Τα τρακτέρ δεν είναι... κατσαρόλες

Η πραγματική ζωή γεμίζει τους δρόμους της Αθήνας θρυμματίζοντας τις αφηγήσεις όσων βαυκαλίζονται στα κυβερνητικά υπόγεια

Βαγγέλης Δεληπέτρος

Το πιο παλιό παραμύθι όσων κυβερνώντων αντιμετωπίζουν λαϊκές αντιδράσεις είναι να τις καταγγέλλουν ως υποκινούμενες. Το έκαναν οι Σαμαράδες....., το έκαναν οι Βενιζέλοι και οι Γιωργάκηδες, το κάνουν τώρα και ετούτοι. Σαν να είναι δυνατόν να σου πει ο πάσα ένας “βγες στους δρόμους” κι εσύ να σηκώνεσαι, να αφήνεις το σπίτι, το χωράφι, το καφενείο κι ό,τι άλλο λένε τα παραμύθια τους, να παίρνεις το τρακτέρ και να στήνεις μπλόκα.

Ή σαν να είναι κάτι απλό, όπως όταν κάθεσαι στο καναπέ σου και βλαστημάς το δελτίο ειδήσεων που σε τρομοκρατεί με τα νέα χαράτσια που έρχονται, το να παρατάς το γραφείο σου, να κλείνεις τους φακέλους και να βγαίνεις στους δρόμους διαδηλώνοντας. Ή σαν να είναι τόσο ανέξοδο όπως όταν παίζεις με το τηλεκοντρόλ, να κατεβαίνεις σε απεργία και να χάνεις το μεροκάματο, που δεν σου περισσεύει, εσύ που είσαι τυχερός κι έχεις ακόμα δουλειά, έστω κι αν δεν γνωρίζεις κάθε πότε πληρώνεσαι, όπως σου θυμίζουν οι γνωστοί, οι φίλοι και οι συγγενείς που δεν έχουν ούτε αυτό να περιμένουν.

Παλιό το παραμύθι τους και ξεπερασμένος ο “δράκος” της υποκίνησης. Και καθρεφτάκια για όσους θεωρούν “ιθαγενείς” που θα τους κοροϊδέψουν, αυτοί οι... γνώστες, οι ειδικοί, το πολιτικό προσωπικό που όλο αλλάζει και όλο το ίδιο μένει, με τα ίδια σουσούμια, τις ίδιες βεβαιότητες για το success story που όπου να ΄ναι έρχεται και τις ίδιες διαψεύσεις, που τον λογαριασμό τους πληρώνουν πάντα οι ίδιοι.

Κρατούμενο ένα, λοιπόν: Ο κόσμος βγαίνει στο δρόμο μόνο όταν βλέπει ότι δεν πάει άλλο, όταν αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι οι θυσίες του πήγαν χαμένες, όταν δεν αντέχει να θυμώνει μόνος στο σπίτι, με τη φωνή του να σβήνει στους τέσσερις τοίχους. Και οι “υποκινητές”, όταν δεν υπάρχει πραγματικό έδαφος να πατήσουν, μένουν στη γωνία απομονωμένοι. Σαν τους αρχηγίσκους της ναζιστικής συμμορίας που ήθελαν υποτίθεται να κινητοποιηθεί ο κόσμος εναντίον του Κέντρου Προσφύγων στο Σχιστό και κατέληξαν τρεις κι ο κούκος να ψελλίζουν μέρα μεσημέρι, “Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά, μαύρη σαν καλιακούδα”, πριν ξαναχωθούν στις τρύπες τους.

Κρατούμενο δεύτερο: Τα προβλήματα θέλουν λύσεις και οι πολίτες συγκεκριμένες προτάσεις και διάλογο. Όχι να κρύβουν οι Κατρούγκαλοι σαν επτασφράγιστο μυστικό τις μελέτες που υποτίθεται ότι έχουν, μήπως τις μάθει το πόπολο και τις μαγαρίσει, κι ούτε να κρύβονται στα γραφεία τους και να ξεμυτίζουν μόνο για να πάνε στα κανάλια να απαγγείλουν μονολόγους, ή να δίνουν παραστάσεις σε συναντήσεις με “ημέτερους” για το θεαθήναι.

Αλλά αυτοί, όπως και οι προηγούμενοι, αυτό έκαναν. Σίγουροι ότι μετά από την απομάκρυνση από την κάλπη ουδέν λάθος αναγνωρίζεται και ότι ο παραζαλισμένος κοσμάκης που κατάπιε τόσα και τόσα θα καταπιεί και 5-6 μέτρα ακόμα, όπως είπε κι ένας κυβερνητικός βουλευτής χαμογελώντας, χωρίς να αντιλαμβάνεται το μέγεθος της αμετροέπειας.

Αυτήν την αμετροέπεια πληρώνουν. Όπως πληρώνουν βέβαια και τις υπογραφές που εύκολα όπως αποδεικνύεται έβαλαν, και τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα που τα θεώρησαν ανέξοδα, και την ανυπαρξία οδικού χάρτη, όχι για να βγούμε σε ξέφωτο, όπως ακόμα και... χτες υπόσχονταν, αλλά για να πάμε 2-3 βήματα πιο κάτω κι όχι να βολοδέρνουμε στα βαλτονέρια κάνοντας κύκλους.

Καθαροί λογαριασμοί λοιπόν. Αυτοί που βγαίνουν στους δρόμους δεν παίζουν επικοινωνιακά παιχνίδια χτυπώντας κατσαρόλες, όπως βαυκαλίζονται όσοι πίνουν τον πρωινό τους καφέ στο Μαξίμου, αλλά φωνάζουν για να δηλώσουν ότι είναι ακόμα ζωντανοί και δεν θέλουν να τους φάει το χώμα.

Το ερώτημα, άλλη μια φορά, είναι το πιο παλιό του κόσμου: Ακούει κανείς;

news247.gr