Ο καθένας με τις ψευδαισθήσεις του και τις παραισθήσεις του…

Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου

 
Καλά κάνετε και θεωρείτε ότι πάσχω από πολιτικές παραισθήσεις! Η χειρότερη από όλες είναι εκείνη η «ουτοπική μου ελπίδα» – σύμφωνα με την κ. Παπαρήγα -  για την κοινωνικοπολιτική σύμπραξη προοδευτικών, κοινωνικών δυνάμεων με στόχο την συγκρότηση μιας νέας ηγεμονίας στη χώρα, που θα απαντά οργανωμένα και ρεαλιστικά στη καταστροφική πρόκληση του νεοφιλελευθερισμού. Μόνον που η κ. Παπαρήγα κάπου μπερδεύεται μεταξύ παραισθήσεων και ψευδαισθήσεων και τα κάνει μαντάρα!
Κάλους βγάλανε τα δάκτυλά μου στην προσπάθεια να εξηγήσω ότι σύγχρονες κοινωνικές προκλήσεις απαιτούν σύγχρονες πολιτικές λύσεις και ότι αν η αριστερά στο σύνολό της δεν προσδώσει στον εαυτό της (συλλογικά) κυβερνητική δυναμική, αποκλείεται να επεξεργαστεί  και να εφαρμόσει μια στρατηγική ηγεμονίας των γνήσια προοδευτικών δυνάμεων, που .......

