Η «Καθαρή» «Έξοδος» από τα Μνημόνια με τα μάτια του Μυωπικού Μνημονιακού Πολιτικού Προσωπικού

Βασίλης Δημ. Χασιώτης 

Δεν μπορείς, και εν πάση περιπτώσει, δεν είναι και «πρέπον» να στερείς κάποιον από το παραμύθι του, μέσα στο οποίο βρίσκει μια αίσθηση καταφυγής από τα δεινά που ταλανίζουν τη ψυχή του. Όμως σε αντίθεση με τα «κανονικά», τα «παιδαγωγικά» δηλαδή παραμύθια, που σκοπό έχουν, ανάμεσα σε άλλα, να φέρουν σε επαφή τα παιδιά, όχι με την πραγματικότητα όπως την αντιλαμβάνονται οι μεγάλοι, αλλά κυρίως με την θεμελιώδη αξία, την θεμελιώδη ιδέα της διεξόδου από τις αρπάγες της Αθλιότητας και της «τελικής» επικράτησης των «Δυνάμεων του Καλού» έναντι του «Δυνάμεων του Κακού», πράγμα που επιφέρει την «κάθαρση» από την αγωνία που καταλαμβάνει την ψυχή του μικρού παιδιού, όταν, πριν το «ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» ασφαλώς και η αθώα του ψυχή αγωνιά μη τυχόν και οι «κακοί» επικρατήσουν. Πού φοβούμαι, όμως, πως το «παραμύθι» της «καθαρής» «εξόδου» από τα Μνημόνια, δεν είναι παρά μια καθαρή ψευδαίσθηση, ούτε καν δηλαδή, «παραμύθι», έστω και υπό τον τύπο ενός φανταστικού αφηγήματος μεν, παιδαγωγικού δε.

Διότι η προπαγανδιζόμενη «καθαρή» «έξοδος» από τα Μνημόνια, ούτε «έξοδος» είναι, ούτε «καθαρή», ακόμα και αν γίνονταν με αποκλειστικό κριτήριο τον δανεισμό της Χώρας από τις αγορές - αυτό είναι το πρώτο  κριτήριο που προβάλλεται-, και με την απουσία «ασφυκτικής εποπτείας» και λήψης «σκληρών μέτρων» -αυτό είναι το δεύτερο κριτήριο του.......
σχετικού αφηγήματος.

Βέβαια, στο αφήγημα αυτό, ασφαλώς όχι χωρίς πρόθεση η από αμέλεια, «λησμονείται» πως έχοντας οκτώ τώρα χρόνια δώσει τα πάντα στους δανειστές μας -αναφέρομαι στα χρυσαφικά και ασημικά της Χώρας- και έχοντας αποδεχτεί το σύνολο των όρων τους οι οποίοι χρονικά θα μας δεσμεύουν, άλλοι μεν εξ αυτών ως το 2060, άλλοι δε έως το 2114, και με το δεδομένο, ότι οι περιβόητες «αγορές» που θα μας δανείζουν δεν θα είναι άλλες από μια χούφτα μεγάλων διεθνών τραπεζών και funds που βρίσκονται σε ευθεία και ανοικτή γραμμή επικοινωνίας μα τα Κύρια Κέντρα Αποφάσεων στο Βερολίνο και Παρίσι σε ό,τι αφορά την Ευρώπη και την Ουάσιγκτον σε ό,τι αφορά της ΗΠΑ, ασφαλώς και αυτές οι αγορές, θα αποτελούν τον νέο μοχλό άτυπης πλην ουσιαστικής εποπτείας, που θα θέτουν όρους δανεισμού όχι μόνο συμφέροντες γι’ αυτές (τις αγορές δηλαδή) μα και θα εξασφαλίζουν ότι δεν θα χαλαρώσουν και οι όροι «βιωσιμότητας» της οικονομίας της Χώρας, μιας «βιωσιμότητας», όπως αυτή «έχει διασφαλιστεί» μέσω των Μνημονίων, για την πιστή εφαρμογή των οποίων και μόνο, η Ελλάδα «ανταμείβεται» με την «έξοδό» της στις αγορές.

