάχιστον έκκληση αυτή να γίνει από την ίδια την Κυβέρνηση; Τώρα το τι εννοεί «το ζήτημα να αναληφθή υπό Κυβερνήσεως» και ποια «επωφελεστέραν ρύθμισιν» είχε υπόψη του, αυτά, μάλλον τίθενται, όπως εγώ ερμηνεύω τη στάση του, στα πλαίσια της ορθής διαδικασίας που έδει να ακολουθηθεί. Όμως, η ταχύτητα των εξελίξεων, υπερέβαινε την ταχύτητα των διοικητικών διαδικασιών. Εξάλλου το γεγονός, πως ο Αρχιστράτηγος Παπάγος όταν πληροφορήθηκε (από τον στρατηγό Πιτσίκα) τη συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου (και των λοιπών), του ζήτησε να τον απαλλάξει των καθηκόντων του ως Διοικητού του Γ΄ ΣΣ και ο ίδιος (ο Πιτσίκας δηλαδή), να συνεχίσει τον αγώνα, αλλά, «...ο Πιτσίκας όμως βρισκόταν ήδη καθοδόν στην Αθήνα χωρίς να έχει συμμετάσχει στην τελική διαπραγμάτευση οπότε η διαταγή δεν είχε κανένα αντίκτυπο» («Φιλίστωρ» : Ο Γεώργιος Τσολάκογλου και η συνθηκολόγηση με τον Άξονα (19-23 Απριλίου 1941), www.istorikathemata.com), δείχνει τον βαθμό σύγχυσης περί του τι πραγματικά συνέβαινε στο Μέτωπο, αφού ο αρχιστράτηγος στην Αθήνα αγνοούσε πως και ο ίδιος ο επικεφαλής της στρατιάς είχε αναχωρήσει! Ώστε, λοιπόν, η κατάσταση εκεί δεν επέτρεπε ως φαίνεται ούτε μια ώρα παραπάνω παραμονής, για να φτάνει ο Διοικητής της Στρατιάς Ηπείρου να αποχωρεί άρον-άρον από την έδρα του, προφανώς χωρίς εντολή (διαφορετικά, προς τι η εντολή του Αρχιστράτηγου να συνεχίσει τον αγώνα;). Εντύπωση δε προκαλεί και το γεγονός, ότι το Γενικό Στρατηγείο αντιμετωπίζει τη συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου και των λοιπών στρατηγών περίπου ως πειθαρχικό παράπτωμα ώστε να ζητά την απλή αντικατάστασή του, και όχι ως κάτι το πολύ σοβαρότερο, π.χ., προδοσία, ώστε να ζητά την σύλληψή του (και ασφαλώς και των υπολοίπων) και την εν συνεχεία παραπομπή τους σε έκτακτο στρατοδικείο, έστω και αν η σύλληψη δεν θα ήταν πρακτικά εφικτή.
Η Ελληνική Κυβέρνηση και το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο στο ζήτημα της συνθηκολόγησης, ουσιαστικά, κρύβονταν, (η λέξη «κωλυσιεργούσαν», δεν ισχύει εδώ), μη αναλαμβάνοντας την ευθύνη της αντιμετώπισης της τραγικής κατάστασης, αφήνοντας έκθετη και χωρίς κατεύθυνση (πέραν του γενικού και κενού περιεχομένου πλέον συνθήματος της συνέχισης του αγώνα -μέχρις εσχάτων; για λίγο ακόμα;) την στρατιωτική ηγεσία στο Μέτωπο αλλά και το ίδιο το στράτευμα. Πρόκειται για στάση που με δυσκολία μπορεί να περιβληθεί οιουδήποτε τύπου εύσημα, τουλάχιστον ευθύνης, για να μη πω τίποτα άλλο.
