Δεν ξανασυνδέω την ψυχολογία με την πολιτική, καταστρέφω και την ελπίδα και την απόγνωση!

Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος  
Ο κονστρουκτιβισμός στη καθημερινή ζωή έχει μια αλλόκοτη ομορφιά. Ξεφεύγοντας από τις κανονιστικές αντιλήψεις περί δημοκρατίας, υπονοεί πως ενώ το γκάζι βρίσκεται υπό τον δικό μου έλεγχο, το φρένο βρίσκεται κάτω από το δικό σου πόδι, αναγνώστη μου.
Όταν πατάς το φρένο σταματώ και προβληματίζομαι. Είναι εντυπωσιακό, καθώς παρατηρώ μάλλον οι περισσότεροι αναγνώστες των σημειωμάτων μου να «πατούν το φρένο» στο βαθμό που συνδέω αμέσως απόψεις τις ψυχολογίας με πολιτικές μεθόδους και πρακτικές, την στιγμή μάλιστα κατά την οποία τα πάντα πλέον εκφράζονται ως ψυχολογισμός. Ακόμη και όσοι εκ των δεξιών ή αριστερών πιστεύουν και δηλώνουν πως «όλα είναι οικονομία», στην πραγματικότητα εννοούν πως «όλα είναι ψυχολογία» - αρκεί να προσέξεις τον τρόπο που εκφράζονται: Τοποθετούν οικονομικούς όρους στη θέση των κεντρικών στοιχείων αναφοράς μιας ψυχολογιστικής αφήγησης (discourse).
Τι είναι αυτό, λοιπόν, που παραδόξως με «φρενάρει», μέσα σε έναν ευρύ κόσμο ψυχολογισμού; Γιατί, άραγε, δυσανασχετεί κάποιος στο βαθμό που η ψυχολογία συνδέεται αμέσως και ρητώς με την .......
πολιτική; Δυσανασχετεί σε κάθε περίπτωση, ή μήπως όταν συγκεκριμένες ψυχολογικές προοπτικές συνδέονται ερμηνευτικά με συγκεκριμένες πολιτικές διαδικασίες; Γιατί θεωρούμε αυτονόητη την ψυχολογική παράμετρο όταν προσεγγίζουμε ζητήματα πολιτικής συμπεριφοράς και όχι όταν εξετάζουμε υποθέσεις που αφορούν στη διαδικασία σχηματισμού πολιτικής νομιμοποίησης;
Επειδή, ίσως, στη τελευταία περίπτωση απομυθοποιείται το «πολιτικό μυστήριο», δηλαδή η διαδικασία υποταγής του Α στον Β, μέσω μιας συγκυριακής προσέγγισης ατομικού «κόστους-οφέλους», που συνήθως εμφανίζεται σαν ρεαλισμός, αν και κανείς από τους εμφανιζόμενους σήμερα ως ρεαλιστές δεν θα αποδεχόταν αυτή τη χυδαιότητα. Βλέπεις ακόμη και οι ρεαλιστές της σήμερον σε κανονιστικά (normative) πρότυπα παραπέμπουν για να δικαιολογήσουν τη συμμορφωτική ή μη-συμμορφωτική συμπεριφορά τους προς τους κυβερνώντες!
