Ενώ μια φλεγόμενη μπάντα θα παίζει

Δημήτρης Α. Δημητριάδης


Σκυθρωπά πρωτοσέλιδα, ανήσυχος κόσμος, σκιές αμφιβολίας και φόβου. Δεν υφαίνει τίποτα η μέρα. Ωσάν παράταιρο το φως της αποσύρεται καθώς σειρήνες ουρλιάζουν εκκωφαντικά, τρισδιάστατα και διεισδυτικά. Εντολές και προσταγές παντού, πέφτουν τα τελεσίγραφα σαν το χαλάζι. Σαλπίζουν οι λέξεις υποχώρηση, τρομοκρατημένες επιθυμούν να επιστρέψουν στο κέλυφος των εννοιών τους. Το μέλλον έχει μελανιές κι η Άνοιξη ρυτίδες.
Όμως το αύριο δεν είναι παίξε γέλασε. Σε χάσματα, σε αντοχές, σε καραβιών αφρούς, σε λυγμούς, σε ωδές, όπου κι αν στρέψεις τις κεραίες σου, έτοιμο είναι να υγράνει τα ναι και να εμψυχώνει τα όχι.
Αύριο, ναι αύριο, θ’ αλλάξει ο σκοτεινός ουρανός. Τα πληγωμένα πουλιά θ’ απογειωθούν ξαφνικά κουβαλώντας τους......
εφιάλτες των παιδικών ματιών, με το πρώτο λυκόφως. Χιλιάδες τρελά παράθυρα θ’ ανοιγοκλείνουν υψώνοντας χαρταετούς, λάβαρα, κύματα βεγγαλικά, στρατιές αμίλητα «γιατί», ό, τι θάψαμε μέσα μας.
Αύριο θα βγούμε και πάλι στους δρόμους, κορνάροντας θριαμβευτικά μαζί με τους βασανισμένους που ταξίδευαν χρόνια στο σκοτάδι, κρατώντας μαντήλια μουσκεμένα με οσμές από τα μπαχάρια και τη φτώχεια της Ινδίας, από την εξαθλίωση του Πακιστάν και τα πορνεία των Φιλιππίνων. Με μαντήλια ποτισμένα με το πετρέλαιο και το αίμα της Βαγδάτης και μυρίζουν το θάνατο της Καμπούλ. Γιατί έχει μυρωδιές ο θάνατος κι όποιος νομίζει το αντίθετο δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει. Σημαίες θα σκεπάζουν τα πρόσωπα των νεκρών, πύρινοι λόγοι τους ήχους των νομισμάτων και των όπλων, ενώ μια φλεγόμενη μπάντα θα παίζει τάγκο και μπλουζ και ραπ και ροκ, εξακοντίζοντας φρενίτιδες στα πλήθη.
Αύριο θα βγούμε και πάλι στους δρόμους, πλένοντας το στομάχι του χρόνου, τα σπλάχνα, το έμβρυό του, με μύρα, με πόθους, με λεμονανθούς και προστακτικές ιερές. Αύριο τα κάτοπτρα της αυτοκριτικής θα γίνουν ευκρινέστερα, αέρας θα σηκωθεί στ’ άδεια πανιά κι από τοπία θεόκτιστα θα προκύψει ο παφλασμός των κυμάτων.