Καλοκαιρία



του Δημήτρη Α. Δημητριάδη

Ίσως για λίγους από εμάς, ίσως για πολλούς ακόμα, η χρονιά πάντα σταματά στο ζεστό χάσμα του καλοκαιριού, ίσως γιατί η αναμονή και ο ενθουσιασμός έμειναν να κατοικούν στα μαθητικά θρανία, οι επιθυμίες να καταγράφονται σε γαλάζια τετράδια ανορθόγραφα και το καλοκαίρι να είναι πάντα διακοπή.
Στις αναμνήσεις των εφηβικών χρόνων, σε αυτό το συνονθύλευμα από νοσταλγία και πραγματικότητα, βγαίνεις από τη θάλασσα τρέχοντας. Η άμμος καίει και μυρίζει κάτι αδιόρατο κι αλάτι. Σε αυτές τις μνήμες που συχνά μοιάζουν με εκδίκηση, η θάλασσα είναι ατέλειωτη, η ζέστη φέρνει τα πάντα πιο κοντά, σφίγγει τις ραφές, τραβά τα κορδόνια, πυκνώνει τα σύνορα. Και είναι το σώμα Ολόκληρο, με το φως να το υπενθυμίζει στην κάθε στιγμή κι η ζωή να αγκαλιάζει την ανάσα.
Το καλοκαίρι έχει τις δικές του μυστικές καταβολές. Μεταδίδει πάντοτε κάτι από το παλαιότερο νόημά του, από τη φωτεινή του......
ελευθεριότητα. Μέσα από τόσες σύγχρονες αρνήσεις, επιβιώνουν άδολες οι καταφάσεις του: Η ευδιάθετη απραγία των ανθρώπων στο πάρκο αργά απόγευμα Σαββάτου, η αφοσίωση του ποδηλάτη στην πορεία του, οι παρέες των εφήβων που ανταλλάσσουν κουβέντες και γέλια κερδίζοντας έτσι μια βαθύτερη αθωότητα, η φαντασία που μεταφέρεται στο αρχιπέλαγος, η κατασκήνωση των δεκαπέντε χρόνων, στα βράχια με το κορίτσι και την αδιόρθωτη αγαρμποσύνη του φιλιού. Αυτό το έλασσον, το διαφεύγον πίσω από τη βαβούρα, στον ανώνυμο πληθυντικό της πόλης, αυτό επιβιώνει, διασώζοντας ακόμα τις ψυχές από την πτώση τους.
Το καλοκαίρι είναι εκεχειρία. Όχι ειρήνη, εκεχειρία. Να θάψουμε τους νεκρούς του χειμώνα, να καθαρίσουμε το πεδίο της μάχης και να επιστρέψουμε τον Σεπτέμβριο στα αίματα. Το κακό δε σταματάει, δεν αναβάλλει, αλλά εσύ, αν δε μείνεις λίγο πίσω, δε θα έχεις κανέναν εαυτό να δώσεις σε καμιά μάχη. Δε γίνεται να ζεις συνέχεια με το σπαθί στο χέρι. Η ζωή είναι αγώνας, λένε πολλοί. Είναι και αγώνας. Αυτός ο σύνδεσμος είναι το υποστύλωμα που συγκρατεί την τραμπάλα, το ζύγι.
Είναι και τα μακροβούτια, που ο μόνος σου αγώνας είναι να κρατήσεις την αναπνοή σου. Είναι και όλη η αφέλεια μιας κουβέντας που δε βγάζει πουθενά, γιατί δε γίνεται για να καταλήξει κάπου αλλά για να ξοδευτούμε μέσα στους φίλους, στην παρέα. Είναι και τα τραγούδια. Τα φωτεινά, τα ανέμελα, αλλά και τα άλλα, που μετράνε τη ζωή με τα καλοκαίρια. Ο στίχος από ένα τραγούδι, που έγραψαν οι Συνήθεις Ύποπτοι: «Πόσα καλοκαίρια σου έμειναν ακόμα, που θα ξεγλιστράς από του Χάροντα το στόμα;»
Το καλοκαίρι απαξιοίς. Είσαι υπεράνω. Ό, τι το χειμώνα σου καρφώνει το μυαλό στο ταβάνι, ό, τι παίζει μακρόσυρτα ταξίμια με τα νεύρα σου, ό, τι αισθάνεσαι να σε λιγοστεύει τρώγοντας το σώμα του, γίνονται εκκρεμότητες που τις παγώνεις. Λογαριασμοί που δεν τους ξεχνάς μεν, αλλά δε σκίζεσαι και να τους εξοφλήσεις.
Το καλοκαίρι ο ήλιος φωτογραφίζει τα πάντα, χωρίς να εμφανίζει την εικόνα. Τη συντηρεί σε εκείνη τη δροσιά, μακριά από τον τόπο ή το χρόνο. Και την υπενθυμίζει τυχαία μέσα σε ώρες μακρινές, όταν τα λεπτά στάζουν τυχαία. Κάτω από τόσο φως, κάθε αίσθηση γίνεται αφή. Είναι αυτές οι μακρινές ώρες που ο ήλιος υπενθυμίζει. Κι αν καταφέρεις να πείσεις τον εαυτό σου να ξεχαστεί, είναι πάντα το ίδιο καλοκαίρι. Και είσαι και πάλι ξεχασμένο σε μια ατέλειωτη παραλία, στα στενά σοκάκια του νησιού, στο τελετουργικό του ούζου, στα ερείπια του κάστρου, στη μαγεία του ηλιοβασιλέματος.