Παγκοσμιοποίηση και Πολυπολιτισμός : οι στρατηγικοί πυλώνες της Αναρχονεοφιλελεύθερης Τάξης Πραγμάτων

Βασίλης Δημ. Χασιώτης 

Οι πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία της χώρας αυτής, και ανάλογες εξελίξεις στην Ευρώπη όπου αρχίζει να μετατρέπεται σε πλειοψηφικό ρεύμα ο ευρωσκεπτικισμός αλλά και οι αμφιβολίες που εγείρονται γύρω από την «Παγκοσμιοποίηση» και την δίδυμη έκφανσή της, τον «Πολυπολιτισμό», για το ποιους και πόσους τελικά ευνοούν, κατέστησαν τη συζήτηση γι’ αυτές πρωτεύον θέμα παγκόσμιου ενδιαφέροντος, και μαζί μ’ αυτό, την «λοκομοτίβα» της Παγκοσμιοποίησης-Πολυπολιτισμού που είναι ο Νεοφιλελευθερισμός, ή για να το πούμε πιο σωστά, μιλάμε για το ίδιο πράγμα με άλλες λέξεις. Ένας Νεοφιλελευθερισμός, που όντας ο ίδιος στον ιδεολογικό του πυρήνα «Αναρχικός», κατέστησε άναρχη και την ίδια την διαδικασία της Παγκοσμιοποίησης και της Πολυπολιτισμικότητας, παρά τις προσπάθειες στο παρελθόν να τις προσδώσει ένα «συντεταγμένο» και κυρίως «φιλολαϊκό» περιεχόμενο, κατά τρόπο «μοιραίο» όμως, διότι στον Νεοφιλελευθερισμό δεν υπάρχει ψήγμα της ιδεολογίας του που να μην προαναγγέλλει την έλευση της Νεοφιλελεύθερης Αναρχίας, του Αναρχονεοφιλελευθερισμού. Σε ό,τι δε με αφορά σε όλα τα γραπτά μου, πάντα επεσήμανα την αντίθεσή μου τόσο προς την Παγκοσμιοποίηση όσο και προς τον.........
πολιτιστικό alter ego εαυτό της, την Πολυπολιτισμικότητα. Πολυπολιτισμός και Παγκοσμιότητα, εξυπηρετούν από διαφορετικές πλευρές τους ίδιους αναρχονεοφιλελεύθερους στόχους.

Εκατόν πενήντα χρόνια πριν περίπου κι ακόμα πιο πίσω, κάποιος, αναφερόμενος στις τότε Τάξεις Πραγμάτων, που ήταν το ίδιο παγκόσμιες όσο και εθνικές, έλεγε : «Να σε κυβερνάνε σημαίνει… να σε κατευθύνουν, να σ' εγκλωβίζουν σε νόμους, να σε ρυθμίζουν, να σε καταγράφουν, να σου κάνουν κατήχηση, να σου κάνουν κήρυγμα, να σε ελέγχουν, να σε μετρούν, να σε ζυγίζουν, να σε λογοκρίνουν, να σε διατάζουν άνθρωποι που δεν έχουν ούτε το δικαίωμα ούτε τη γνώση ούτε την αρετή. Να σε κυβερνάνε σημαίνει να σε καταγράφουν, να σε ταξινομούν, να σε ελέγχουν, να σε φορολογούν, να σε σφραγίζουν, να σε μετρούν, να σε υπολογίζουν, να σε καταχωρούν σαν πατέντα, να σου δίνουν άδεια, να σ' εξουσιοδοτούν, να σε οπισθογραφούν, να σε επιπλήττουν, να σε μπερδεύουν, να σε τροποποιούν, να σε τιμωρούν, να σε συλλαμβάνουν σε κάθε λειτουργία, σε κάθε συναλλαγή, σε κάθε κίνηση. Σημαίνει να σε φορολογούν, να σου πίνουν το αίμα, να σου ζητάνε λύτρα, να σ' εκμεταλλεύονται, να σε μονοπωλούν, να σ' εκβιάζουν, να σε στίβουν, να σε εξαπατούν, να σε ληστεύουν με την πρόφαση του γενικού συμφέροντος, ύστερα από την ελάχιστη αντίσταση, στην πρώτη διαμαρτία, να σε καταπιέζουν, να σε καταδικάζουν σε πρόστιμο, να σε βρίζουν, να σε ενοχλούν, να σε παίρνουν από πίσω, να σε τρομοκρατούν, να σε δέρνουν, να σε αφοπλίζουν, να σε καταδικάζουν να σε εκτοπίζουν, να σε ξυλοκοπούν άγρια, να σε πουλάνε, να σε προδίνουν, και τελικά να σε περιγελάνε, να σε βρίζουν, να σ' εξευτελίζουν    να σου καταρρακώνουν την αξιοπρέπεια. Αυτή είναι η κυβέρνηση, αυτή είναι η δικαιοσύνη της, αυτή είναι η ηθική της.» Αυτά τα λόγια αν «αυτονόητα» μπορεί να λέγονταν σε εποχές που ούτε παγκόσμιες διακηρύξεις για Ανθρώπινα Δικαιώματα υπήρχαν, ούτε Ευρωπαϊκές Συμβάσεις για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ούτε παγκόσμιες διακηρύξεις για τις εθνικές ανεξαρτησίες και κυριαρχίες και τις αντίστοιχες συλλογικές αξιοπρέπειες των λαών, ούτε ΟΗΕ, ούτε Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε η έννοια της Δημοκρατίας ήταν τόσο λεπτομερώς και τόσο σε βάθος επεξεργασμένη όσο στις μέρες μας, όμως, στο μέτρο και το βαθμό που ΣΗΜΕΡΑ κάποιος διαπιστώνει ή αισθάνεται (είναι το ίδιο πράγμα, όσο αυτή η «αίσθηση» αποκτά την ιδιότητα της μονιμότητας), πως τα ίδια πράγματα που ίσχυαν ένα ή δύο αιώνες πριν (μένουμε σ’ αυτό το χρονικό βάθος, διότι θα μας πιάσει κατάθλιψη όταν ανακαλύψουμε πως ίδιες καταγγελίες μπορεί να ανευρεθούν και χίλια, και δύο χιλιάδες πριν, κι ακόμα πιο πίσω!) ισχύουν και σήμερα, τότε, μπορούμε να καταλάβουμε πολύ πιο εύκολα, γιατί, σήμερα, το παράλογο δεν βρίσκεται στο να αντιδράς στη σημερινή Αναρχονεοφιλελεύθερη Τάξη Πραγμάτων, μα, αντίθετα, το παράλογο βρίσκεται στο να την αποδέχεσαι, και κυρίως να τη δικαιολογείς. Α! λίγο έλειψε να ξεχάσω ποιος ήταν αυτός ο «κάποιος» που μας μίλησε από τον 19ο αιώνα. Είναι ο Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν (Τζέημς Τζολ : Οι αναρχικοί, εκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1975, σελ. 82-83). Αγαπητέ Προυντόν, σου μιλά ο 21ος αιώνας, και ασφαλώς, ίσως κι εσύ να μην περίμενες πως τα λόγια σου θα ήταν επίκαιρα, τουλάχιστον στο επίπεδο των επισημάνσεων, μετά 150 χρόνια από τον θάνατό σου! Είναι τα λόγια μιας άλλης αναρχικής θεωρίας, διαφορετικής από τη δική σου ως προς το ιδεολογικό της πυρήνα. Όμως, στ’ αλήθεια, πόσο διαφορετικός είναι ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός από τον Αριστερό Αναρχισμό; Ανάμεσα στις άλλε επισημάνσεις που θα κάνουμε, θα εξετάσουμε επίσης και το ζήτημα αυτό.

Λοιπόν, ας πούμε δύο λόγια για τούτον τον Αναρχονεοφιλελευθερισμό.

Ο Αναρχισμός στη σημερινή εποχή, την εποχή της καθολικής κατάρρευσης του Αριστερού Υποδείγματος και της πλήρους υποτέλειας της Σοσιαλδημοκρατίας στο Νεοφιλελεύθερο Υπόδειγμα, το οποίο υπηρετούν (Αριστερά και Σοσιαλδημοκρατία ακόμα και συγκυβερνώντας με τις Νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις), πουθενά αλλού, πιστεύω, δεν μπορεί να εντοπιστεί τόσο έντονα και με τόση ιδεολογική «καθαρότητα», όσο στη περίπτωση του Νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος, εκτιμώ, δικαίως μπορεί να αποκαλείται και Αναρχονεοφιλελευθερισμός, αν όχι τόσο στο επίπεδο της «θεωρίας» του, (αν κι εδώ είναι ισχυρά τα «αναρχικά» του μηνύματα στα πιο κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν τους λαούς και τις κοινωνίες), οπωσδήποτε όμως στο επίπεδο των εφαρμοσμένων του πολιτικών, στην έκταση που μπόρεσε μέχρι σήμερα να επιβάλει, τόσο σε επίπεδο μεμονωμένων Κρατών, όσο και σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής.

Εδώ σχεδόν όλες οι περιοχές «ενδιαφέροντος» της Αριστερής Αναρχικής θεωρίας και πράξης (όπου μπόρεσε να μετουσιωθεί η θεωρία σε πράξη), αποτελούν και το ενδιαφέρον του Αναρχονεοφιλελευθερισμού : ιδιοκτησία, εθνικά κράτη, αστικός και ιδίως μικροαστικός «πολιτισμός», παγκόσμιος πολιτισμός, παγκόσμια επικράτηση συγκεκριμένων τάξεων ή τάξης, παγκόσμια διακυβέρνηση, μεγάλες πληθυσμιακές μετακινήσεις σε όλο τον πλανήτη, η θέση του ανθρώπου ως ατόμου στη κοινωνία, η «αστική κοινωνία», κ.λπ., αποτελούν το «κοινό πεδίο» αμφισβήτησης των καθιερωμένων τουλάχιστον τους τελευταίους αιώνες Δυτικών αστικών απόψεων πάνω σε τέτοια κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα όπως τα παραπάνω, τόσο από την Αναρχική Αριστερά (και τμήματα της Αριστεράς γενικότερα) όσο και από τον Αναρχονεοφιλελευθερισμό, αμφισβητήσεις που καταλήγουν στην αναγκαιότητα κατάργησης ό,τι έως σήμερα γνωρίζαμε ως «Δυτικό Αστικό Πολιτισμό και Κεκτημένο», κι αν όχι κατάργησης, τέτοιας διαφοροποίησης, που, κατά περίπτωση, μπορεί να ισοδυναμεί με κατάργηση.

