Έσπασα γύρω στις 3 και κάτι. Δε θες να ξέρεις ή θες;

Γυρνούσαμε από πύλη σε πύλη.
Κάθε μέρα φεύγουν οι προηγούμενοι και έρχονται οι επόμενοι.
Κάθε μέρα επικρατεί η ίδια κατάσταση με χθες.
Όλοι άρρωστοι, κάποιοι πιο βαριά. Ρούχο δεύτερο δεν έχουν.
Ανεφοδιασμό από ιατρείο και σακούλες στα χέρια,
κάθε ώρα πιο βαριές.

Η κατάληξή μας είναι το ιατρείο στην Ε1.
Γύρω στη μία κάποιος λέει «καλό μήνα» και «να βάλουμε μάρτη παιδιά», γελάσαμε....

Πέντε γιατροί, δυο νοσηλεύτριες και πριν φύγουν, στις 3 παρά βγήκαμε έξω όλοι μαζί για ένα τσιγάρο. Θα μέναμε τρεις για παν ενδεχόμενο.
Κοιμόντουσαν μέσα ξέρεις, σχεδόν όλοι πεθαμένοι από την κούραση.

Έρχεται κάποιος φωνάζοντας «ντοκτόρ;», γνέφουμε ναι
βλέπουμε ένα τύπο με ένα κορίτσι στα χέρια, λιπόθυμο, τρέχουμε όλοι σαν τρελοί.
Τα ζωτικά της ήταν μια χαρά, το σάκχαρο, η πίεση, μιλούσαν μας λέει η αδερφή της και ξαφνικά λιποθύμησε.
Αρχίζει να ανακτά τις αισθήσεις της και κλαίει, κλαίει γοερά, με απόγνωση, τρέμει.
Κοιτάζω έναν άνθρωπο σε μετατραυματικό σοκ.
Λύγισα.
Κόντεψα να δακρύσω,
δεν έπρεπε, έπρεπε να είμαστε εκεί γι αυτήν, να μη φοβάται.
Συνήλθε, έτρεμε ολόκληρη ακόμα, την βάλαμε να κοιμηθεί.

Χαιρετηθήκαμε. Έπρεπε να φύγουν, δούλευαν αύριο.
Μείναμε δυο γιατροί και γω.

Μου λέει «θα έχουμε κλάματα στην πέτρινη εγκατάσταση»
«γιατί;»
«θα έρθει πούλμαν να τους πάει στο ελληνικό»

Το εκαβ έφερε μια μεγάλη σε ηλικία γυναίκα πίσω από το νοσοκομείο που την είχαν στείλει απ’ το μεσημέρι, της ψάχναμε κουβέρτες, την τακτοποιήσαμε, της έπιασα λίγο το χέρι, δε καταλάβαινα τίποτα από όσα μου έλεγε αλλά με τράβηξε, με φίλησε στο κούτελο.

Στις 5.30 ήρθαν δυο κοπέλες, δε πίστευαν πως θα έβρισκαν κανέναν, μας είπαν για κάποιον που είχε χτυπηθεί με σφαίρα στον πόλεμο και είχε διπλωθεί στα δύο. Πήραμε εκαβ και πήγαμε από ‘κει.

Αν δεν κάναμε εφημερία τι θα γινόντουσαν αυτοί οι άνθρωποι;
Ξέρεις, από τύχη δεν είμαστε στη θέση τους.
Θα μπορούσα να είμαι εγώ ή εσύ, καταλαβαίνεις;
Έτυχε να γεννηθούμε εδώ.

Είναι η δεύτερη μέρα και ράγισα γαμώ τους πολέμους σας.
Πως θα πω σε αυτούς τους ανθρώπους «δε ξέρω τι θα απογίνεις»;
Πως θα τους πω «θα πάνε όλα καλά»;
Πως θα τους εξηγήσω πως στην «ευρώπη των λαών» είναι ανεπιθύμητοι;
Πως θα τους πω ότι σήμερα έριχναν δακρυγόνα σε γυναικόπαιδα;

Γυρνούσα γύρω τους ενώ κοιμόντουσαν όλοι. Τα πρόσωπά τους δεν είχαν φόβο εκείνη τη στιγμή. Κοιτούσα τα μωρά και τα παιχνίδια τους.

Έσπασα γύρω στις 3 και κάτι.
Λύγισα, με καταλαβαίνεις;
Ντρέπομαι.
Να με συγχωρείς.

Είναι εφτά και μήπως νομίζεις πως μπορώ κοιμηθώ μετά από όλα τα σημερινά;
Ακόμα την ακούω να κλαίει
Ακόμα την βλέπω να τρέμει
ακόμα

kollectnews.org