Το χειρότερο όλων όμως ήταν, πώς η κατάσταση στην Αθήνα, Κυβέρνησης και Γενικού Στρατηγείου, ανέδυε οσμή αβεβαιότητας περί του πρακτέου, (ίσως δε και πανικού;), που υποδαυλίζονταν από μη αποκρυπτόμενα σχέδια αναχώρησης της Κυβέρνησης και του Βασιλιά πριν ακόμα τη συνθηκολόγηση των στρατηγών του Μετώπου, με ό,τι αυτή η εικόνα και κατάσταση μπορούσε να σημαίνει. Μάλιστα, ο Τσολάκογλου, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι επέλεξε από τις πρώτες κι όλας σελίδες των «Απομνημονευμάτων» του να δώσει στο κλίμα αυτό ηττοπάθειας της Πολιτικής και Στρατιωτικής ηγεσίας των Αθηνών και ένα χαρακτήρα διαχρονικό ούτως ειπείν, χρεώνοντάς την και στην Κυβέρνηση Μεταξά, όταν σημειώνει κάτι που θα το επαναλαμβάνει αρκετές φορές, ότι δηλαδή : «...ο Ελληνικός Στρατός, ο οποίος εστάλη εις το μέτωπον δια να αγωνισθή επί 15-20 ημέρας και να πέση, ΠΑΡΕΤΕΙΝΕ τον πόλεμον προς τιμήν και δόξαν της Ελλάδος και επ’ αγαθώ του συμμαχικού αγώνος επί έξ μήνας...» (Γεωργίου Κ. Τσολάκογλου : Απομνημονεύματα, έκδοσις «Ακροπόλεως», Αθήναι, 1959, σελ. 8) και βεβαίως, να υπενθυμίζει συνεχώς την συμβολή του σ’ αυτή τη σημαντική και κρίσιμη για τον Συμμαχικό Αγώνα παράταση του πολέμου στο Αλβανικό Μέτωπο. 
Μάλιστα, είναι ίσως αναγκαίο εδώ να σημειωθεί, ότι υπήρχαν σκέψεις σε διάφορους κύκλους, με τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο να βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και μα τη γερμανική εισβολή ακόμα αρκετά μακριά, αν έπρεπε να αναληφθούν πρωτοβουλίες προκειμένου να επέμβει η Γερμανία και επιβάλει την ειρήνη. Πολιτικοί αντίπαλοι του Ι. Μεταξά, διαρκούντος του πολέμου, «...προσπαθούσαν μυστικά να πείσουν τους Γερμανούς ότι η δική τους ηγεσία θα εξασφάλιζε μια ουδετερότητα ευνοϊκή προς τον Άξονα... Ανάμεσα σ’ αυτούς τους πολιτικούς ήταν ο δημοκρατικός στρατηγός Πλαστήρας : στα τέλη του 1940 προσφέρθηκε να οργανώσει ένα φιλογερμανικό πραξικόπημα στην Αθήνα· το 1945 ήταν πρωθυπουργός με τους Βρετανούς» (Mark Mazower : Στην Ελλάδα του Χίτλερ, 2η έκδοση, εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 41-42, 412). Για να το πω όπως το αισθάνομαι, η ενέργεια του Πλαστήρα, φέρει όλα τα χαρακτηριστικά όχι του δωσιλογισμού απλά, μα και της καραμπινάτης προδοσίας, αν λάβει υπόψη του κανείς, εξόν από την ενέργεια καθαυτή και το περιεχόμενο της πρότασής του, τη χρονική στιγμή που γίνεται, όταν δηλαδή, ο Ελληνικός Στρατός καταγάγει μεγάλες νίκες στο Αλβανικό Μέτωπο, οι δε Γερμανοί, εκείνη τη περίοδο, περισσότερο προσπαθούν να διαχειριστούν τον θυμό τους από την πολεμική περιπέτεια του Μουσολίνι στην Ελλάδα, την οποία ουδόλως επικροτούσαν και μονάχα σε δεύτερο χρόνο σκέφτονταν την δική τους επέμβαση -επαναλαμβάνω, εκείνη την περίοδο, δηλαδή, πριν το 1941. Ασφαλέστατα, οι τελευταίοι μήνες του 1940 και ο Απρίλης του 1941, δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. Ο ίδιος ο πόλεμος είχε άλλο Μέτωπο το 1940 και άλλο τον Απρίλιο του 1941, και επίσης, άλλοι ήταν οι εμπόλεμοι στην πρώτη και άλλοι στη δεύτερη περίπτωση.