Τόσο στον Αριστερό όσο και στον Αναρχονεοφιλελευθερισμό, ένας είναι ο θεμελιώδης πυλώνας της φιλοσοφίας τους από τον οποίο και με βάση τον οποίο αναπτύσσονται όλοι οι άλλοι. Είναι ο οικουμενικός, παγκόσμιος χαρακτήρας της διδασκαλίας τους, (δεν απευθύνονται σε τμήματα της Ανθρωπότητας αλλά στο σύνολό της) και η επιδίωξη παγκόσμιας κυριαρχίας των δογμάτων τους. Η Παγκοσμιότητα αυτή, δεν έχει να κάνει απλά με την παγκόσμια επικράτηση της μιας ή της άλλης ιδεολογίας στις διάφορες κοινωνίες, λαούς και χώρες, στο επίπεδο και μόνο της «τεχνικής συγκρότησης» των κοινωνικών, των αγορών και οικονομιών, μα με την αφομοίωσή της πυρηνικής ιδεολογίας της, δηλαδή, του Πολιτισμικού Προτύπου που πρεσβεύει, ώστε να αρκεί η κυριαρχία του για να επιβεβαιωθεί πως δεν υπάρχει κανείς πλέον λόγος διαφοροποίησης των λαών και κοινωνιών με οποιοδήποτε άλλο κριτήριο, «οργανωσιακό» και πολιτισμικό,  πέρα από το ιδιαίτερο περιεχόμενο που η κάθε «Παγκόσμια» ιδεολογία δίνει στη λέξη Παγκοσμιότητα ή τις συναφείς της, τόσο από άποψη περιεχομένου όσο και από άποψη διεθνούς εμβέλειάς της. Έτσι, στον Αριστερό Διεθνισμό έχουμε τη κυριαρχία της τάξης των προλεταρίων, στη δε Αναρχονεοφιλελεύθερη Παγκοσμιοποίηση, έχουμε τη κυριαρχία της μεγαλοκεφαλαιοκρατικής τάξης που κατ' ευφημισμό καλείται με τον πληθυντικό της λέξης «Αγορά» δηλαδή «Αγορές», όπως κατ’ ευφημισμό στην Αριστερά γίνεται αναφορά στο «Παγκόσμιο Προλεταριάτο», αφού, ένα τέτοιο ομογενές και ομοιοεγενές «Προλεταριάτο» δεν υπάρχει, αντίθετα, υπάρχουν πολλά και με πολλές και σημαντικές διαφοροποιήσεις, ανάλογα για ποια χώρα μιλάμε, για ποια εθνότητα, για ποια ιδιαίτερη πολιτισμική κουλτούρα, κ.λπ., κι ακόμα πως ορίζεται αυτό το «Προλεταριάτο», ενώ το ίδιο ζήτημα ορισμού ισχύει παντού στα «παγκόσμια» κοινωνικά, οικονομικά και αγοραία μεγέθη.

Όμως, αρκεί μια σύντομη, περιληπτική αναφορά σε ορισμένες μονάχα εκ των πιο σημαντικών κοινών πεδίων εστίασης του Αριστερού Αναρχισμού και του Νεοφιλελευθερισμού για να μας πείσει ότι και ο δεύτερος, είναι μια Αναρχική θεωρία ώστε δικαίως να αποκαλείται Αναρχονεοφιλελευθερισμός, διότι ο Νεοφιλελευθερισμός είναι ανίκανος να συγκροτήσει μια συντεταγμένη Πολιτεία, διότι η συντεταγμένη δημοκρατικά Πολιτεία αποτελεί την μεγαλύτερη ίσως απειλή για την ύπαρξή του.

Κι όπως στη Αριστερά, για να ακολουθήσω τον Ένγκελς στο βιβλίο του για τον επιστημονικό και ουτοπικό σοσιαλισμό, φτάνουμε σ’ ένα σοσιαλιστικό κράτος, ουσιαστικά «αχρείαστο» για τους εργαζόμενους και τους πολίτες του, αφού οι τάξεις και η ατομική ιδιοκτησία θα έχουν καταργηθεί και η «εργαζόμενη τάξη» θα είναι η μοναδική, στο οποίο η διοίκηση των ανθρώπων υποκαθίσταται από τη διαχείριση των πραγμάτων, ως συνέπεια της κατάργησης των τάξεων, έτσι κι ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός, από μια άλλη πλευρά, υπόσχεται κι αυτός μια ιδιότυπη «αταξική κοινωνία» και επαγγέλλεται τη κατάργηση των «εθνικών κρατών» (άρα όλων των κρατών) και την υποκατάστασή τους από μια παγκόσμια διακυβέρνηση που θα διοικεί ένα «παγκόσμιο χωριό», εξαλείφοντας όχι τις τάξεις μα την ίδια την κοινωνία που παράγει τάξεις, (είναι μία δήλωση έμμεσης πλην σαφούς εγκαθίδρυσης «αταξικής κοινωνίας» Αναρχονεοφιλελεύθερου τύπου, που θα επιβληθεί από τις «Αγορές» που θα συγκροτούνται και δραστηριοποιούνται σε «κοινωνικό κενό») και καθιστώντας το άτομο, την πραγματική μονάδα ελευθερίας και εξουσίας, χωρίς τίποτα να μπορεί να περιορίσει αυτή την ελευθερία του και την εξουσία, του, εξόν από τις «αόρατες δυνάμεις της αγοράς», τις οποίες όμως, τα πραγματικά ικανά, καινοτόμα και δημιουργικά άτομα, μπορούν να τις θέσουν στην υπηρεσία τους, σύμφωνα πάντα με τις δοξασίες του Αναρχονεοφιλελεύθερου δόγματος, ενώ, όσοι δεν θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τα ατομικά τους συμφέροντα, πολύ απλά, θα πρέπει να βρούνε πώς θα επιβιώσουν με δική τους ευθύνη, εξόν από την ιδιωτική φιλανθρωπία, ένα χαρακτηριστικό, που πολύ εξαίρεται από τους νεοφιλελεύθερους φιλοσόφους και συγγραφείς.

Αν ο Αριστερός αναρχισμός επιδιώκει να εκπροσωπήσει πιο γνήσια από κάθε άλλη ιδεολογία, και κυρίως την ανταγωνιστική προς αυτόν κομμουνιστική, την πάλη της εργασίας και ιδίως του προλεταριάτου ενάντια στο κεφάλαιο, ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός εκφράζει την πάλη μιας κυρίαρχης πλουτοκρατίας εναντίον του συνόλου όλων των υπόλοιπων ανθρώπων, τους οποίους αποδέχεται αυστηρά ως μη κοινωνικές ατομικότητες, αφού η κοινωνία και συνεπώς ο,τιδήποτε έχει σχέση μ' αυτή θεωρείται ως κάτι που δεν υπάρχει.

Ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός εδώ υπερακοντίζει τις πιο ακραίες αναρχικές ιδέες κατά τούτο : Ενώ ο Αριστερός Αναρχισμός περιγράφει ή προσπαθεί να περιγράψει μια μελλοντική κοινωνία σύμφωνα με τις αντιλήψεις του, ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός περιγράφει το ιδεώδες της Μη-κοινωνίας, ένα τόπο της κυριαρχίας του δούναι και λαβείν ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ της ζωής, οικονομικής, αλλά και αυτής που σήμερα αποκαλείται κοινωνική, πολιτική, ατομική, συλλογική και εθνική, των υποκειμένων στην εξουσία της  ατομικοτήτων που καλούνται και άνθρωποι.

