Η κατάρρευση της ΕΕ και της Ευρωζώνης

Το αποτυχημένο σχέδιο των 315 δις € της Κομισιόν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, οι ασυμμετρίες θα διευρυνθούν όσο αποφασίζει το αόρατο χέρι της ελεύθερης αγοράς, με το οποίο η Γερμανία ληστεύει τους εταίρους της – έως ότου ξυπνήσουν κάποιοι, οπότε η Ευρώπη θα διαλυθεί σε χρόνο μηδέν...

.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πεθάνει, επειδή οι Ευρωπαίοι δεν τη θέλουν πια…. οι αλαζονικές και ηγεμονικές αυτοκρατορίες είναι καταδικασμένες στην εξαφάνιση τους» (Marie Le Pen).
.
Ανάλυση
Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη που αφορά την αγορά εργασίας στην Ευρώπη (πηγή), τόσο η Ευρωζώνη, όσο και η ΕΕ, έχουν αποτύχει οικτρά. Πάνω από 23 εκ. άνθρωποι είναι σήμερα άνεργοι σε ολόκληρη την ΕΕ, ενώ περισσότεροι από τους μισούς παραμένουν χωρίς δουλειά, για ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ένα έτος.

Μόνο στη ζώνη του ευρώ οι άνεργοι υπολογίζονται στα 17,5 εκ., ενώ το μέσο δημόσιο χρέος πλησιάζει στο 93% του ΑΕΠ – η ανάκαμψη είναι πολύ αργή και υπερβολικά εύθραυστη, οι ανισότητες μεταξύ των εισοδηματικών ομάδων κλιμακώνονται επικίνδυνα, δέκα χώρες απέχουν ακόμη από το ΑΕΠ του 2008, η ζήτηση συνεχίζει να είναι χαμηλή, οι επενδύσεις επίσης κοκ.

Διαπιστώνοντας τώρα κανείς την κατάρρευση της ΕΕ και της Ευρωζώνης, καθώς επίσης τη δημιουργία ισχυρών φυγόκεντρων δυνάμεων εντός τους, εύλογα αναρωτιέται μεταξύ άλλων τι έχει συμβεί με το «Ευρωπαϊκό σχέδιο στρατηγικών επενδύσεων» (EFSI) που ανακοίνωσε «πανηγυρικά» η Κομισιόν το 2014, γνωστό ως «σχέδιο Juncker» – το οποίο ξεκίνησε με 315 δις €, διπλασιαζόμενο στα 630 δις € το 2015.

Φυσικά τα κράτη της Ευρωζώνης δεν έδωσαν στην Κομισιόν τα ποσά αυτά, επί πλέον στις εισφορές τους – οπότε πρόκειται ουσιαστικά για απλές εκτιμήσεις που δεν στηρίζονται πουθενά. Στην πραγματικότητα η Κομισιόν έχει στη διάθεση της το ένα εικοστό περίπου των παραπάνω ποσών – δηλαδή, 33,5 δις €. Το υπόλοιπο οφείλει να τοποθετηθεί από τον ιδιωτικό τομέα – από τις επιχειρήσεις λοιπόν οι οποίες, παρά τα μηδενικά επιτόκια δανεισμού τους, δεν είναι καθόλου πρόθυμες να επενδύσουν!

Περαιτέρω, η βασική σκέψη του προγράμματος είναι η ελαχιστοποίηση του ρίσκου – με την έννοια πως τα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν με τα 33,5 δις € της Κομισιόν, μέσω εγγυήσεων της. Εκτός αυτού θα ήταν δυνατός ο συνδυασμός των ήδη δρομολογημένων εγχειρημάτων της ΕΕ και της ευρωπαϊκής τράπεζας επενδύσεων (ΕΙΒ), με το «σχέδιο Juncker», έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να έχουν διπλό επενδυτικό κίνητρο – όπου η ΕΙΒ και η ΕΚΤ θα φρόντιζαν για την εκχώρηση δανείων με μηδενικό επιτόκιο, ενώ η Κομισιόν θα εγγυόταν για το επενδυτικό ρίσκο.

Εν τούτοις, το σχέδιο της Κομισιόν υπάρχει από αρκετά χρόνια τώρα, χωρίς όμως να έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση των επενδύσεων – αφού παραμένουν στα ίδια επίπεδα με το 2014, παρά το ότι έχουν επιδοτηθεί μέσω του σχεδίου επενδύσεις ύψους 143 δις € (πηγή). Λογικά λοιπόν συμπεραίνει κανείς ότι, οι επιδοτούμενες από την Κομισιόν επενδύσεις ήταν αυτές που είχαν ήδη αποφασιστεί από τις επιχειρήσεις – οι οποίες απλά μείωσαν το ρίσκο τους, με τις εγγυήσεις που τους χαρίσθηκαν.

Η βασική ερώτηση στη συνέχεια είναι το πού ακριβώς διενεργήθηκαν αυτές οι επενδύσεις – υποθέτοντας πως εάν ήθελε κανείς να ενισχύσει την οικονομική συνοχή της Ευρώπης, θα έπρεπε να επικεντρωθεί σε επενδύσεις στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, στις οποίες μαίνεται η ύφεση, συνοδευόμενη εύλογα από «επενδυτική άπνοια». Η ανάγκη τους αυτή είναι ασφαλώς πολύ μεγάλη, επειδή το σημαντικότερο αρνητικό αποτέλεσμα της πολιτικής λιτότητας είναι η αποβιομηχανοποίηση τους – οπότε τους είναι απαραίτητη η διεξαγωγή μαζικών επενδύσεων.