«Υπέρ Πάντων Αγών» : Πατριωτικό Αίτημα ή Σύνθημα Σκοπιμότητας (και ποιάς);
Τα νοήματα και το περιεχόμενο των Αξιών, δεν έχουν πάντα αξιωματικό χαρακτήρα, αλλά νοηματοδοτούνται σε σχέση με κάτι. Τι νόημα είχε ο «Μέχρις Εσχάτων Αγώνας»; Αγώνας, πλέον, γιατί και με ποια εθνική ή στρατιωτική ή ηθική «ύψιστη» σκοπιμότητα για τον διεξαγόμενο πόλεμο, την Πατρίδα και το Λαό της; Ο «Μέχρις Εσχάτων Αγών», στη προκειμένη περίπτωση, φαίνεται πως αγνοούσε, ή ήθελε να παραβλέπει, την οικτρή πραγματικότητα, πως στην ουσία, δεν υπήρχε πλέον στρατός ικανός να αντιμετωπίσει δύο Αυτοκρατορίες και την Βουλγαρία μαζί. «Μέχρις Εσχάτων», δεν σημαίνει ΑΣΚΟΠΗ θυσία ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ σχεδόν του στρατεύματος, ξέχωρα από τις παράπλευρες απώλειες στον άμαχο πληθυσμό.  Είναι άλλο πράγμα η πραγματική στον πόλεμο κατάσταση κατά την οποία η επίτευξη ενός ευρύτερα για την τύχη του ίδιου του πολέμου σημαντικού στόχου επιβάλλει ενίοτε «αποστολές αυτοκτονίας» και την πραγματική, κυριολεκτική αυτοθυσία, όμως, αυτό, αφορά μικρές μονάδες (συγκρινόμενες ως μέγεθος με το μέγεθος του συνολικού στρατεύματος) όταν δεν πρόκειται για εξατομικευμένες αποστολές και ασφαλώς δεν αποτελεί την καθημερινή πολεμική πραγματικότητα. Δεν σημαίνει αυτοκτονία. Όμως όταν αυτός ο τίμιος Αγώνας έχει ήδη κριθεί, τότε, διαχειρίζεσαι πλέον εκτός από την επόμενη μέρα και εκείνη τη στιγμή, ώστε το «τέλος» να μη μετατραπεί σε στάχτη, αν αυτό μπορεί να αποφευχθεί. Και όπως σημειώσαμε ήδη, να μην μετατραπεί και σε όνειδος εάν εκτός των άλλων, έχει χαθεί και το μέτρο της πειθαρχίας σε ανησυχητικό βαθμό στο στράτευμα. Μετατρέπεται πια σε  «Μέχρις Εσχάτων Αγώνα για την Απελευθέρωση της Πατρίδας», σημαίνει «Καμία Αναγνώριση της Ήττας και τη Κατοχής ως Τετελεσμένων», σημαίνει «Συνέχιση του Αγώνα από κάθε διαθέσιμο Μετερίζι».
Εξάλλου, το «Μέχρις Εσχάτων», δεν μπορεί παρά να αφορά τους πάντες. Και αυτούς που τον διατάσσουν, μάλιστα δε, κυρίως αυτούς. Εδώ όμως οι σπεύδουσες ελίτ του τόπου να εγκαταλείψουν τη Χώρα, παρουσίαζαν σε ορισμένες περιπτώσεις εικόνα απογοητευτική, ήκιστα κολακευτική. Ο ναύαρχος Αλέξανδρος Σακελλαρίου, αναφέρει : ««(…)άπαντες οι υπουργοί, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος και μερικοί κρατικοί επίσημοι και μη λειτουργοί, οι πλείστοι με τας οικογενείας των- γυναίκες, τέκνα, πενθερές, κουβερνάντες- και τας αποσκευάς των- μπαούλα, βαλίτσες και τουαλέτες, τσάντες με ρουχισμό, μερικοί με παιχνίδια των παιδιών των και κάποιοι με τα χρυσαφικά των. Ο Βασιλεύς και ο κ. Τσουδερός ανεχώρησαν αεροπορικώς περί τα ξημερώματα της 23ης Απριλίου, αφού αφήκαν και από μίαν προκήρυξιν προς τον Λαόν διά να του εξηγήσουν την προς την Κρήτην απομάκρυσίν των. Φαίνεται όμως ότι η θέα τοσούτον ασυνηθίστου διά πολεμικά πλοία φορτίου, και δη εν καιρώ πολέμου, εξηρέθισε τα πληρώματα εις τοιούτον βαθμόν, ώστε εις την Σούδαν εξεδηλώθη μικρά στάσις επί του «Βασίλισσα Όλγα», του προσωπικού απαιτήσαντος να μην επιβή κανείς πλέον. Αντιλαμβάνεται ο καθείς την ψυχολογία όλων αυτών των αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών που κανένας τους δεν εγνώριζε πού και πώς άφηναν τα