Ο Νεοφιλελευθερισμός δεν αντιτίθεται στην ίδια την κοινωνία ως ύπαρξη, από ιδεοληψία. Αντιτίθεται διότι η κοινωνία συλλογικά, ως τέτοια, ακόμα κι όταν δεν διαθέτει δημοκρατικούς και ισχυρούς κοινωνικούς θεσμούς, αποτελεί μίαν μόνιμη απειλή εναντίον του υπέρτατου Νεοφιλελεύθερου στόχου της συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης σε λίγα ιδιωτικά συμφέροντα και μέσω αυτής τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας, ιδίως δε, διότι αυτή η υπερσυγκέντρωση πλούτου δεν αποτελεί παρά την αφαίμαξη πλούτου και εισοδημάτων της μικρομεσαίας τάξης, με την ταυτόχρονη εξαθλίωσή της. Αν οι αναρχικές ιδεολογίες περιγράφουν κοινωνικές οργανώσεις, τις οποίες κάποιος μπορεί να υιοθετήσει ή να απορρίψει, και προφανώς ο Αριστερός Αναρχισμός δεν έχει και τους πιο πολυπληθείς οπαδούς, ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός, δεν προσφέρει απολύτως κανένα οργανωτικό υπόδειγμα της κοινωνίας που φαντάζεται, πέραν της συχνής πυκνής αναφοράς στις αγορές και στους νόμους τους, οι οποίοι δεν θα «αυτορρυθμίζουν» πλέον τις αγορές και τις κοινωνίες μονάχα, μα και αυτό που σήμερα αποκαλούνται «κοινωνικές» και «πολιτικές» σχέσεις, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ως προς τούτο ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός αποτελεί την αριστερή πτέρυγα του Αριστερού Αναρχισμού σε ό,τι αφορά τις αντιλήψεις του για την κοινωνία, την πολιτική και στις σχέσεις τους με την οικονομία και τις αγορές. Αν ο Αριστερός αναρχισμός αποδέχεται μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης, όσο χαλαρή κι αν είναι αυτή, ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός δεν δέχεται απολύτως καμία διότι δεν δέχεται καν την ύπαρξη της κοινωνίας. Έτσι, και στο Νεοφιλελευθερισμό, φτάνουμε στη κυριαρχία «διαχείρισης πραγμάτων» (της αγοράς και της οικονομίας εν προκειμένω), όχι όμως στη λογική της επέμβασης στους αγοραίους και οικονομικούς νόμους, διότι εδώ έχει μοναδική εξουσία και βασίλειο η «αόρατος χειρ» εναντίον της οποίας κάθε αντίδραση ισοδυναμεί με έγκλημα κατά της Διεθνούς Τάξης (αφού εθνικές «Τάξεις» δεν υπάρχουν, αν και στην αναρχική κοινωνία ξαναβρίσκουμε την ιδέα μιας «αοράτου χειρός», (στην έννοια του «κοινού» προλεταριακού συμφέροντος), που με κάποιο τρόπο καθοδηγεί τη ζωή και τη δράση της κοινωνίας τους στη οποία δεν υπάρχει κυβέρνηση και κράτος), αλλά, με το να καταστούν υπό διαχείριση «πράγματα», («συντελεστές παραγωγής» είναι η προτιμώμενη ονομασία τους) τα ίδια τα «άτομα», κι αυτό είναι μια κρίσιμη λεπτομέρεια που διαφοροποιεί τη «διαχείριση πραγμάτων» ανάμεσα στο νεοφιλελεύθερο και στο σοσιαλιστικό κράτος, αφού στο τελευταίο ο «άνθρωπος», θεωρητικά, δεν παίρνει τη θέση των πραγμάτων ούτε γίνεται ο ίδιος «υπό διαχείριση πράγμα», αλλά, ο συλλογικός ιδιοκτήτης και διαχειριστής όλων των «πραγμάτων», αν και στην εμπειρία των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού που γνωρίσαμε, ο άνθρωπος «εκπραγματώθηκε» εξίσου αν όχι και περισσότερο όσο και στον Νεοφιλελευθερισμό, ενώ η οικονομική αναποτελεσματικότητα της άκρας «συλλογικής διαχείρισης», επέτεινε ακόμα περισσότερα τις στρεβλώσεις στα καθεστώτα εκείνα, και εν τέλει την αμφισβήτηση και κατάρρευσή τους. Η προϋπόθεση ευόδωσης του προλεταριακού διεθνισμού, προϋποθέτει όχι απλά την συγκυριακή αλληλεγγύη κατατρεγμένων ανθρώπων, μα τη μόνιμη συμμαχία τους, στη βάση κοινών αξιών, εναντίον ενός κοινού εχθρού για την επίτευξη ενός κοινά αποδεκτού τελικού μεγάλου σκοπού. Σ' αυτή όμως την αλυσίδα προϋποθέσεων τίποτα δεν ισχύει ως μόνιμη πραγματικότητα, παρά μονάχα ως συγκυριακή σύμπτωση παραγόντων που οδηγεί σε συμμαχίες τυχαίες και πρόσκαιρες και πάντα εξαιρετικά περιορισμένες. Οι αριστερές διεθνιστικές εκκλήσεις στο παγκόσμιο προλεταριάτο, στους όπου γης καταπιεσμένους για αλληλεγγύη και κυρίως συνεργασία μου φαντάζουν σα φωνές πανάγαθων νηπίων. Πανάγαθων μεν, νηπίων δε. Με ποιο τρόπο αυτό το παγκόσμιο προλεταριάτο θα έρθει σε επαφή από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα στα οποία είναι διασκορπισμένο, με ποιο τρόπο θα καταγραφούν τα κοινά χαρακτηριστικά εντός των υποταξικών διαιρέσεων της προλεταριακής τάξης, αν ποτέ μπορούσε εννοιολογικά και πρακτικά να προσδιοριστεί ποτέ και ποιες οι διαφορές, ποιοι οι κοινοί και κυριότατα ποιοι οι διαφοροποιημένοι στόχοι της κάθε προλεταριακής υποτάξης αλλά και κυρίως της κάθε εθνικής τάξης, η οποία εθνική αναφορά υπάρχει όσο κι αν την εξορκίσεις στη θεωρία, πώς, αν υποθέσουμε ότι ξεπερνιούνται όλοι αυτοί οι σκόπελοι, θα καταρτιστεί, εφαρμοστεί και συντονιστεί στη πράξη η όποια στρατηγική, ποιο θα είναι το Παγκόσμιο Υπόδειγμα που θα εγκαθιδρυθεί, πώς αυτό θα έχει οριστεί και πώς από το Παγκόσμιο Προλεταριάτο, και κυρίως πώς θα λειτουργεί χωρίς να καταλήξουμε στον κοινωνικό και πολιτικό κανιβαλισμό απλά από ένα άλλο δρόμο σε σχέση με τους δρόμους που ακολουθούν άλλες ιδεολογίες, όλα αυτά, δεν είναι απλά αναπάντητα, μα δεν επιδέχονται απάντησης με βάση την κρατούσα φυσικοπνευματική συγκρότηση των ανθρώπινων όντων.

Ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός, υιοθετεί όλες τις Αριστερές Αναρχικές στρατηγικές, με πολύ όμως πιο αποτελεσματικό τρόπο, διότι αφενός μεν είναι πολύ πιο «επιστημονικά οργανωτικός» λόγω και της μεγάλης του αγοραίας εμπειρίας στο ζήτημα αυτό, αφετέρου δε, διότι τουλάχιστον τις τελευταίες εικοσαετίες, όχι μονάχα έχει αυξήσει τον βαθμό πολιτικής επιρροής πάνω σε κυβερνήσεις μεγάλων μα και μικρότερων κρατών και οικονομιών, αλλά έχει πάρει κι όλας στα χέρια του τις διακυβερνήσεις πολλών απ’ αυτές τις χώρες, ανεξάρτητα ποιο ιδεολογικό μανδύα χρησιμοποιεί, (του σοσιαλιστικού, ακόμα και του Αριστερού μη αποκλειομένου, όπως π.χ. στην Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια) κι αυτό το τελευταίο είναι ένα πρόσθετο στρατηγικό πλεονέκτημά του έναντι των αριστερών αναρχικών στρατηγικών.

Τι έγινε εδώ;

Αφού ο Αναρχοφιλελευθερισμός με ασφάλεια διεκπεραίωσε τις λίγες χιλιάδες των μελών της προστατευόμενής του ελίτ και των υποτακτικών της στα ασφαλή του «εδάφη», την υπόλοιπη κοινωνία την στρίμωξε στην αγοραία σύγχρονη Δουνκέρκη, όπου εκατομμύρια λαού συνωθούνται και διαγκωνίζονται για το ποιος θα πρωτοεπιβιβαστεί στο μοναδικό καΐκι που στέλνεται εκεί με αποστολή να προλάβει να διεκπεραιώσει όλα αυτά τα εκατομμύρια των εγκλωβισμένων στην αντιπέρα ασφαλή ακτή τη στιγμή που οι πάνοπλες δυνάμεις της Αθλιότητας βρίσκονται όχι εκτός μα ήδη εντός των τειχών και αποδεκατίζουν με τα πάντσερ άοπλους ανθρώπους στριμωγμένους στη κατάλληλη για την εξόντωσή τους θέση.

Στο επίπεδο της πράξης, ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός, είναι το ίδιο μαχητικά ακτιβιστικός, και κάνει πιεστική χρήση της χωρίς όρια προπαγάνδας (και όπως κάθε ολοκληρωτισμός, δεν αρκείται να ελέγξει τη ζωή των ανθρώπων, αλλά, φιλοδοξεί να αφομοιώσει την ίδια τη σκέψη και τον τρόπο παραγωγής της σκέψης του κάθε απλού ανθρώπου και της Ανθρωπότητας συνολικά στο δικό του Υπόδειγμα Ζωής και Σκέψης), αλλά και της χωρίς όρια βίας, το ίδιο όσο και το Αριστερό Αναρχικό κίνημα, αν και, ίσως, στις Αγορές, και κυρίως εκεί που παίζονται τα παγκόσμια οικονομικά παιχνίδια, που είναι ο χώρος δράσης του Αναρχονεοφιλελευθερισμού, δεν γνωρίζω αν μπορείς να βρεις εύκολα απόψεις που να είναι εναντίον της βίας όταν οι Νεοφιλελεύθερες Αγορές απειλούνται είτε από πολιτικές εξελίξεις, είτε και από άλλες Αγορές, που δεν λένε να εναρμονιστούν προς τα ιδιαίτερα δικά του δόγματα. Εδώ βεβαίως, τόσο η προπαγάνδα, όσο και η βία διαφέρουν ως προς το περιεχόμενό τους ανάμεσα στα δύο είδη Αναρχισμού που εδώ εξετάζουμε, όχι όμως ως προς την αναγκαιότητα χρήσης τους ως στρατηγικές, και σε ό,τι αφορά τον Αναρχονεοφιλελευθερισμό, η βία διαπιστώνεται στην απροκάλυπτη καταστρατήγηση και όπου μπορεί και νομική κατάργηση όλων όσων θεωρούνται ιστορικά «δημοκρατικό» και «κοινωνικό κεκτημένο», και «ανθρώπινα δικαιώματα», τουλάχιστον στη Δύση, πράγμα που είναι άμεσα ορατό σε όλες τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, εκεί όπου εφαρμόστηκαν ή εφαρμόζονται, ενώ, την ίδια στιγμή, δεν έπαψαν και οι πολεμικές συρράξεις, με το στίγμα του Αναρχονεοφιλελεύθερου αγοραίου αιτίου απροκάλυπτο, όπως π.χ., στη περίπτωση του Ιράκ και όχι μόνο. Είναι αλήθεια, πως ο Αριστερός Αναρχισμός, σπάνια είχε την ευκαιρία για διεθνούς έκτασης και έντασης επεμβάσεις του, με την πλέον σημαντική ίσως εξαίρεση, την περίοδο της εμπλοκής του στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Και στους δυο αυτούς αναρχισμούς, αν και διαφοροποιημένη ως προς τα μέσα την αποτελεσματικότητα και τις πραγματικές δυνατότητες, είναι έντονη η διεθνοποιημένη επαναστατική τους διάθεση και αποφασιστικότητα με κάθε πρόσφορο και όχι κατ’ ανάγκη με κάθε νόμιμο μέσο, να επισπευσθεί η υλοποίηση των στρατηγικών τους στόχων. Σε διάφορες ιστορικές περιόδους, και οι δύο δίνουν ανάλογα παραδείγματα. Μεταπολεμικά, π.χ., αυτή τη με κάθε πρόσφορο και όχι κατ΄ ανάγκη με κάθε νόμιμο τρόπο επιδίωξη επιβολής της στρατηγικής, ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός μας παρέχει άφθονα παραδείγματα, και για να μη μακρηγορούμε, μπορούμε να μείνουμε σε όσα συμβαίνουν εδώ στη χώρα μας, στην Ελλάδα, στις μέρες των Μνημονίων που ζούμε.

