Πώς οι επιθυμίες αποκαλύπτουν την απατηλή φύση του ψυχολογικού εαυτού

Από την αρχαιότητα κιόλας είχε επισημανθεί από αρκετούς δασκάλους αυτογνωσίας ότι οι επιθυμίες ευθύνονται για τη δυστυχία του ανθρώπου. Χωρίς επιθυμίες τα σώματα λειτουργούν φυσιολογικά και δεν υπάρχει αντίσταση εκ μέρους του νου απέναντι στην πραγματικότητα...


Οι επιθυμίες εκφράζονται με σκέψεις του τύπου "θέλω να γίνει αυτό", "θέλω τα πράγματα να εξελιχθούν έτσι", "θα ήθελα να μην είχε γίνει αυτό που έγινε", "θέλω να πετύχω", "θέλω να γίνω", "θέλω να αποκτήσω", κ.τ.λ. Ακόμα και τα "δεν θέλω" αποτελούν επιθυμίες που θα μπορούσαν να εκφραστούν ως "θέλω να μην..." ("θέλω να μη γίνει αυτό ή το άλλο, θέλω να μην εξελιχθούν έτσι τα πράγματα", κ.ο.κ).

Όταν λέμε στην καθημερινότητά μας "εγώ κάνω, εγώ βλέπω, εγώ ακούω, εγώ περπατάω, εγώ μιλάω, εγώ αναπνέω, εγώ τρώω", το "εγώ" σε όλες αυτές τις περιπτώσεις αντιστοιχεί στο σώμα. Το σώμα είναι αυτό που κάνει, βλέπει, ακούει, περπατάει, κ.τ.λ.

Όταν όμως λέμε "εγώ θέλω να εξελιχθεί έτσι μια κατάσταση", τι ακριβώς εκφράζει αυτό το "εγώ"; Πού είναι το εγώ που επιθυμεί κάτι τέτοιο; Είναι το σώμα; Μπορεί το σώμα να επιθυμεί κάτι; Αν εμφανιστεί μια σκέψη του τύπου "εγώ θέλω να φάω", αυτή η σκέψη εκφράζει το σώμα, αλλά τότε μιλάμε για ανάγκες και όχι για επιθυμίες. Οι σκέψεις αντίστασης απέναντι στην πραγματικότητα δεν έρχονται από το σώμα -τα χέρια, τα πόδια, το δέρμα, τα κόκαλα, τα όργανα-, ακόμα και ο εγκέφαλος δεν έχει την ικανότητα να αντισταθεί απέναντι στην πραγματικότητα. Ο εγκέφαλος κάνει πολλά πράγματα, επιτελεί διάφορες διεργασίες, επεξεργάζεται δεδομένα που δέχεται από τις αισθήσεις, αλλά οι νευρώνες δεν έχουν την ικανότητα να επιθυμούν. Όπως επίσης και οι σκέψεις δεν έχουν την ικανότητα να επιθυμούν.

Οι σκέψεις αποτελούν ερμηνείες, υποθέσεις, συμπεράσματα, αναμνήσεις, πεποιθήσεις, αλλά μία σκέψη δεν μπορεί να θέλει κάτι. Π.χ. η σκέψη "ωραία μέρα σήμερα" δεν μπορεί να θέλει κάτι. Η σκέψη "αύριο πρέπει να κάνω αυτή τη δουλειά" δεν μπορεί να θέλει κάτι. Τι είναι αυτό λοιπόν που επιθυμεί κάτι διαφορετικό από αυτό που ήδη "είναι";

Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η ίδια η σκέψη που αποτελείται από τις λέξεις "εγώ θέλω κάτι", δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει ένα άτομο, ένας εαυτός, ένα πρόσωπο ή ένας χαρακτήρας, που θέλει κάτι. Βιωματικά όμως, δεν μπορεί να εντοπιστεί αυτό το άτομο ή ο εαυτός. Σε όλη μας τη ζωή αναγνωρίζεται μόνο ένα σώμα που λειτουργεί και κάνει διάφορα πράγματα. Το "εγώ θέλω" δεν εκφράζει ούτε το σώμα, ούτε την ιδιότητα της επίγνωσης που αναγνωρίζει τις λειτουργίες του σώματος - ακόμα και τις σκέψεις αφού προέρχονται από τον εγκέφαλο.

Το "εγώ θέλω" είναι απλώς μία σκέψη. Δεν προέρχεται από κάποιον που θέλει. Είναι ένα φανταστικό προϊόν και γι' αυτό συνοδεύεται από συμπτώματα που εκφράζουν αντίσταση απέναντι στην πραγματικότητα, δηλαδή απέναντι σ' αυτό που "είναι". Μπορείτε να αρχίσετε να το παρατηρείτε και στην καθημερινότητά σας. Κάθε φορά που λέτε "εγώ κάνω κάτι", το εγώ αναφέρεται στο σώμα. Αλλά κάθε φορά που λέτε "εγώ θέλω" ή "εγώ δεν θέλω", προσπαθήστε να εντοπίσετε σε τι αναφέρεται αυτό το εγώ - πού είναι αυτός που θέλει ή δεν θέλει; Και τότε θα 'ρθείτε αντιμέτωποι με την ψευδαίσθηση του ψυχολογικού εαυτού, αυτό που νομίζουμε όλοι ότι είμαστε, ενώ δεν μπορεί καν να εντοπιστεί ή να αναγνωριστεί ως κάτι το υπαρκτό.

Υ.Γ. Για πρακτικούς λόγους αποδίδουμε στα σώματα ονόματα και επίθετα, γιατί αυτό εξυπηρετεί την οργάνωση των κοινωνιών (π.χ. την καταγραφή των σωμάτων στα μητρώα). Δεν είμαστε όμως αυτά τα ονόματα, ούτε τα σώματα αποκτούν ποτέ αυτές τις κοινωνικές ταυτότητες. Τα σώματα παραμένουν πάντα μόνο σώματα που λειτουργούν με βάση τη φυσιολογία τους.



Νίκος Μπάτρας - aytepignosi.com