σπίτια τους, όταν έβλεπαν ότι υπήρχαν προνομιούχοι Έλληνες και Ελληνίδες ή Ελληνόπουλα που μπορούσαν ανέτως να μεταφέρονται με τα πολύτιμα των υπαρχόντων των προς άλλας ασφαλείς κατευθύνσεις μέχρις ότου παρέλθει η συμφορά ή όταν έβλεπαν ότι η οικογένεια του Πρωθυπουργού της Ελλάδος συνωδεύετο και από το απαραίτητο σκυλάκι της, χωρίς τη συντροφιά του οποίου φαίνεται ότι δεν ήτο δυνατόν να σωθεί η Ελλάς»…» ενώ ο έφεδρος πλοίαρχος Ν. Δ. Πετρόπουλος δίνει την παρακάτω περιγραφή : «Μου έκανε εντύπωσι και ένα άλλο θέαμα, που με επηρέασε κατά κάποιο ποσοστό για να μη φύγω από την Ελλάδα: Μεταξύ των Ελλήνων ιδιωτών επιβατών ήταν κι ένα ζευγάρι - όχι πρώτης νεότητος- που το συνόδευε η μητέρα της συζύγου. Η ηλικιωμένη πεθερά κρατούσε ένα βαλιτσάκι που, όπως επρόδιδαν οι μεταξύ των τριών τους κουβέντες, περιείχε τα τιμαλφή της οικογενείας. Χωρίς να θέλω με κατέλαβε αηδία από το γεγονός, ότι δε διαθέταμε τα πλοία για να σώσουμε έστω και λίγους στρατιώτες μας από τις χιτλερικές ορδές, αλλά καταλαμβανόταν η πολύτιμη χωρητικότης για να δοθεί ευκαιρία στα μπιζού και στα εξαντλημένα σαρκία της ευπόρου οικογενείας... να... συνεχίσουν και εκτός της Ελλάδος τον αγώνα κατά του κατακτητού!».» (και οι δύο παραπάνω περιγραφές σε διάφορες πηγές του διαδικτύου).
Συνθηκολόγηση Τσολάκογλου (και λοιπών μετ’ αυτού) - Πράξη (θεωρούμενη «καθαυτή») Ανυστερόβουλη, Εθνικά Επιβεβλημένη και Άξια Επαίνου ή το Αντίθετο;
O στρατηγός Τσολάκογλου, ήταν ο μόνος εκ των τριών Κατοχικών «Πρωθυπουργών» που καταδικάστηκε σε θάνατο, και τούτο, όχι λόγω της «συνεργασίας με τον εχθρό», μα λόγω της συνθηκολόγησης μαζί του.
Διαβάζοντας και κυρίως ερμηνεύοντας όσο μπορώ τα γεγονότα εκείνου του Απρίλη του 1941, και ιδίως την περίοδο της Μεγάλης Εβδομάδας κατά τη διάρκεια της οποίας παίχτηκε και το τελευταίο επεισόδιο του ελληνικού δράματος στην ηπειρωτική Ελλάδα, (ο Αγώνας θα συνεχιστεί επί δίμηνο περίπου στη Κρήτη, όπου θα γραφτεί ένα άλλο έπος), τόσο λιγότερο μπορώ να βρω κάποιες απαντήσεις στο ερώτημα αν η συνθηκολόγηση που τελικώς έκαναν οι στρατηγοί του Μετώπου, με επί κεφαλής τον Γ. Τσολάκογλου, ήταν «προδοτική» κίνηση ή όχι, τείνοντας πάντως προς το πρώτο. Η συνθηκολόγηση, ναι ήταν επιβεβλημένη. Όμως οι προθέσεις των συνθηκολογησάντων στρατηγών, δεν πείθουν, και πάντως δεν με πείθουν ότι ενήργησαν με καθαρό πατριωτισμό. Και τούτο διότι στην δική μου ερμηνεία των πραγμάτων, μετρά περισσότερο κάθε άλλου γεγονότος, η απόφαση συνεργασίας με τον εχθρό, και στα πλαίσια αυτής μου της πεποίθησης, δεν με πείθε καθόλου η απαλλαγή όχι μόνο του Γ. Τσολάκογλου αλλά και των λοιπών Κατοχικών «Πρωθυπουργών» από την κατηγορία της «προδοσίας» όπως απεφάνθη το Δικαστήριο των Δωσιλόγων που τους δίκασε, στην απόφαση του οποίου διατυπώνεται η άποψη ότι οι τρείς Κατοχικοί «πρωθυπουργοί» που δικάζονταν ενώπιόν του, «...δεν προέκυψε... εκ της αποδεικτικής διαδικασίας ότι... είχον πρόθεσιν προδοσίας της πατρίδος δι’ υποβοηθήσεως του εχθρού προς προσβολήν της αυτονομίας ή της ακεραιότητος της χώρας...» (Δημοσθένη Κούκουνα : Στρατηγός Τσολάκογλου - Η πρώτη κατοχική κυβέρνηση του στρατηγού Τσολάκογλου, εις : http://aera2012.blogspot. gr).