Το ίδιο κοινή είναι και στρατηγική για τη κατάργηση των «εθνικών κρατών», μέσω της υπονόμευσης της σημασίας αλλά και της αναγκαιότητάς τους, για την ακρίβεια, προπαγανδίζεται η μη αναγκαιότητά τους, και η υποκατάστασή τους, ουσιαστικά από «άτομα» και στις δύο εκδοχές (Αναρχονεοφιλελευθερισμό και Αριστερό Αναρχισμό), ασφαλώς όμως, με την κρίσιμη διαφοροποίηση στο πώς αυτά τα κατά τα λοιπά «πλήρως» ελεύθερα από κάθε κρατική καταπίεση «άτομα» θα αυτό-οργανωθούν και κυρίως το τι γίνεται στο θέμα της ιδιοκτησίας. Ενώ στον Αναρχονεοφιλελευθερισμό η «ατομική ιδιοκτησία» αποτελεί ένα εκ των αδιαπραγμάτευτων ιερών και οσίων του, ή πιο σωστά, η δυνατότητα απόκτησης «ιδιωτικής περιουσίας», στο Αριστεροαναρχικά δομημένο «παγκόσμιο χωριό», εκεί, ανάλογα με τις ιδιαίτερες προσεγγίσεις των διαφόρων αναρχικών «συνιστωσών» του παγκόσμιου Αριστερού Αναρχικού κινήματος, η μικρή ατομική ιδιοκτησία μπορεί να μην απαγορεύεται (π.χ. ο Προυντόν δέχεται τη μικρή οικογενειακή ιδιοκτησία, ενώ αλλού, π.χ. στη περίπτωση του Σαιν Σιμόν, φτάνουμε ίσως και σε κάποιας μορφής καθαρά καπιταλιστικής προσέγγισης του θέματος, ακόμα και στην αναγκαιότητα ύπαρξης μεγάλων εταιρειών), όμως, αυτό δεν είναι η κρατούσα κατάσταση. Η κρατούσα όμως κατάσταση και στις δυο περιπτώσεις, τόσο στη περίπτωση του Αριστερού Αναρχισμού όσο και στη περίπτωση του Αναρχονεοφιλελευθερισμού, είναι πως τα «άτομα», βρίσκονται «ελεύθερα» μεν από τις προηγούμενες «ταξικές» ή «εθνικές» κρατικές εξουσίες, όμως, επίσης και στις δύο περιπτώσεις, είτε δεν εξηγείται πειστικά, είτε δεν αναφέρεται καθόλου, πώς αυτά τα «άτομα», τα πλήρως «ελεύθερα», θα μπορέσουν να αντισταθούν και αποκρούσουν την καθόλου απίθανη περίπτωση να δεχτεί η «ελευθερία» τους επίθεση από «συνασπισμένα» άλλα «άτομα», τα οποία μπορεί να πιστεύουν κι αυτά πως καλό είναι το «κράτος» να βγει από τη μέση και να υποκατασταθεί από μια παγκόσμια κυβέρνηση που όμως, δεν θα έχει καμία δύναμη εξόν από το να μεριμνά για το πώς δεν θα επανασυσταθούν τα καταργηθέντα «εθνικά» κράτη, κυρίως δε, αν τύχει, πράγμα καθόλου απίθανο, αυτά τα «συνασπισμένα άτομα» που θα αναλάβουν την επίθεση εναντίον των άλλων «μη συνασπισμένων ατόμων», να εκπροσωπούν και τα μεγαλύτερα οικονομικά συμφέροντα του «παγκόσμιου χωριού» και να έχουν στα χέρια τους και την «παγκόσμια κυβέρνηση». Σε τούτο το ερώτημα και σε άλλα παρόμοια μ’ αυτό, τηρείται σιγή ιχθύος όταν δεν λέγονται πράγματα εντελώς εκτός πραγματικότητας. Μάλιστα, ίσως εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε, πως σε αρκετές εκδοχές του Αριστερού Αναρχισμού, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις μικρές κοινότητες και τη λειτουργία τους, και ως προς αυτό το σημείο, ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός, μάλλον τείνει να ακολουθήσει ακόμα πιο ακραίες Αναρχικές προσεγγίσεις, που δεν δέχονται ούτε τέτοιες μικρές «κοινότητες», που μπορούν να αποτελέσουν τον πυρήνα της έναρξης μιας διαδικασίας και που με διάφορα προσχήματα, απλώς θα δικαιολογούν την επανασύσταση των μεγάλων «κοινωνιών» και εν τέλει των ίδιων των κρατών.

Τα προτεινόμενα «Νέα Πολιτισμικά Υποδείγματα», από την άλλη, προσεγγίζονται μέσω της «πολιτισμικής βασιλικής οδού», της θρησκείας, που βρίσκεται στο κέντρο όλων των πολιτιστικών διαφορών, με βάση το οποίο, ως ομόκεντροι πλέον κύκλοι εκτείνονται όλες οι υπόλοιπες πολιτισμικές «εξειδικεύσεις», κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές.

Ειρωνικά, ο Αριστερός Αναρχισμός και ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός, προσεγγίζουν το ζήτημα της αθεΐας, ο μεν Αριστερός Αναρχισμός άμεσα και χωρίς πολλές κουβέντες, απορρίπτοντας κάθε αναφορά σε «υπερβατικές δυνάμεις», ο δε Αναρχονεοφιλελευθερισμός, έμμεσα, μέσω της Πολυπολιτισμικότητας, η οποία στο βάθος, εκτός των άλλων στρατηγικών της επιδιώξεων, όπως π.χ., η μέσω αυτής ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της στρατηγικής που στοχεύει στην εγκαθίδρυση της παγκόσμιας Νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης μέσω της κατάργησης των εθνικών κρατών (αν κι αυτό, είναι ένα προκάλυμμα απλώς για την διεθνή επικράτηση μερικών μεγάλων εθνικών κρατών που κάθε άλλο παρά σκοπεύουν να αυτοκαταργηθούν και που θα διανείμουν τον πλανήτη μεταξύ τους, ή απλά, από κοινού θα τον «διοικούν»), στοχεύει και στην εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας κοινής Αναρχονεοφιλελεύθερης κουλτούρας, κι εδώ το ζήτημα της θρησκείας έχει σημαντική, κομβική σημασία. «Η «αποεθνικοποίηση» των θρησκειών, είναι μια ιδιαίτερη στρατηγική της Πολυπολιτισμικότητας στο ζήτημα αυτό, που «σερβίρεται» μέσω τέτοιων τακτικών, όπως η «προσέγγιση των θρησκειών», η προοπτική μιας Παγκόσμιας Εκκλησίας που προφανώς θα κηρύττει μια Παγκόσμια Θρησκεία όπως αυτή θα έχει προκύψει από την «προσέγγιση των θρησκειών», η οποία δεν θα είχε τίποτα το μεμπτό, αν ήταν αυθόρμητη και όχι ενταγμένη στο παγκόσμιο Νεοφιλελεύθερο Πρότυπο, δηλαδή, το Παγκόσμιο Αγοραίο Πρότυπο, στο οποίο και οφείλουν να ενταχθούν και εν τέλει αφομοιωθούν απ΄ αυτό τα πάντα, με βάση τα δικά του πιστεύω και δόγματα, μπρος στα οποία, τα θρησκευτικά δόγματα δεν μπορούν να αξιώνουν προτεραιότητες, ούτε καν στο θρησκευτικό επίπεδο, ιδίως σ’αυτό. Αυτή η άρνηση από πλευράς Αναρχονεοφιλελευθερισμού των διαχρονικών θρησκευτικών προτύπων, έρχεται να συμπληρωθεί, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον Αριστερό Αναρχισμό, των λοιπών κλασικών αστικών προτύπων, κοινωνικών και πολιτικών, τα οποία βρίσκονται στο στόχαστρο όχι μόνο της κριτικής μα κυρίως της πολιτικής και του ακτιβισμού τους. Όμως είναι πολύ σημαντικό, στο σημείο αυτό, να επισημάνουμε πως ό,τι επιχειρείται εδώ είναι ουσιαστικά η κατασκευή όχι απλά «διόδων επικοινωνίας» μεταξύ των θρησκειών, αλλά, ουσιαστικά,  η κατασκευή μιας νέας Παγκόσμιας Θρησκείας, που θα προκύψει ως ένα είδος τομής μεταξύ των υπαρχουσών θρησκειών σε ό,τι αφορά τα «κοινά» ή θεωρούμενα ως «κοινά» τους σημεία (δόγματα), ενώ ως προς τα υπόλοιπα, αυτά θα επιχειρηθεί μέσω της εκκοσμικευμένης λογικής και προσέγγισης των θρησκευτικών διαφορών, «εν τέλει» να αποδειχτεί πως «όλοι εννοούμε το ίδιο πράγμα», έστω κι αν το εκφράζουμε με άλλες λέξεις. Δεν γνωρίζω τι είδους «θεότητα» σκοπεύουν να εγκαταστήσουν στο θρόνο της Παγκόσμιας Θεολογίας και Θρησκείας, γνωρίζω όμως πως κανείς στην Ιστορία δεν έπαιξε με τις πολιτισμικές αξίες των ανθρώπων, των λαών και των εθνών, χωρίς σοβαρές συνέπειες για τον ίδιο και για την ανθρωπότητα η τμήματα της ανθρωπότητας κατά περίπτωση. Εδώ, μάλλον, κάποιοι φιλοδοξούν να ιδιοποιηθούν όχι μονάχα την κοσμική εξουσία μα και την υπερβατική, διότι αν η πρώτη προσβάλλεται σχετικά εύκολά, η δεύτερη προσβάλλεται πολύ πιο δύσκολα. Εξ άλλου, έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που Θεία και Κοσμική εξουσία εκπροσωπούνταν επί της ιδίας κεφαλής, ενός π.χ., «ελέω Θεού μονάρχη», και μιας και τώρα, ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός βρίσκει τα «πρότυπά» του πίσω στον 19ο και 18ο αιώνα, κι ακόμα πιο πίσω, ας μη ξεχνάμε εκεί, πως υπήρχε και το πρότυπο της «ελέω Θεού εξουσίας»  (το «βασιλείας» δεν είναι το καθοριστικό), ένα «πρότυπο» που μάλλον κι αυτό θετικά επέδρασε στο Νεοφιλελεύθερο δόγμα εκείνης της εποχής, και άρα, εξίσου θετικά θα επιδράσει και σήμερα, αν κανείς θέσει πάλι και τις δύο αυτές εξουσίες επί της ιδίας «κεφαλής» εξουσίας, συλλογικής ή μη αδιάφορο. Φυσικά το «ελέω Θεού» δεν θα το δούμε, (υποθέτω δηλαδή), όμως, υποκατάστατά του, όχι απλά μπορούμε να δούμε, μα ήδη βλέπουμε. Π.χ, η «θεωρία του Μονοδρόμου» που βιώνουμε εδώ στην Ελλάδα των Αναρχονεοφιλεύθερων Μνημονίων, είναι ένα υποκατάστατο της «ελέω Θεού μοναρχίας» του παρελθόντος, αν με την τελευταία φράση εννοούσαμε πως δεν υπήρχε εναλλακτική σε ό,τι ο «ελέω Θεού» μονάρχης απεφάσιζε επί ενός θέματος, διότι ακριβώς το ίδιο εννοεί και η εξουσία που επιβάλλει τα Μνημόνια : είναι «Μονόδρομος», τουτέστιν επιβαλλόμενα από μια Υπέρτατη Λογική, που όμως τέτοιες Υπέρτατες Λογικές δεν μπορούν να επιβάλλουν παρά Υπέρτατες Νοημοσύνες, που ως τέτοιες δεν μπορεί παρά να συλλαμβάνονται από Υπέρτατα Όντα. Φυσικά, θα μπορούσε κανείς να πει : αποκλείεις εξόν από Υπέρτατες Αλήθειες να έχουμε και Υπέρτατες Ανοησίες; Λοιπόν… Όχι! Δεν το αποκλείω.