Συνεπώς, όπως ειπώθηκε, ακόμα και στην περίπτωση μιας πραγματικής «εξόδου», σε καμιά περίπτωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί «καθαρή», αφού αφήνει ως «παρακαταθήκη» το σύνολο των Μνημονιακών Νόμων, δηλαδή, τις χιλιάδες των εφαρμοστικών μέτρων που έχουν ψηφιστεί με τα τέσσερα μνημόνια και με το PSI, που δεν μπορούν να αγγιχθούν καν χωρίς αυτό να προκαλέσει την «ανησυχία» των αγορών, οι οποίες θα υπενθυμίζουν συνεχώς στις κυβερνήσεις που θα έχουν την ευθύνη της διατήρησης της «βιωσιμότητας» της οικονομίας μας την αποστολή τους να μην αποκλίνουν από τις Μνημονιακές πολιτικές χάρη στις οποίες και οι «αγορές» εκφράζουν την «εμπιστοσύνη» τους στην «ελληνική οικονομία».

Έτσι λοιπόν, η Χώρα ατενίζει την «καθαρή»  της «έξοδο» στις αγορές, από μια πολύ ενδιαφέρουσα θέση : με όλους τους μνημονιακούς νόμους στη θέση τους όπως ήδη προαναφέρθηκε, με την ιδιωτική και δημόσια οικονομία κατεστραμμένη, με το κοινωνικό κράτος κατακρεουργημένο, με το Σύνταγμα της Χώρας να έχει καταστεί κυριολεκτικά κουρελόχαρτο και τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης να μην εκτελούνται, με τα διασωθέντα «φιλέτα» της δημόσιας και ιδιωτικής οικονομίας να έχουν μεταβιβαστεί ήδη ή είναι προγραμματισμένο να μεταβιβαστούν στα χέρια -ακόμα πιο λίγων -και, ως φαίνεται, κατά την πλειοψηφία τους ξένων- συμφερόντων, με μισό εκατομμύριο νέους -στη πλειοψηφία τους από τοπ επιστημονικό δυναμικό- να έχουν πάρει το δρόμο της εξωτερικής μετανάστευσης, με την ανεργία να «τιθασεύεται» μοιράζοντας υπάρχουσες θέσεις εργασίας μεταξύ περισσότερων εργαζόμενων στους οποίους διανέμεται ουσιαστικά το κόστος του ενός μισθωτού «πλήρους απασχόλησης» και με άλλα τέτοια ταχυδακτυλουργικά.

Πρόκειται για «καθαρή έξοδο» που μονάχα «καθαρή» δεν είναι, και ούτε και «έξοδο» συνιστά η προσφυγή μας στις αγορές. Πολύ δε περισσότερο, διότι δεν επεξηγείται και κάτι πολύ σημαντικό : «Για ποιο πράγμα ακριβώς πανηγυρίζουμε όταν επαγγελλόμαστε την έξοδο της Χώρας στις αγορές»; Μήπως διότι θα δανειστούμε για να ενισχύσουμε την «οικονομική ανάπτυξή της», ή απλά θα δανειζόμαστε από τις αγορές για να πληρώνουμε κυρίως τοκοχρεολύσια του δημόσιου χρέους, και ό,τι θα απομένει για χρηματοδότηση της «ανάπτυξης» αυτή θα πηγαίνει σε «ασφαλείς» και «κρίσιμες» επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι οποίες -κατά διαβολική σύμπτωση- στο συντριπτικό τους ποσοστό ανήκουν στην μεγάλη επιχειρηματική δραστηριότητα με προνομιακή σειρά κατάταξης και ως προς τα δύο αυτά κριτήρια εκείνη που ανήκει σε ξένους επενδυτές