Όμως, η συνεργασία (και όχι η συνθηκολόγηση, υπό τις συνθήκες που περιγράψαμε) με τον εχθρό από τη θέση του (Κατοχικού) «Πρωθυπουργού» του Γ. Τσολάκογλου, σχεδόν ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ με τη συνθηκολόγηση, συντελεί αναμφίβολα στην υποβοήθηση της «προσβολής της αυτονομίας και της ακεραιότητας της χώρας» με την επακολουθήσασα Τριπλή Κατοχή, αφού και μόνο ο όρος «Τριπλή Κατοχή», προεξοφλούσε τον διαμελισμό, αλλά και την αποδοχή του διαμελισμού αυτού ως πραγματικότητας διαρκούσης της Κατοχής -μια υπογράμμιση δοθέντος ότι οι τρείς Κατοχικοί «Πρωθυπουργοί» πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι, εκτός των άλλων, διασφάλισαν την εδαφική ακεραιότητα του Κράτους. Ο στρατηγός Γ. Τσολάκογλου και ασφαλώς και οι υπόλοιποι δύο Σωματάρχες (οι στρατηγοί Παναγιώτης Δεμέστιχας και Γεώργιος Μπάκος, και οι δύο μέλη της πρώτης Κατοχικής «Κυβέρνησης» Τσολάκογλου) ενώ πράγματι, θα μπορούσαν να επικαλεσθούν υπέρ αυτών την επίδειξη πρωτοβουλίας που εξυπηρετούσε το εθνικό συμφέρον με την αποτροπή της αιχμαλωσίας του συνόλου του Στρατεύματος του Μετώπου και την ουσιαστική ακυβερνησία της Χώρας τις στιγμές εκείνες και συνεπώς το έντιμον της συνθηκολόγησης και ότι πράγματι αυτό το πέτυχαν, και ενώ, μέχρι εκείνη, αλλά μονάχα μέχρι εκείνη τη «στιγμή», και κυριολεκτώ με τη λέξη «στιγμή», είχαν με το μέρος τους την αναγνώριση ότι επιτέλεσαν το καθήκον τους στον Πόλεμο, ώστε να μην πέφτει επάνω τους η μομφή της προδοτικής συνεργασίας με τον εχθρό, εν τούτοις, το γεγονός, ότι ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ, συνομιλούσαν, εκείνες τις ώρες της συνθηκολόγησης, και για την ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ συνεργασία τους με τον εχθρό, και μάλιστα, συγκροτώντας μετ’ ολίγον Κατοχική «Κυβέρνηση», στη δική μου τουλάχιστον ερμηνεία των πραγμάτων, δεν μου δίνει κανένα έρεισμα ώστε να ξεχωρίσω τις δύο πράξεις, διότι, ουσιαστικά, διαμορφώνονταν ως τέτοιες, όχι αργότερα, αλλά ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ, την ίδια στιγμή που τίθεται η υπογραφή της συνθηκολόγησης, τίθεται και η υπογραφή της συνεργασίας. Πράγματι μέχρι τη «στιγμή» της συνθηκολόγησης, με βάση τον τότε ισχύοντα Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα (ΑΝ 2803/1941 [ΦΕΚ 49/21-2-1941]) και ασφαλώς με την δική μου ανάγνωση των πραγμάτων, δεν διαγιγνώσκεται κάποια παράβαση των Κεφαλαίων που περιγράφονται ως «Στρατιωτικά εγκλήματα» και ιδίως το Κεφαλαίου Α’ «Εγκλήματα κατά της πίστεως προς την χώραν» και ειδικότερα τα άρθρα 26 «Προδοσία της χώρας», 27 «Παράδοσις εμπιστευθείσης θέσεως» και 28 «Συνθηκολόγησις εν ανοικτώ τόπω». Ας σημειωθεί πως στους συνθηκολογήσαντες στρατηγούς αποδόθηκε η κατηγορία του άρθρου 28 παραπάνω από το Δικαστήριο που τους δίκασε μετά την Απελευθέρωση. Τι σημαίνει «εν ανοικτώ τόπω»; Ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις που μάχονταν στο συγκεκριμένο Μέτωπο, αντικειμενικά εξεταζόμενες, μπορούσαν ακόμα να επιτελέσουν την αποστολή τους; Όμως επ’ αυτού απαντήσαμε ήδη ώστε να μην επανέλθουμε.