Από την άλλη, για να πάμε ένα βήμα παρακάτω τη σκέψη μας, ο στόχος της κατάργησης των «εθνικών κρατών», (και γενικότερα : κάθε ιδιαίτερης «εθνικής» πολιτισμικής πτυχής, όπως η θρησκεία παραπάνω), δεν μπορεί να έχει ελπίδες ευόδωσης αν η ίδια έννοια του «έθνους» δεν πληγεί αποφασιστικά και δεν θεωρηθεί ξεπερασμένη αν όχι εντελώς κενή περιεχομένου στα πλαίσια του Αναρχονεοφιλελεύθερου Παγκόσμιου Υποδείγματος. Αυτό διευκολύνει τόσο τους στόχους του Αριστερού Διεθνισμού, όσο και εκείνους της Παγκοσμιοποίησης. Το «αίμα» είναι το κυρίαρχο συστατικό του έθνους, λοιπόν, σύμφωνα με το κυρίαρχο εθνομηδενιστικό επιχείρημα, και θα αρκούσε να αποδεχτεί η «μη εθνική καθαρότητα», κι όχι το γεγονός πως υπάρχει μια ψυχική και πνευματική πολιτισμική κληρονομιά, ιδιαίτερη για κάθε λαό, διακριτή για κάθε λαό, ώστε, να τον διακρίνει από άλλους σε βαθμό που πράγματι να δικαιούται να θεωρηθεί ότι συγκροτεί και συγκροτείται σε ιδιαίτερο «έθνος». Όμως, ενώ το DNA μπορεί και τίθεται υπό την πειραματική έρευνα, τέτοιες πλατιές προσεγγίσεις όπως π.χ., το «εθνικό πνεύμα», η «εθνική συνείδηση», «εθνική κουλτούρα» κ.λπ., επιβιώνουν ως ιστορικές διαχρονικές πραγματικότητες, μη δυνάμενες όμως να τεθούν υπό την πειραματική βάσανο του μικροσκοπίου και του πειραματικού εργαστηρίου, μαζί με το DNA, τα αίματα και τα κόπρανα, με αποτέλεσμα να αντικρούονται δογματικά και αξιωματικά ως  «αναπόδεικτες» καταστάσεις, όμως, φευ!, είναι ακριβώς αυτές οι «αναπόδεικτες» καταστάσεις, που μπορούν να δώσουν κάποια «λογική» εξήγηση, στο ερώτημα, γιατί σχεδόν το σύνολο της ανθρωπότητας, δονείται σε τακτά χρονικά διαστήματα, χιλιάδες τώρα χρόνια, από αναβρασμούς που, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, οδηγούν διακριτά μεγαλύτερα ή μικρότερα τμήματα της ανθρωπότητας, ανεξάρτητα αν τα αποκαλούμε φυλές, έθνη ή όπως αλλιώς, να αναζητούν την ασφάλεια και εν τέλει την ίδια την ειρηνική συμβίωση στους «δικούς τους ανθρώπους», στην επανασύσταση «σπιτικών» στα οποία θα διαβιώνουν όχι κοινόβια διαφορετικών «οικογενειών», μα «οικογένειες» με «δεσμούς συγγένειας», όπως και σε όποιο βαθμό μπορεί να καθοριστούν οι «βαθμοί συγγένειας». Τι είναι αυτό, που είτε μέσω του Αριστερού Διεθνισμού είτε μέσω της  καπιταλιστικής Παγκοσμιοποίησης, δεν επιτρέπει τελικώς, την σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, πάντως ορατή «εθνική» πολιτισμική συσπείρωση που είναι εγκαθιδρυμένη σε όλες τις γωνιές του πλανήτη να διαρραγεί και να οικουμενοποιηθεί;

Ήδη κάναμε μια νύξη παραπάνω, μιλώντας για τη θρησκεία, για τα «κλασικά αστικά πρότυπα» που κι αυτά βρίσκονται στο στόχαστρο της Αναρχικής ιδεολογίας. Οι αστικές αξίες, τόσο για τον Αριστερό Αναρχισμό όσο και για τον Αναρχονεοφιλελευθερισμό, είναι κάτι το παρηκμασμένο, κάτι το άρρωστο, κι εδώ έχει σημασία να εντοπίσουμε πως δεν εξαιρείται ούτε η «αστική ηθική», πόσο μάλλον η «μικροαστική ηθική», (τη θέση της παίρνει, θα μπορούσε να διαπιστώσει κανείς, ένα είδος προτεσταντικού κι ακόμα πουριτανικού περιεχομένου ατομικό ηθικό πρότυπο εγκράτειας και στα δύο είδη Αναρχισμού που εδώ εξετάζουμε), αλλά, ούτε και ο ίδιος ο θεσμός της οικογένειας. Κι αν στον Αριστερό Αναρχισμό, η «αστική» οικογένεια τίθεται υπό αμφισβήτηση περισσότερο ξεκάθαρα, η Παγκοσμιοποίηση δεν τις αμφισβητεί απλά, μα τις διαλύει κυριολεκτικά μέσω των οικονομικών της πολιτικών αλλά και των «πολυπολιτισμικών» της προτύπων που κι αυτά δίνουν τελείως νέες διαστάσεις στην έννοια της συγκρότησης και της λειτουργίας της «νέας οικογένειας».

Η «παγκόσμια ελεύθερη κίνηση της εργασίας», χωρίς «εμπόδια», είναι μια στρατηγική επιλογή για τη Παγκοσμιοποίηση όσο και για τον Αριστερό Διεθνισμό, αν κι ο καθένας τους προσδοκά διαφορετικές εξελίξεις και διεργασίες από το φαινόμενο αυτό. Η ουσία είναι πως στο «δια ταύτα», το φαινόμενο αυτό, με όποια μορφή κι αν εκδηλώνεται, είτε π.χ. μέσω της «ελεύθερης» είτε μέσω της «βίαιης» (π.χ., προσφυγιά και μετανάστευση) μετακίνησης εργατικής δύναμης, οι άνθρωποι αυτοί, που θα πρόσφεραν περισσότερο στην παγκόσμια υπόθεση αν έμεναν να αγωνιστούν στις πατρίδες τους προκειμένου να τις βοηθήσουν, απλά, πρόκειται να λειτουργήσουν ως ο αναγκαίος εφεδρικός εργατικός στρατός, προκειμένου να συμπιεσθούν προς τα κάτω οι χρηματικές και λοιπές κοινωνικές πρόνοιες των εργαζόμενων στις κατά κανόνα πλουσιότερες χώρες υποδοχής αυτών των «υπό κίνηση» εργατικών ρευμάτων, και να συμβάλλουν έτσι στην επιτυχία της κύριας στρατηγικής της Παγκοσμιοποίησης που είναι μια όσο το δυνατόν πιο συμπιεσμένη από άποψη βιοτικού επιπέδου ανθρωπότητα και όσο το δυνατόν μεγαλύτερος βαθμός συγκέντρωσης του παγκόσμιου πλούτου και εισοδήματος σε όσο το δυνατό λιγότερα χέρια. Οι μετακινήσεις αυτές, από την άλλη, αναμένεται να αποδυναμώσουν τα διεκδικητικά κινήματα, τόσο στις χώρες υποδοχής όσο και στις χώρες προέλευσης των μεταναστών, για εύλογους λόγους. Για τον Αριστερό Αναρχισμό τα «εμπόδια» της παγκοσμιοποίησης των δικών τους στόχων (όποιοι κι αν είναι), πρέπει να καταστραφούν και αντικατασταθούν με τις αρχές της παγκόσμιας αναρχικής τους πολιτείας, για δε τον Αναρχονεοφιλελευθερισμό ομοίως πρέπει να αντικατασταθούν από μια Αγοραία και Οικονομική Παγκόσμια Τάξη, με τα «άτομα» απολύτως «άτομα» χωρίς καμία αναφορά σε κάτι πάνω απ’ αυτά, αφού, θα έχει καταργηθεί η μόνη απειλή, το «Κράτος», και τη θέση του θα έχει πάρει ένας άνεμος ελευθερίας, όπου οι πάντες μπορεί να κάνουν ό,τι θέλουν αρκεί να μην ενοχλείται και κυρίως παραβιάζεται η «ελευθερία» του διπλανού τους. Αυτά τα θεσπέσια επί χάρτου σχεδιάσματα, ασφαλώς, μπορούν τόσο εύκολα να δημιουργήσουν επίγειους Παραδείσους αν είχαν να κάνουν με Αγγέλους, όσο και ζούγκλες, αν έχουν να κάνουν με τον γνωστό μας Άνθρωπο, με όλα του τα προτερήματα και όλα του τα ελαττώματα, με όλες του τις δημιουργικές μα και τις καταστροφικές του δυνάμεις και ροπές.