Έτσι κτίζονται διαφορετικές κοινωνικές μυθοπλασίες περί εξουσίας, κινούμενες μεταξύ απόγνωσης και ελπίδας. Αν ακολουθήσεις τη δική μου οδό ανάλυσης, που εξετάζει τη δομή πολιτικών μοντέλων νομιμοποίησης της εξουσίας και των αποφάσεων- τα οποία συστήνουν ασφαλώς γνώση - στη βάση εμπειρικών δεδομένων της γνωστικής ψυχολογίας (πχ. Judith Beck), ή ακόμη της μεταψυχολογίας (: Πιέρα Ωλανιέ, Κορνήλιος Καστοριάδης), παύει να έχει νόημα τόσο η ελπίδα, όσο και η απόγνωση. Και πώς θα ζήσουμε χωρίς απόγνωση και ελπίδα! Πώς θα δημοσιογραφήσουμε χωρίς αυτά; Θεέ μου, πώς να (σε) πιστέψω χωρίς κόλαση και παράδεισο;  Πώς να συμμορφωθώ ή να αγανακτήσω και να ξεσηκωθώ! Πώς να πάρω θέση υπέρ ή κατά της κυβέρνησης και πώς να δομήσω κατηγορίες για τη τρόικα ή για κάθε παράγοντα της τρόικας ξεχωριστά;  
Βασανιστικά ερωτήματα, τα οποία παύουν να είναι τόσο βασανιστικά, στο βαθμό που εξοικειωθείς με την συστηματοποιημένη απομυθοποίηση της νομιμοποιητικής διαδικασίας της πολιτικής. Της θεμελιώδους διαδικασίας που συστήνει ηγεμονίες, οικονομίες, κοινωνίες και λαούς, με τον ίδιο τρόπο που κατασκευάζει ταυτότητες για κόμματα, εταιρείες και brands.  
Οι θεωρίες ηγεμονίας (αυτό που λέμε σήμερα power in politics) ασχολούνται κυρίως με την απομυθοποίηση της νομιμοποιητικής λειτουργίας κάθε εξουσίας κάνοντας ρητή χρήση της ψυχολογίας, σε αντίθεση με τις προσεγγίσεις του λειτουργισμού, του νεολειτουργισμού, του στρουκτουραλισμού, του μεταστρουκτουραλισμού, ή με τις κανονιστικές (normative) θεωρίες.
Δυστυχώς, αντί οι κρίσεις να ευνοούν την απομυθοποιητική διεργασία ως προς την πολιτική νομιμοποίηση - θεμελιώδες φαινόμενο για την προσαρμογή και την πολιτική συμμετοχή - ενισχύουν την μυθοποίηση της εξουσίας με θετικό ή αρνητικό τρόπο: ως ελπίδα σωτηρίας ή ως καταστροφή της ελπίδας.
Σε αυτό το φάσμα κινούνται τα πολιτικά πράγματα στη σημερινή Ελλάδα και εντός αυτού αναπτύσσεται ο πολιτικός λόγος και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις. Και αυτό δεν θα το έλεγα πρόοδο! Οπισθοδρόμηση είναι…. αλλά το φρένο θέλω να ξέρεις πως βρίσκεται στο πόδι του καθενός (μας) προσωπικά. Ωστόσο, αν πατήσεις φρένο στο δικό μου όχημα, θα σταματήσω. Το δικό μου πόδι ακουμπά άλλο φρένο και όχι το δικό μου. Φρενάρω αυτό που καλλιεργώντας παραισθήσεις διαταράσσει τις αισθήσεις στην ελληνική κοινωνία. Και αυτό είναι εκείνο που παράγει με έναν άρρητο μεν αλλά δεσμευτικό εξωπολιτικό επικαθορισμό πολιτική νομιμοποίηση από δεξιά και από αριστερά στη χώρα μας, σήμερα μάλλον πιο έντονα από χθες.
Υπερασπιζόμενος τον υλικό κόσμο των αισθήσεων (: πραγματικός κόσμος), θεωρώ πως αποδυναμώνω τον κόσμο των πολιτικών παραισθήσεων - με τη χρήση παρατηρήσεων από το πεδίο της σύγχρονης ψυχολογίας - χωρίς αυτό να σημαίνει και απαλλαγή από εσφαλμένες εκτιμήσεις σε ό, τι αφορά στην προοπτική κομμάτων και προσωπικοτήτων. Αντίθετα, φρενάροντας την απομυθοποίηση ενισχύεις την «μεταφυσική» και εξωπολιτική νομιμοποίηση, χωρίς να αποφεύγεις το λάθος στην εκτίμηση. Απλώς, έτσι, το λάθος δεν έχει σημασία.