Δεν είμαι καθόλου βέβαιος πως το ζήτημα της συνθηκολόγησης θα προσεγγίζονταν με τον ίδιο τρόπο, ακόμα και από εκείνους που απορρίπτουν άνευ ετέρου την ενέργεια αυτή, αν οι συνθηκολογήσαντες έμεναν μόνο στην υπογραφή της συνθηκολόγησης και αποποιούνταν «την τιμή» τής εν ονόματι «του εθνικού συμφέροντος»  συνεργασίας με τον εχθρό από τη θέση της Κατοχικής «κυβέρνησης», (προκειμένου να «αποφευχθούν τα χειρότερα για τον Λαό», μια κοινή επίκληση και ενίοτε τόσο περισσότερο επικαλούμενη εκ μέρους όλων όσων έχουν προδώσει ή γενικότερα βλάψει την Πατρίδα τους, όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος της προδοσίας τους ή της ζημίας που προξένησα στη Χώρα τους). Από τη στιγμή της συμφωνίας να συνεργαστούν με τον εχθρό, πλέον δεν υπήρχε γυρισμός : θα ήταν, όπως πράγματι συνέβη, καταδικασμένοι, να επιχειρηματολογούν συνεχώς και πιο πολύ υπέρ της απόφασής τους, προκειμένου να αντικρούουν την κατηγορία της προδοσίας, που γνώριζαν πολύ καλά ότι θα τους ακολουθούσε, όπως γνώριζαν πολύ καλά τις συνέπειες που θα είχε η απόφαση τους για τους ίδιους τουλάχιστον, εφόσον ο Άξονας ηττάτο. Και είναι κωμικό να διαβάζει κανείς στα «Απομνημονεύματα» των ίδιων των Κατοχικών «πρωθυπουργών» και σε άλλα δημοσιεύματα που τους υποστηρίζουν, ότι οι επί κεφαλής αυτών των «κυβερνήσεων» αγωνίζονταν και για τη νίκη των Συμμάχων, δηλαδή, δεν έβλεπαν την ώρα πότε θα λογοδοτούσαν, ωσάν να ήσαν βέβαιοι πως δεν θα λογοδοτούσαν για εγκλήματα αλλά για πράξεις για τις οποίες ο λαός και οι Σύμμαχοι θα τους απένειμαν και πατριωτικά εύσημα!
Τόσο ο ίδιος ο στρατηγός Τσολάκογλου όσο και όσοι τον ακολούθησαν στην πορεία του αυτή, της συνεργασίας πια με τον εχθρό, εστράφησαν ευθέως εναντίον του εθνικού συμφέροντος, υπονόμευσαν το ηθικό το λαού, ενίσχυσαν την ηττοπάθεια στο μέτρο που το πέτυχαν και στράφηκαν κατά του Αντιστασιακού και Συμμαχικού Αγώνα, πέραν του γεγονότος ότι αυτή καθαυτή η τέτοια συνεργασία, αποτελεί προδοσία κατά της Χώρας, της Πατρίδας. Υπηρεσία θα πρόσφεραν αν ανέβαιναν στο Βουνό, αν εντάσσονταν στις Δυνάμεις των Συμμάχων στα ανοικτά Μέτωπα στο εξωτερικό, ή αν, έστω, ιδιώτευαν χωρίς καμία δράση αλλά και χωρίς καμία υποστήριξη στον Κατακτητή, ούτε ενεργητική, ούτε παθητική, όπως παθητική ήταν η στάση σχεδόν του συνόλου του πολιτικού κόσμου που παρέμεινε στην Ελλάδα, αν και είναι πολύ συζητήσιμο ειδικά για τους τελευταίους, αν η σιωπή τους είχε ουδέτερη επίδραση στο Λαό, ή αν δεν εθεωρείτο ως ένα μήνυμα αποδοχής της Κατοχής ως τετελεσμένου γεγονότος, μη αντιμετωπίσιμου, άρα, μια στάση εν τέλει «ενεργητική» και εξαιρετικά θετική για την Κατοχική Δύναμη. Εδώ, ισχύει αυτό που είχε πει ο Martin Luther King (Έχω ένα όνειρο, εκδ. Βιβλία του Κόσμου, 1996, σελ. 220) : «Έρχεται κάποια στιγμή που η σιωπή είναι προδοσία»…
Ούτε θα συμφωνήσω απόλυτα με όσα αναφέρει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος : «…Οι δυνάμεις κατοχής είχαν εγκαταστήσει μια «κυβέρνηση» που την απάρτισαν μερικοί Έλληνες στρατηγοί, που είχαν κάμει το πατριωτικό καθήκον τους στο Ελληνοϊταλικό Μέτωπο, αλλά που πίστεψαν ότι –αφού έπεσε η χώρα στα χέρια του εχθρού- έπρεπε να υποταχθούν στη μοίρα, και από ηγήτορες ενός υπερήφανου και νικηφόρου στρατού να μεταβληθούν σε φύλακες των ερειπίων της πατρίδας τους. Ήταν μια βαριά πλάνη που