Σε αντίθεση με τον Αριστερό Αναρχισμό, η Αναρχονεοφιλελεύθερη Παγκοσμιοποίηση, προηγείται στο ζήτημα των «πρακτικών επιτευγμάτων», ή μάλλον, ανάμεσα στον πρώτο και στον δεύτερο αναρχισμό, η διαφορά είναι χαώδης στο ζήτημα αυτό. Ακόμα και την Αριστερή Αναρχική ιδεολογία ο νεοφιλελευθερισμός την οργάνωσε και την συστηματοποίησε σε βαθμό πρωτόγνωρο, από πλευράς αποτελεσματικότητας, υπέρ αυτού. Ένα μεγάλο πλεονέκτημα του αναρχονεοφιλελευθερισμού έναντι του αριστερού αναρχισμού έγκειται στο ότι είναι σε θέση να συγκροτήσει ισχυρούς κατά τόπους ηγετικούς πυρήνες, σε επίπεδο κρατικής εξουσίας και εν τέλει να καταλαμβάνει και μέσω αποδεκτών δημοκρατικών διαδικασιών τέτοιες εξουσίες, πράγμα σχεδόν αδύνατο στον Αριστερό Αναρχισμό στον οποίο ο κάθε αριστερός αναρχικός συνιστά δυνάμει και μια αυτόνομη τάση αν όχι φράξια αν μπορέσει και συνασπισθεί με καμιά δεκαριά άλλους, με τους οποίους δεν είναι διόλου βέβαιο ότι δεν θα διαφοροποιηθεί και άρα πάψει και να συνεργάζεται μαζί τους. Τέτοιες ιδεολογικού περιεχομένου «φράξιες» στον Αναρχονεοφιλελευθερισμό δεν υπάρχουν, (εδώ ο αγοραίος ανταγωνισμός και οι συνέπειές του, δεν μπορούν να προσεγγισθούν με όρους «ιδεολογικής φράξιας»), παρ΄ ό,τι η «ατομική αυτονομία» συνιστά θεμελιώδες αξίωμα και στους δύο αναρχισμούς. Άλλωστε η Αριστερή Αναρχική Αριστερά, για να μη πω η Αριστερά στο σύνολό της, είναι μάλλον περιώνυμη για την «επικοινωνιακή» της δυστοκία όχι μονάχα με τις άλλες πολιτικές και ανταγωνιστικές της δυνάμεις, μα και με τον ίδιο το λαό, ενώ πιο περιώνυμη είναι η έλλειψη αποτελεσματικής διπλωματίας με ό,τι δεν βρίσκεται δε ιδεολογική συμφωνία μαζί της. Π.χ., σε αντίθεση με την αναρχική Αριστερά που διέπραξε την πολιτική ανοησία να αντιπολιτευθεί τα κυρίαρχα κομμουνιστικά κόμματα (ιδίως της ΕΣΣΔ αλλά και όχι μόνο),είτε αυτά βρισκόταν στην εξουσία είτε όχι, ο Αναρχοφιλελευθερισμός με περισσή επιμέλεια καμουφλάρει τον ιδεολογικό του πυρήνα και ταυτόχρονα εμφανίζεται πολύ ανεκτικός στις αντίθετες ιδεολογίες ρίχνοντας το βάρος της αντιπαράθεσης σε καθαρά τρέχοντα τεχνικά ζητήματα της εμπορικής, δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής όπου εκεί χωρεί λίγη ιδεολογία και περισσότερη συμφωνία. Ίδιοι κατ’ ουσία στόχοι, παρόλο που αποβλέπουν σε «οργανωτικά» και ιδεολογικά διαφορετικά αποτελέσματα, ο νεοφιλελευθερισμός, υπερβαίνοντας τις λεκτικές και ιδεολογικές διαφορές, αποκαθάρει τους στόχους από αυτές τις διαφορές, και ως τέτοιους τους προωθεί και επιβάλλει, μη έχοντας ιδιαίτερο πρόβλημα αν από τον κόσμο θεωρηθούν με βάση τούτη ή την άλλη ιδεολογία και θεωρία. Την Δημοκρατία, την «σέβεται», ακριβώς όπως οι Σταυροφόροι κάποτε, εν ονόματι του Σταυρού, έσφαζαν και λεηλατούσαν «αλλοθρήσκους», κι όπως άλλοι μη χριστιανοί έχουν την δική τους ιστορία και προϊστορία στο «Δίκαιο της Μάχαιρας», εν ονόματι των δικών τους (υπερβατικών) «Αληθειών».

Ο Αριστερός αναρχισμός, σ' αντίθεση με τον Αναρχονεοφιλελευθερισμό, αγνοεί τη σημασία της στρατηγικής και της πολιτικής στη δράση του, στην οποία δεσπόζει ένα σχέδιο στερούμενο στρατηγικής πνοής, και την ίδια στιγμή ένα μάλλον «τυφλό» επαναστατικό και το ίδιο τυφλό «βίαιο» πρόταγμα. Όπως αγνοεί και τη σημασία της οικονομικής, επιστημονικής και τεχνολογικής εξέλιξης. Πολλές φορές, διαβάζοντας το πώς ο Αριστερός Αναρχισμός βλέπει τη μελλοντική κοινωνία και πολιτεία, έχω την αίσθηση ότι διαβάζω ένα βουκολικό αφήγημα, κάτι που περιγράφει μια ειδυλλιακή εικόνα μιας εξοχής, όμως, εδώ βρισκόμαστε μπρος σε αδυσώπητες εξελίξεις, που είναι αδύνατο να δαμαστούν με την «επιστροφή» στη προκαπιταλιστική κοινωνία και οικονομία, διότι τέτοια επιστροφή δεν υπάρχει. Τον Βουκεφάλα, είτε θα τον θανατώσεις, είτε θα τον ημερέψεις. Και μιας και το πρώτο δεν μπορεί να γίνει, και θάλεγα δεν είναι επιθυμητό να γίνει διότι ένα τέτοιο άτι, σου είναι περισσότερο και από χρήσιμο, σου είναι αναγκαίο, πρέπει να βρεις τρόπο να το ημερέψεις. Η Ανθρωπότητα έφτασε σε ένα επίπεδο προόδου και πλούτου θαυμαστό. Τόσο θαυμαστό, ώστε, πραγματικά, η φτώχεια να μη δικαιολογείται σε καμιά γωνιά της γης, ενώ, θα μπορούσε να διασφαλίσει ελάχιστα επίπεδα διαβίωσης για το σύνολο της Ανθρωπότητας, κυριολεκτικά «σκανδιναβικού» τύπου. Το μη θαυμαστό είναι πως αυτή η πρόοδος όχι μόνο δεν διένειμε τα οφέλη της δίκαια και σε όλους, μα στην εποχή μας, την εποχή του Αναρχονεοφιλελευθερισμού, τείνει αυτή η ανισότητα να γίνεται όχι μονάχα μεγαλύτερη, μα και να ιδεολογικοποιείται η αναγκαιότητά της φανερά πλέον από την Αναρχονεοφιλεύθερη Νέα Τάξη Πραγμάτων. Αυτός όμως δεν είναι λόγος να σκοτώσω τα μέχρι σήμερα επιτεύγματα, επειδή απλώς έχουν κλαπεί και χρησιμοποιούνται εναντίον των συμφερόντων της Ανθρωπότητας. Είναι σοβαρός λόγος να αγωνιστώ να τα αποσπάσω από τα χέρια των κλεφτών και να τα θέσω στην υπηρεσία του Ανθρώπου. Ο Πιοτρ Κροπότκιν, ασφαλώς θα συμφωνούσε με αυτή μου τη θέση.

Κυρίως δε, ο Αριστερός Αναρχισμός, αγνοεί και δεν αποδέχεται, τουλάχιστον στο ιδεολογικό του πρόταγμα, την αναγκαιότητα της ατομικής πειθαρχίας και υποταγής σε μια ηγεσία, ακόμα και σε περιόδους κατά τις οποίες απαιτείται μια τέτοια πειθαρχία, όπως π.χ. σε ένα πόλεμο ή σε μια επανάσταση, πράγμα που ο Αριστερός αναρχισμός το πλήρωσε ακριβά σε διάφορες περιόδους της ιστορίας, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με την οργανωμένη εξουσία και τις πειθαρχημένες δυνάμεις της, στρατιωτικές ή αστυνομικές.

Μένοντας στον Αναρχονεοφιλελευθερισμό, ελάχιστοι από τους αναρχονεοφιλελεύθερους τεχνοκράτες και πολιτικούς έχουν συλλάβει τη Μεγάλη Εικόνα της Αναρχονεοφιλελεύθερης Αναρχίας, την οποία συγχέουν με την «φυσιολογική» Πραγματικότητα του απλού Ανθρώπου, ο οποίος ασφαλώς και δεν οραματίζεται τον εαυτό του στ ρόλο του γραναζιού των Αγορών, αλλά, έχει για τον εαυτό του πολύ πιο υψηλές και ανθρώπινες φιλοδοξίες. Είναι μια πραγματικότητα ανάλογη με τις κατά καιρούς πραγματικότητες των ολοκληρωτικών καθεστώτων που έχουν επιβληθεί σε διάφορες ιστορικές περιόδους και τόπους, όμως, η τύχη ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος είναι προδιαγραμμένη, και κυρίως, δεν παύει να είναι μια εκτροπή. Είναι επομένως ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός η Πραγματικότητα μιας Δημοκρατικής Εκτροπής, η Πραγματικότητα της Αθλιότητας. Άλλωστε, όπως συμβαίνει σχεδόν με όλες τις ιδεολογίες έτσι κι ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός, λέει πώς βλέπει το σήμερα αλλά δεν λέει κουβέντα για την τελική μορφή της Αναρχονεοφιλελεύθερης παγκόσμιας πολιτείας, πέραν από τα τσιτάτα περί «προόδου» και «ανάπτυξης», που κάποια στιγμή στο ακαθόριστο μέλλον θάρθει η «ευημερία», ή μάλλον, θα πέσει ως βροχή από τον «ουρανό» (που στο Αναρχονεοφιλελεύθερο δόγμα είναι οι κυρίαρχη πλουτοκρατική ελίτ). Όμως υπάρχουν βροχές και βροχές. Υπάρχει η ψιχάλα, υπάρχει η ποτιστική βροχή, υπάρχους οι καταρράκτες, υπάρχουν ακόμα και οι κατακλυσμοί, και ως προς το «είδος» της βροχής, πολύ λίγο μιλάνε. Και τούτο διότι στη νεοφιλελεύθερη αναρχία, υπάρχουν δύο ειδών βροχές, που πέφτουν προγραμματισμένα σε διακριτές περιοχές. Στη μεν περιοχή των προστατευόμενων ελίτ οι βροχές είναι ποτιστικές και ζωογόνες εν τέλει, στη δε περιοχή των εξαθλιωμένων μαζών, πέφτουν κατά κανόνα καταρράκτες. Παρ’ ότι συνήθως ο Νεοφιλελευθερισμός προτιμά τη χρήση «αποκοινωνικοποιημένων» και ιδεολογικά ουδέτερων όρων, όπως «ανάπτυξη» και «αύξηση», εν τούτοις, κι όταν ακόμα αναφέρεται σε ζητήματα «ευημερίας», αυτή αφορά μονάχα τους οικονομικά ισχυρούς. Η ευημερία, για τους πολλούς ορίζεται με τον πιο τσιγγούνικο τρόπο, ενώ δεν παραλείπεται να ενοχοποιείται όταν υπερβαίνει εκείνο το όριο που «κακομαθαίνει» την πλειοψηφία του λαού, ο οποίος αρχίζει να εθίζεται σε ένα τρόπο ζωής, που αν και απέχει παρασάγγας από τον, εν τούτοις αποδεκτό, τρόπο ζωής της πλουτοκρατίας, εν τούτοις, εδώ ο κίνδυνος είναι να δημιουργήσει προσδοκίες για ένα διαρκώς ανώτερο βιοτικό επίπεδο για τους πολλούς, πράγμα ολέθριο για τα μεγάλα συμφέροντα. Έτσι, από καιρού σε καιρό, με διάφορους τρόπους, και οι οικονομικές κρίσεις είναι ένας απ' αυτούς, αν και επιτελούν ακόμα ευρύτερη αποστολή, φροντίζουν να προσγειώνουν στη πραγματικότητα και να επαναφέρουν σε προηγούμενα χαμηλότερα βιοτικά επίπεδα την πλειοψηφία του λαού, όταν διαπιστωθεί πως παρεξήγησε τη θέση του στο ιστορικό και ιδίως το οικονομικό γίγνεσθαι.

