Γιατί τα διαδικτυακά κινήματα δεν «αντέχουν»

Όταν μετά από την ορκωμοσία του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ εκατομμύρια άνθρωποι διαδήλωσαν για τα δικαιώματα των γυναικών γεμίζοντας τους δρόμους των αμερικανικών πόλεων με ροζ καπελάκια και με πινακίδες με έξυπνα συνθήματα, ένα ερώτημα παρέμενε: Θα μπορούσε αυτή η διαμαρτυρία να αποτελέσει την αρχή μιας πορείας αντίστασης στον Τραμπ...
, ή θα έληγε άδοξα όπως και άλλες πολλές διαμαρτυρίες αυτού του είδους που διοργανώθηκαν μέσω των κοινωνικών μέσων δικτύωσης;

H ακαδημαϊκός Ζεϊνέπ Τουφέξι προσπαθεί να απαντήσει αυτό το ερώτημα στο βιβλίο της «Τwitter and Tear Gas» (Twitter και Δακρυγόνα). Η καθηγήτρια «τεχνο-κοινωνιολογίας» και αρθρογράφος των New York Times τελείωσε την συγγραφή του βιβλίου της πριν από τις αμερικανικές εκλογές, ωστόσο αυτά που έμαθε κατά την διάρκεια εκατοντάδων συνεντεύξεων που πήρε από συμμετέχοντες σε διαμαρτυρίες από την Αραβική άνοιξη της πλατείας Ταχρίρ έως το κίνημα Occupy είναι εξαιρετικά ενδιαφέρονται για όποιον ενδιαφέρεται για το πώς τα κινήματα πολιτών μπορούν να αντιμετωπίσουν τον Τραμπ. Η ίδια αναλύει το πώς επηρεάζουν την δημόσια συζήτηση ιδιωτικές εταιρείες όπως η Twitter και η Facebook που διαθέτουν «ψηφιακές πλατείες» και συζητά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε πλατφόρμας για τους διαδηλωτές.

Η Τουφέξι έχει μια ασυνήθιστη οπτική, συνδυάζοντας την επιστημονική έρευνα με τις δικές της εμπειρίες σχετικά με την δύναμη του Διαδικτύου πάνω στην πληροφορία και την οργάνωση. Μεγαλώνοντας στην Τουρκία, λόγω της λογοκρισίας, έχει δηλώσει ότι η ίδια έμαθε «μόνο βασικά στοιχεία για την ιστορία της χώρας» μέχρι την άφιξη του Διαδικτύου στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Από τότε η ίδια διαπιστώνει το πώς η τουρκική κυβέρνηση έχει γίνει εξπέρ στην χειραγώγηση των κοινωνικών μέσων δικτύωσης και στο να προκαλεί υποψίες για οτιδήποτε διαβάζεται διαδικτυακά.

Η ακαδημαϊκός γράφει για την εμπειρία της κατά την διάρκεια των διαδηλώσεων στο Πάρκο Γκέζι το 2013, χρησιμοποιώντας την συγκεκριμένη διαμαρτυρία για το πώς τα κινήματα χωρίς ηγέτες τα οποία αναπτύσσονται διαδικτυακά, που η ίδια τα αποκαλεί «adhocκρατείες», μπορούν να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα. Αναφέρει ότι όταν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι πρότειναν μια ανοιχτή ψηφοφορία για το μέλλον του κινήματος, εκπρόσωποι των διαμαρτυρόμενων παρουσίασαν την πρόταση σε ένα διχασμένο κοινό: κάποιοι αποδοκίμασαν και κάποιοι χειροκρότησαν. Δεν υπήρχε, όμως, η κατάλληλη υποδομή για την λήψη αποφάσεων.

Το βιβλίο περιγράφει το πώς αυτά τα κινήματα είναι πιο πιθανόν να γίνουν επιτυχίες της μιας φοράς επειδή δεν μπορούν να κρατήσουν την δυναμική τους. Η Τουφέξι συγκρίνει μια σειρά κυρίως αριστερών μοντέρνων κινημάτων με παλαιότερα κινήματα όπως αυτό του μποϋκοτάζ των λεωφορείων στη πόλη Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα το 1956. Η Ρόζα Παρκς, γράφει η Τουφέξι, δεν ήταν απλά μια μαύρη γυναίκα που αρνήθηκε να δώσει την θέση της σε έναν λευκό, αλλά ήταν ακτιβίστρια και ενεργό στέλεχος της Εθνικής Ένωσης για την Υπεράσπιση των Έγχρωμων (ΝΑΑCP). Η οργάνωση εκμεταλλεύτηκε εκείνο το γεγονός για να μοιράσει φυλλάδια και να διοργανώσει διαμαρτυρίες. Οι διαμαρτυρόμενοι είχαν ήδη μια οργανωμένη υποδομή και την χρησιμοποίησαν για να διοργανώσουν μια διαμαρτυρία που έδειχνε την δύναμή της.

Η συγγραφέας ασχολείται και με το πώς οι κυβερνήσεις και οι πολιτικοί αφήνουν στην άκρη την λογοκρισία, που δεν είναι εύκολη στα κοινωνικά μέσα, και στρέφονται στην παραπληροφόρηση. Το βιβλίο έχει πολλά παραδείγματα για το πώς τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης άλλαξαν τα κοινωνικά κινήματα. Το μόνο του κακό είναι ότι είναι γραμμένο πολύ ακαδημαϊκά. Θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον να είχε περισσότερες ιστορίες από συμμετέχοντες σε διαμαρτυρίες.