δεν την συμμερίσθηκε ο ελληνικός λαός. Τα ερείπια ήταν πράγματι πολλά, αλλά η ψυχή των Ελλήνων στάθηκε όρθια και ακλόνητη επάνω από τα ερείπια. «Όποιος πατάει επάνω στη δυστυχία του στέκεται ψηλότερα», έγραψε ο Υπερίων του Χαίλντερλιν στη Διοτίμα από την Πελοπόννησο, μετά την τραγική έκβαση του επαναστατικού κινήματος των Ελλήνων το 1770. Ό,τι σκέφθηκε τότε ο Υπερίων τα σκέφθηκαν σχεδόν όλοι οι Έλληνες το 1941.» (Χάγκεν Φλάϊσερ : Στέμμα και Σβάστικα, Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2009, Τόμος Α΄, σελ. 28). Βρίσκω ότι ο Π. Κανελλόπουλος είναι πολύ επιεικής σε ό,τι αφορά τα κίνητρα των στρατηγών που από ηγήτορες –αυτό είναι αλήθεια- ενός νικηφόρου στρατεύματος, κατέληξαν συνεργάτες των Δυνάμεων Κατοχής της χώρας τους. Η μομφή της «βαριάς πλάνης», που του αποδίδει, ουσιαστικά αποτελεί αθωωτική εκ μέρους του απόφαση. «Βαριά πλάνη» να σχηματίζεις Κατοχική «κυβέρνηση», στην υπηρεσία του εχθρού; Μα αν κανείς δεν μπορεί να διακρίνει το περιεχόμενο και την σημασία της ενέργειας αυτής και να διακρίνει σε μια πράξη του την «πλάνη» από το καθαρό «έγκλημα», θα πρέπει διπλά να αναρωτηθούμε σε χέρια ποιών βρίσκονταν η ηγεσία του στρατεύματος όλη την προηγηθείσα περίοδο. Ασφαλώς όμως και δεν πρόκειται περί «βαριάς πλάνης».
Ο Γ. Τσολάκογλου, από την άλλη, θέτει το ερώτημα στα «Απομνημονεύματά» του (ό.π., σελ. 168-169) : «Ήτο δυνατόν από της μιάς ώρας εις την άλλην να μεταβληθώμεν από πατριώτας εις προδότας»;
Ειλικρινώς δεν γνωρίζω πόσο χρονικό διάστημα απαιτείται να διαβείς το ποτάμι που χωρίζει την όχθη του Πατριωτισμού από εκείνη της Προδοσίας. Εκείνο όμως που γνωρίζω, είναι πως έρχονται στιγμές κατά τις οποίες ο ιστορικός χρόνος συμπιέζεται δραματικά, στιγμές κατά τις οποίες αποφάσεις που υπό «ομαλές» συνθήκες θα «ωρίμαζαν» σε διάστημα ημερών ή και μηνών, πρέπει να ληφθούν μέσα σε λίγες ώρες. Όχι! προσωπικά, δεν μπορώ να βρω κάτι που θα ήταν δυνατό να χρεωθεί ως «προδιάθεση» προς τη προδοσία του Γ. Τσολάκογλου που να προκύπτει από την προηγούμενη δράση του, όπως και δεν μπορώ να βρω ένα επιχείρημα που να είναι εναντίον της προδοσίας που εν τέλει συντελέστηκε συνεργαζόμενος με τον εχθρό. Σε αντίθεση ας πούμε με τον Κ. Λογοθετόπουλο, του οποίου η κίνηση να επισκεφτεί τον Γερμανό πρέσβη σχεδόν αμέσως μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων την Αθήνα, αναδεικνύει, κατά την κρίση μου, όχι τον μη αποκρυπτόμενο και, άλλωστε, προϋπάρχοντα της εισβολής φιλογερμανισμό του, μα και την ιδεολογική του συμπόρευση με το Ναζιστικό Καθεστώς του Τρίτου Ράϊχ, σε βαθμό που υπερκάλυπτε, στη δική μου ερμηνεία πραγμάτων, τα όποια πατριωτικά του αισθήματα, και που τον οδήγησε και στην προδοτική του συνεργασία με τον Κατακτητή, όχι όμως «νομοτελειακά», διότι η ιδεολογική συμπόρευση με τον εχθρό, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και την θυσία του πατριωτισμού (όταν και σε όσο βαθμό υπάρχει) στο βωμό της ιδεολογικής αυτής συμπόρευσης. Αυτό μπορεί κανείς να το εντοπίσει ως γεγονός εύκολα σε πολλές ιστορικές περιστάσεις. Π.χ., ο Ι. Μεταξάς, ιδεολογικά συγγενής με το Φασιστικό Καθεστώς της Ιταλίας την περίοδο που εδώ μας απασχολεί, δεν τον οδήγησε «νομοτελειακά» στην προδοσία της Πατρίδας του, όταν του ζητήθηκε η παράδοσή της από μια ξένη κυβέρνηση ιδεολογικά συγγενή του.