Οι κλασικοί θεωρητικοί του νεοφιλελευθερισμού, π.χ., οι Μίλτον Φρίντμαν και Φρίντριχ Χάγιεκ, δεν αφήνουν κανένα αρνητικό, κατά την άποψή τους, χαρακτηριστικό της κρατικής λειτουργίας που να μην το κριτικάρουν, κυρίως του κοινωνικού κράτους, σχεδόν πάντα αρνητικά, και χωρίς να σταματούν να εκθειάζουν την ιδιωτική παρέμβαση και πόσο πιο ωφέλιμη θα ήταν αν είχε στα χέρια της τις κριτικαριζόμενες κρατικές (ιδίως κοινωνικές) λειτουργίες. Τα ελάχιστα θετικά σημεία που μπορούν να αναγνωρίζουν είναι τόσο λίγα και τόσο θάλεγα περιθωριακά, ώστε να μην μπορούν καν να γκριζάρουν το μαύρο χρώμα που κυριαρχεί στη κριτική του Κράτους. Από την άλλη, στα μάτια τους, η Αγορά είναι ένα ισοζύγιο θετικών χαρακτηριστικών, και αν υπάρχουν και κάποια αρνητικά είναι τόσο λίγα και τόσο επουσιώδη, ώστε να μην αξίζει ο κόπος να αναφερθούν καν, πέραν του ότι ακόμα και γι αυτά, ενδεχομένως και να ευθύνεται, πάλι, το κράτος. Και είναι σε κάποιο βαθμό, το «ανοιχτό χρώμα» με το οποίο ζωγραφίζουν τις «αγορές» και την «ατομική ελευθερία» στο «επιχειρείν», που καθιστά πιο μαύρη την εικόνα του Κράτους. Διότι αν και τις Αγορές τις είχαν «γκριζάρει» περισσότερο, τότε και το μαύρο του Κράτους, μάλλον θα ήταν κι αυτό πιο γκρίζο. Την ελάχιστη κρατική παρέμβαση που θέτει «εμπόδια» στην «ελευθερία» των Αγορών, και που «σπαταλά» σε «αναποτελεσματικές» κοινωνικές πολιτικές τα χρήματα των φορολογούμενων , την εξισώνουν με την ατομική ανελευθερία αν όχι δουλεία, και επομένως, έτσι δογματίζοντας, ορίζουν και τα σημεία επαφής και τομής με τα κυρίαρχα Δόγματα του Ανθρώπου, που αντιπαρατίθενται στα παραπάνω Δόγματα των Αγορών. Τέτοια «σημεία επαφής και τομής», ασφαλώς και ο καθένας μπορεί να εντοπίσει πολλά ή και λίγα ή και κανένα, διότι, τούτο εξαρτάται από το πώς ο καθείς ορίζει και τι περιεχόμενο δίνει στην ίδια του τη ζωή, τη κοινωνία, την δημοκρατία, κ.λπ. Ασφαλώς, σε κάθε Δόγμα, υπάρχουν μη συζητήσιμα Αξιώματα και Αρχές, που προκύπτουν από την φιλοσοφική στάση του καθενός απέναντι σ΄ αυτά, γι’ αυτό και οι σχετικές «συζητήσεις» είναι σχεδόν πάντα άγονες και αδιέξοδες. Π.χ., το πώς είμαι τοποθετημένος απέναντι στο ζήτημα της «Αξιοπρεπούς Ζωής», προκύπτει από δύο πράγματα : τι εννοώ με τη λέξη «αξιοπρέπεια» και τι περιεχόμενο δίνω στη λέξη «ζωή». Ποιος είπε πως η εννοιολόγηση είναι αυτονόητη και κυρίως ότι υπάρχει μια έννοια για τις δύο παραπάνω λέξεις; Όμως, τέτοιας σημασίας αδιαπραγμάτευτες έννοιες, είναι ακριβώς εκείνες που δημιουργούν τις μεγάλες ιδεολογικές αντιθέσεις.

Οι νεοφιλελεύθεροι θεωρητικοί σχεδόν δεν διαβλέπουν καμιά πιθανότητα, ακόμα κι αν το Κράτος λειτουργούσε και ήταν οργανωμένο όπως οι ίδιοι το φαντάζονται, η «ελεύθερη αγορά», εν τέλει, ΣΤΗ ΠΡΑΞΗ , να παράγει στρεβλώσεις ανάλογες μ' εκείνες του κρατικού παρεμβατισμού, και η περίφημη «αόρατος χειρ» απλά να μην οδηγεί στην αυτορρύθμιση. Αυτό είναι τόσο αδύνατο να συμβεί, όσο αδύνατο είναι, αφού ο ήλιος έδυσε το βράδυ, να μην ανατείλει εκ νέου το πρωΐ.

Και βεβαίως δεν είναι τυχαίο, πως οι πλέον λαμπροί εκπρόσωποι του νεοφιλελευθερισμού, προτιμούν τον όρο φιλελευθερισμός, χωρίς βεβαίως τις μολυσματικές επιδράσεις του σοσιαλισμού, (της σοσιαλδημοκρατίας μη εξαιρουμένης) στον οποίο και χρεώνουν τον κάθε είδους ολοκληρωτισμό, όπως τον ναζισμό, φασισμό, κομμουνισμό και τον γιαπωνέζικο μιλιταρισμό. Για όλα φταίει ο κρατικός παρεμβατισμός. Όπου κυριαρχεί η ρύθμιση της αοράτου χειρός των αγορών, εκεί φωλιάζει η Ελευθερία (και η Δημοκρατία, όπως την εννοούν).

Και πού βλέπουν το μέλλον;

Στον φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα!

Γι' αυτούς, εκεί σταματούν τα οράματά τους, και ό,τι συνέβη από εκεί και πέρα, συμπεραίνω εγώ τώρα, δεν ήταν παρά μια τεράστια εκτροπή της ανθρώπινης πορείας προς την πρόοδο. Θέλετε ανθρώπους «ελεύθερους»; Αναζητείτε πρότυπα ή παραδείγματα οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης, ή να δώσετε το αρμόζον περιεχόμενο στη ζωή των ανθρώπων; Κοιτάξτε τον 19ο αιώνα, και ιδίως τον αγγλικό 19ο αιώνα. Ο 20ος και 21ος αιώνας, δεν αποτελούν παρά εκτροπές της Ιστορίας. Ανθρώπινα δικαιώματα, κοινωνικό κράτος, Συντάγματα, Δημοκρατία στον 20ο και 21ο αιώνα, οφείλουν τάχιστα να προσαρμοστούν στην φιλελεύθερη κοσμοθεωρία του 19ου αιώνα! Αλλά, κι αυτή η αναδρομή στον 18ο ή 19ο αιώνα, είναι μονάχα λεκτική, διότι ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός ως πρακτική πολιτική, όπου επιβάλλεται, διεκδικεί ιστορικές ρίζες που φτάνουν ακόμα και στις προϊστορική περίοδο. Π.χ., ένα από τα αρχαϊκά πρότυπα του Νεοφιλελευθερισμού είναι πως όχι μόνο πρεσβεύει μα και επιβάλλει όπου έχει τη δυνατότητα και το ουσιαστικό εκ χρεών καθεστώς οιονεί δουλείας, όχι μόνο ατόμων όπως συνέβαινε από την εποχή ήδη της προϊστορίας, μα και ολόκληρων λαών και ως προς τούτο διεκδικεί μια θέση ακόμα πιο πίσω στην προϊστορία, και είναι υποχρέωσή μας να τον βοηθήσουμε όσο μπορούμε στην πορεία της αναζήτησης των προνεαντερτάλιων προγόνων του, αρκεί να μην μας εγκλωβίσει κι εμάς εκεί. Η Ελλάδα των Μνημονίων, αποτελεί μια τέτοια περίπτωση, επιβολής καθεστώτος οιονεί δουλείας, αφού κάθε συνταγματική πρόνοια που απαγορεύει την για οποιοδήποτε λόγο προσβολή θεμελιωδών αρχών που έχουν να κάνουν με τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Εθνική Ανεξαρτησία και Κυριαρχία, ουσιαστικά έχει καταργηθεί.

Διαβάζοντας κείμενα τέτοιου βεληνεκούς διαπρεπών διανοητών, όπως ο Φρίντριχ Χάγιεκ ή ο Μίλτον Φρίντμαν, να υποστηρίζουν ότι εφόσον το Κράτος περιορίσει την παρουσία του και την κοινωνική του δραστηριότητα στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο, τόσο ελάχιστο, ώστε περίπου να εξαφανιστεί η παρουσία και η εξουσία του, τότε, θα οδηγηθούμε σ' αυτό που αυτοί ονομάζουν ατομική ελευθερία, και να καμώνονται ότι τον κενό χώρο που θα εγκαταλείψει η κρατική εξουσία, περίπου θα εκχωρηθεί αν όχι επί ίσοις όροις τουλάχιστον με βάση τις ατομικές ικανότητες στο κάθε άτομο χωριστά και δεν θα ξανακαταστεί κεντρική, τούτη τη φορά στα χέρια ισχυρών ιδιωτών, και ότι αυτοί οι τελευταίοι, δεν θα σχεδιάζουν πώς να χρησιμοποιήσουν τούτη τη δύναμή τους, όχι ασφαλώς για το καλό του κάθε άλλου ατόμου ξεχωριστά, μα για το δικό τους ατομικό συμφέρον ή την κυρίαρχη ελίτ στην οποία θα ανήκουν, και ότι θα περιμένουν υπομονετικά κάποια αόρατη χείρα των αγορών να αποφασίσει και τους κοινοποιήσει τι να κάνουν με την εξουσία τους, ειλικρινά, τέτοιες προσεγγίσεις των πραγμάτων, λίγο απέχουν από την πεντακάθαρη ανοησία. Διότι αυτό που επιμελώς αρνιούνται να ονοματίσουν, είναι η διαφωνία τους για το ποιος πρέπει να έχει την εξουσία (στον απόλυτο βαθμό της και υπό τον απόλυτο έλεγχο) και όχι ο περιορισμός της κρατικής εξουσίας. Αυτό που το «φιλελεύθερο» υπόδειγμά τους προτείνει, είναι πως η εξουσία πρέπει να βρίσκεται στις «Αγορές», (δηλαδή στα χέρια λίγων ισχυρών συμφερόντων), και όχι στους «ανίκανους» πολιτικούς, και μέσω των πιέσεων που ασκούνται σ΄ αυτούς από τους ψηφοφόρους τους στη κοινωνία, όσο κι αν ιστορικά, πάντα η πολιτική εξουσία κατορθώνει να κυβερνά μεν εν ονόματι του λαού, όχι όμως πάντα και πλήρως υπέρ του λαού. Η νεοφιλελεύθερη ρητορεία περί μικρότερου και λιγότερου κράτους αποτελεί τον απόλυτο φαινακισμό. Η πολιτική και κρατική δύναμη δεν χάνεται, απλά μεταφέρεται με άλλη μορφή στις ελίτ των Αγορών οι οποίες την ασκούν μέσω αχυρανθρώπων τους στην κρατική εξουσία και στο πολιτικό σύστημα. Εδώ το ζητούμενο είναι, το κέρδος και γενικότερα ο πλούτος των προστατευόμενων από τον νεοφιλελευθερισμό ελίτ, να μην υπόκειται σε κανένα κοινωνικό και πολιτικό έλεγχο για το πως δημιουργείται, ακόμα και αν ονόματι του κέρδους παραβιάζονται οι στοιχειωδέστερες υποχρεώσεις οι σχετικές με την δημόσια υγεία, την προστασία του περιβάλλοντος, την δημόσια ασφάλεια ή την ασφάλεια των πελατών και καταναλωτών διαφόρων ιδιωτικών υπηρεσιών και προσφερόμενων προϊόντων, στοιχειώδεις πρόνοιες και στοιχειώδη δικαιώματα των εργαζομένων, θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα ακόμα και ζητήματα  εθνικής ασφάλειας και εθνικής κυριαρχίας. Και όλα αυτά με ποιο αντίτιμο; Με κανένα εξόν από την υπόσχεσή τους ότι μια χούφτα ανθρώπων πάνω σ' αυτό τον πλανήτη τα γίνονται όλο και πιο πλούσιοι και η υπόλοιπη ανθρωπότητα θα βυθίζεται όλο και πιο πολύ στην εξαθλίωση, κι αυτό, είναι κάτι που πρέπει να το καταπιούμε ως Θεία Ευλογία αλλά και ως Αναπόφευκτο Πεπρωμένο.

Πολύ δε περισσότερο καθίσταται προβληματική και προκλητική η επιχειρηματολογία τους η οποία επιχειρεί να θεμελιώσει όλη την περί «ελευθερίας» τους ρητορεία πάνω στην ανασφάλεια και την αβεβαιότητα, στοιχεία που δεν υπονοούν μα τα τονίζουν ιδιαίτερα, ως ευεργετικές καταστάσεις. Ασφαλώς και το μικρό κράτος με την όσο το δυνατό περισσότερο εξασθενημένη πολιτική εξουσία και ασφαλώς η κατάργηση ή περιορισμός στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο του κοινωνικού κράτους, εντάσσεται στο πυρηνικό αυτό αξίωμα της κυριαρχίας της αβεβαιότητα, ακόμη δε, επίσης θεμελιώδες είναι να ορθωθούν όσα εμπόδια είναι δυνατό, ώστε να διασφαλιστεί πως η βεβαιότητα σε οποιαδήποτε πτυχή του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι δεν θα κάνει την «ολέθρια» εμφάνισή της. Διότι η βεβαιότητα μιας και δεν συνιστά «λογική» της λειτουργίας των αγορών, ενώ, την ίδια στιγμή κατά τον Αναρχονεοφιλελευθερισμό, η αβεβαιότητα αποτελεί μια εκ των βασικών προϋποθέσεων της αγοραίας  «προόδου» και  «ανάπτυξης», οφείλει να εγκαθιδρύσει αυτή την αβεβαιότητα ως μια παγκόσμια αρχή και αξία. Έτσι, στον κόσμο της Αναρχονεοφιλελεύθερης Παγκοσμιοποιημένης Αθλιότητας ο καθείς οφείλει να είναι γενικώς αβέβαιος. Αβέβαιος για το τι θα του συμβεί αν αρρωστήσει, αν μείνει άνεργος, αν μείνει άστεγος, αν πένεται. Ούτως ή άλλως, στην Αναρχονεοφιλελεύθερη προτεσταντική ιδεολογία, ό,τι σου συμβαίνει είναι θεόθεν, μια δίκαιη ποινή ή ανταμοιβή, αναλόγως

Δεν χρειάζεται κανείς να πολυσκεφτεί την εικόνα εκείνη που θα ίσχυε, αν 6-7 δισεκατομμύρια  «ατόμων» πάνω στον πλανήτη, που θα απολάμβαναν ο καθείς για τον εαυτό του και με βάση τα δικά του ατομικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, την «πλήρη ελευθερία» που θα τους πρόσφερε η κατάργηση των «εθνικών» κρατών και η αντικατάστασή τους από τον χαλαρό διαιτητικό ρόλο της νέας παγκόσμιας εξουσίας, που θα επιβάλλονταν από κάποια αόρατη χείρα, θα συμπεριφέρονταν σύμφωνα με τα ατομικά τους νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά, και εύχομαι να μη την δούμε ποτέ αυτή την εικόνα, πέραν του ότι, χρειάζεται μεγάλη φαντασία και ισχυρή δόση παθολογικής αφέλειας να πιστεύει κανείς, πως μια παγκόσμια κυβέρνηση, δεν θα βρεθεί στον πειρασμό να ασκήσει «πλήρως» την εξουσία της, με βάση τις «εταιρικές αρχές διακυβέρνησης», δηλαδή, όπως διοικείται μια μεγάλη ιδιωτική επιχείρηση, με ό,τι αυτό σημαίνει, και σημαίνει πλήρη υποταγή της ατομικής ελευθερίας και των ατομικών πεποιθήσεων στους επιχειρησιακούς σκοπούς και το καταστατικό λειτουργίας της εταιρείας, που ασκούνται συχνά καθ’ υπέρβαση των ισχυόντων νόμων και περιορισμών που υπάρχουν ακόμα κι όταν είναι παρόν το «ισχυρό, κοινωνικό» Κράτος, πόσο μάλλον αν λείψει από τη μέση. Ασφαλώς όμως, τουλάχιστον οι «κλασικοί» θεωρητικοί του «φιλελευθερισμού» (δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού), όπως οι Χάγιεκ και Φρίντμαν, δεν αγνοούν το ποσό τέτοιες θεμελιώδεις έννοιες όπως ατομισμός ή ακόμα και ελευθερία έχουν διαφορετικό πολιτισμικό περιεχόμενο, π.χ., στην Δυτική Ευρώπη και στην Νοτιοανατολική Ασία ή στον ισλαμικό κόσμο, όμως, λένε πολύ λίγα και πολύ λίγο πειστικά πάνω στο κρίσιμο όσο και ακανθώδες αυτό ζήτημα.

Αποτελεί αναμφισβήτητα πνευματική μυωπία πρώτου μεγέθους, αν όχι ιδεοληψία, όταν κάποιος επιχειρεί να θεμελιώσει την υπεροχή του Υποδείγματός του και των επιχειρημάτων του πάνω στα ερείπια ενός καταρρεύσαντος αντιπάλου  Υποδείγματος, όταν και το δικό του, δεν στερείται προϊστορίας οικτρών καταρρεύσεων. Αυτό το βλέπουμε έντονα στις αναφορές των νεοφιλελεύθερων συγγραφέων, όπως π.χ. στον φον Χάγιεκ, για να αναφερθώ στον πιο επιφανή ίσως απ’ αυτούς, ο οποίος στο κλασικό του βιβλίο «Ο δρόμος προς τη δουλεία», επιλέγει να αντιπαραβάλλει τις απόψεις του με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του Μεσοπολέμου, ιδίως τη ναζιστική Γερμανία και την ΕΣΣΔ, τα οποία θεμελιώνονται στα ερείπια των κοινωνικών αξιών, ώστε πάνω σ' αυτή την αναμφισβήτητη πραγματικότητα, να θεμελιώσει την «υπεροχή» των επιχειρημάτων του και να ανακράζει νοερά πλην πέραν κάθε αμφιβολίας αυτό που εγώ τουλάχιστον εισπράττω διαβάζοντας το βιβλίο του, «η κοινωνία είναι κάτι που δεν υπάρχει», ακριβώς ό,τι υπογράμμισε η πλέον επιφανής ίσως οπαδός του, πολλά χρόνια αργότερα, η αείμνηστη πλέον, Μάργκαρετ Θάτσερ.

Για να το πω όσο πιο απλά και ωμά γίνεται, όποιος αναγάγει το ατομικό συμφέρον σε μοναδική αξία εκμηδενίζοντας το γενικό συμφέρον, αλλά και το ακριβώς αντίστροφο, τότε, στη μεν πρώτη περίπτωση έχουμε έναν μεμονωμένο κανίβαλο, στη δε δεύτερη, ένα συλλογικό κανίβαλο. Η Κοινωνία δεν δικαιούται να εξαφανίζει την ατομικότητα, αλλά, ισχύει και το αντίστροφο.

Αν ο Αναρχονεοφιλελευθερθσμός αφεθεί να ολοκληρώσει μόνος του τον κύκλο του, τότε θα πρέπει να περιμένουμε την ερεσιχθυώνεια μεταμόρφωσή του, όταν, αφού θα έχει ξαταβροχθήσει τα πάντα, μη βρίσκοντας να καταβροχθίσει τίποτα άλλο, και προκειμένου να φορέσει την απληστία του, θα καταβροχθίσει τον ίδιο του τον εαυτό. Όσο οι λαοί ριζοσπαστικοποιούνται και όσο οι πολιτικές τους εξουσίες συντηρητικοποιούνται, τούτο το φαινόμενο είναι μια σειρήνα, την οποία μονάχα κωφοί δεν μπορούν να την ακούσουν. Και τι γίνεται  εδώ; Αντί να χαλαρώσουν τη θηλιά που πνίγει τους λαούς τη σφίγγουν ακόμα περισσότερο. Κάπου σ’ αυτή τη φάση βρίσκεται ο Αναρχονεοφιλελευθερισμός σήμερα. Πόσο όμως θεωρεί πως τα θύματά του θ’ αντέξουν κι άλλο αυτό το έγκλημα χωρίς να αντιδράσουν;

Ίδωμεν!