Ο δωσιλογισμός όσων συνεργάστηκαν με τον Κατακτητή, και ιδίως εκείνων που συνεργάστηκαν μαζί του στο ανώτατο δυνατό επίπεδο, εκείνο δηλαδή των Κατοχικών Κυβερνήσεων, περισσότερο από κάθε τι άλλο, έγκειται στο ότι διέπραξαν το έγκλημα της παράδοσης της Ιστορίας, του Πολιτισμού και της Ψυχής αυτού του έθνους, σε εγκληματικές συμμορίες που εκείνη τη στιγμή κυβερνούσαν δύο Αυτοκρατορίες : τη Γερμανική και την Ιταλική. Επίσης, εργάστηκαν μαζί με τον Κατακτητή, να εγκαθιδρύσουν στην Κατεχόμενη Ελλάδα, την ηττοπάθεια και αποδοχή της ήττας στον πόλεμο ως μη αναστρέψιμης κατάστασης των πραγμάτων. Έχω γράψει στο παρελθόν επ’ αυτού σε άλλα άρθρα μου, όμως εδώ, ας αρκεστώ σε κάτι που είχε γράψει ο George Orwell (Το λιοντάρι και ο μονόκερος, εκδ. Εξάντας - Νήματα, Αθήνα, 2003, σελ. 120) : «Η διαφορά ανάμεσα στο να πέσεις πολεμώντας και να παραδοθείς χωρίς να πολεμήσεις δεν είναι θέμα «τιμής» και μεγαλοστομιών σχολικής γιορτής. Κάθε άλλο. Ο Χίτλερ είπε κάποτε ότι η αποδοχή της ήττας σκοτώνει την ψυχή ενός έθνους. Τούτο ακούγεται σαπουνόφουσκα, αλλά είναι απόλυτα αληθές. Η ήττα του 1870 δεν ελάττωσε την παγκόσμια επιρροή της Γαλλίας. Η Τρίτη Δημοκρατία ασκούσε, πνευματικά, μεγαλύτερη επιρροή από τη Γαλλία του Ναπολέοντα Γ΄. Αλλά το είδος της ειρήνης που αποδέχτηκαν ο Πετέν, ο Λαβάλ και οι όμοιοί τους μπορεί να αποκτηθεί μόνο με τη διαγραφή του εθνικού πολιτισμού. Η κυβέρνηση του Βισί δεν μπορεί να απολαύσει την κάλιπική της ανεξαρτησία μόνο με τον όρο ότι θα εξαλείψει τα διακριτικά χαρακτηριστικά της γαλλικής κουλτούρας : το δημοκρατισμό, τον κοσμικισμό, το σεβασμό για το σκεπτόμενο άνθρωπο, την απουσία ρατσιστικών προκαταλήψεων. Αν κάνουμε εγκαίρως την επανάστασή μας, δεν θα ηττηθούμε ποτέ ολοκληρωτικά. Μπορεί να δούμε τα γερμανικά στρατεύματα να παρελαύνουν μπροστά  στο Γουάιτχολ, αλλά θα έχει ήδη αρχίσει μια άλλη διαδικασία που στο τέλος θα αποδειχτεί μοιραία για το γερμανικό όνειρο εξουσίας…».
Αυτά που λέει για τη Γαλλία και τον Πετέν, ισχύουν απόλυτα και για τους Έλληνες δωσιλόγους, κυρίως δε του δωσίλογους «Κυβερνήτες» της Κατοχής.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)