θα απαντά αξιόπιστα στην οικονομική, κοινωνική και διεθνοπολιτική κρίση της χώρας μας.
«Αξιόπιστα» σημαίνει ότι αναπτύσσουμε και παρουσιάζουμε μια κυβερνητική στρατηγική, μια νέα μεθοδολογία εξουσίας η οποία δίνει προοδευτική διέξοδο στη κρίση ευημερίας της κοινωνίας, καθώς και στη κρίση εξουσιαστικής υπόστασης της χώρας (είναι αλληλένδετα), εντός του συγκεκριμένου παγκόσμιου περιβάλλοντος. Εάν θεωρήσουμε ότι το «αξιόπιστα» συνδέεται τελεολογικά με μια σταθερή πολιτική πρακτική – αξιωματικά θεμελιωμένη πολιτική δράση για την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού – τότε μιλάμε κυριολεκτικά για την διαχείριση μιας (παλαιάς) ψευδαίσθησης και όχι για την παραγωγή μιας νέας ψευδαίσθησης. Εννοούμε την πεισματική ανακύκλωση ενός (σοσιαλιστικού) πολιτικού μύθου και όχι ασφαλώς για την παραγωγή ενός καινούργιου, βασισμένου στις ίδιες ιδεολογικές αρχές, ικανού να κινητοποιήσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα στο πλαίσιο ενός σύγχρονου οράματος ελευθερίας και ισότητας για την Ελλάδα. Η πρώτη «αξιοπιστία» είναι δημιουργική, ενώ η δεύτερη αντιπαραγωγική, «εσωτερική αξιοπιστία»: είμαστε σύμφωνοι με το στρατηγικό δόγμα περί «δικτατορίας του προλεταριάτου», έτσι όπως το εξειδίκευσε ο Λένιν για να απαντήσει στην πολύπλευρη κρίση της Ρωσίας και της Ευρώπης κατά τον πρώτο και μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.  
Το σοβαρότερο πρόβλημα του αριστερού ρεαλισμού, είναι ότι σε αντίθεση με τον Μαρξ δεν μπορεί να κατανοήσει την κοινωνική λειτουργία των ψευδαισθήσεων, και έτσι αναφέρεται σε αυτές απαξιωτικά.  Οι πολιτικές ψευδαισθήσεις είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας, αλλά και της επιστήμης. Πάντα μια νέα ψευδαίσθηση (ολοκληρωμένη, λογική επεξεργασία της εμπειρίας, δια της αμφισβήτησης της κυρίαρχης δομής που ερμηνεύει τα σημαίνοντα, όπως αυτά προσλαμβάνονται δια των αισθήσεων) έρχεται να αντικαταστήσει την αξιωματική δομή της κυρίαρχης ψευδαίσθησης. Η μεθοδολογικά οργανωμένη ψευδαίσθηση προκαλεί δράση (πολιτική, κοινωνική, οικονομική κλπ) για την ανατροπή ενός καθεστώτος κυριαρχίας. Η σύγχρονη ψευδαίσθηση παράγει συνείδηση του κόσμου. Ο κόσμος μας σε ατομικό, αλλά και συλλογικό επίπεδο δομείται από πολιτικές ψευδαισθήσεις. Το ζήτημα είναι ότι με απαρχαιωμένο πολιτικό λόγο και με τη διήγηση της στρατηγικής κατάληψης της εξουσίας που οραματίστηκε κάποιος άλλος δεν μπορείς να δομήσεις σύγχρονη ψευδαίσθηση ηγεμονίας. Άσε, που από μόνο του το «κατάληψη» είναι άκρως προβληματικό πολιτικά, αναπαριστώντας ένα «Zero-Sum Game», το οποίο ποτέ δεν είχε πραγματική εφαρμογή, καθώς στη κοινωνία τα στρατηγικά παιχνίδια είναι πολύ πιο σύνθετα έχοντας μια περισσότερο ή λιγότερο συνεργατική μορφή παικτών που παίζουν ταυτόχρονα. Η ψευδαίσθηση ηγεμονίας είναι ο καθοριστικός παράγοντας οργάνωσης ενός κινήματος ανατροπής της παλαιάς κοινωνικοπολιτικής δομής και εμπέδωσης της ανάγκης για τη δημιουργία διαφορετικών σχέσεων εξουσίας. Μιας άλλης δηλαδή πολιτικής δομής, σαφώς δημοκρατικότερης με προδιαγραφές ανάπτυξης της ισότητας και καταπολέμησης του αποκλεισμού και της νεοφιλελεύθερης κοινωνικής λαίλαπας.
 Οι συνέπιες της βίαιης νεοφιλελευθεροποίησης της Ελλάδας είναι το αίτιο που συνειδητοποιείται από τον λαό ως βασικός παράγοντας της δυστυχίας του. Η σύγχρονη αριστερή ψευδαίσθηση οφείλει να απαντήσει στρατηγικά και αμέσως σε αυτή την πρόκληση. Αν αντί για αυτό ανάγουμε – αναλυτικά ορθώς μεν, αλλά στρατηγικά απολύτως εσφαλμένα – την ελληνική κρίση στις καπιταλιστικές κρίσεις γενικώς και προπαγανδίζουμε την κομματική αυτοδυναμία μας για την ανατροπή του καπιταλισμού, τότε μάλλον πάσχουμε από σοβαρή «παραίσθηση».
Με απλά λόγια, η ψευδαίσθηση είναι ο μηχανισμός οργάνωσης της εμπειρίας μας, ώστε ο κόσμος να αποκτήσει τάξη εντός της συνείδησής μας. Είναι το μεθοδολογικό πρότυπο που οργανώνει την αντίληψη της πραγματικότητας, όπως την προσλαμβάνουμε δια των αισθήσεων μας. Είναι θετικό πράγμα η αριστερή ψευδαίσθηση αρκεί να διέπεται από συγκεκριμένη στρατηγική ανατροπής ανελεύθερων και αντιδημοκρατικών δομών και από την τάση να επιλύσει το πρόβλημα που δεν μπόρεσε να λύσει μια φαινομενικά ομοειδής παρελθούσα ψευδαίσθηση.
Η παραίσθηση, στην συγκεκριμένη περίπτωση, συνδέεται με αναπαραστάσεις ψευδαισθήσεων ιστορικά ξεπερασμένων. Η ιστορία επαναλαμβάνεται αποκλειστικά ως φάρσα. Τα πολιτικά αξιώματα πεθαίνουν με την εφαρμογή τους στη πράξη. Η «δικτατορία του προλεταριάτου» πέθανε, τα ιδανικά του σοσιαλισμού όμως όχι. Η νεκρανάσταση των «φθαρμένων», αναποτελεσματικών ως προς τις υποσχέσεις τους και την εσωτερική τους συνοχή πολιτικών αξιωμάτων αποτελεί σκοταδισμό. Τα πολιτικά αξιώματα γεννιούνται και πεθαίνουν εντός ενός συγκεκριμένου ιστορικού (κοινωνικοπολιτικού) πλαισίου, δεν είναι αιώνια. Χρέος των προοδευτικών ανθρώπων είναι να κατανοούν τον κόσμο που ζουν και να προτείνουν λύσεις που θα αντιμετωπίζουν το «δημοκρατικό παράδοξο» στη συγκυρία. Χρέος των φορέων της αριστεράς είναι να εκπονούν στρατηγικές ανατροπής της ηγεμονίας των συντηρητικών δυνάμεων. Μέγιστο χρέος των αριστερών κομμάτων στην Ελλάδα θα ήταν να ανατρέψουν το πελατειακό κράτος απαντώντας με ένα πρόγραμμα σοσιαλιστικού εκσυγχρονισμού στην ισοπεδωτική νεοφιλελεύθερη καταιγίδα. Βεβαίως, αν θεωρήσεις ότι διαχρονικό χρέος των κομμουνιστών είναι η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, τότε θα συμφωνήσουμε αρχικά και θεωρητικά, αλλά θα μπερδευτούμε ξανά παρακολουθώντας την κοινοβουλευτική (διαπραγματευτική πολιτικά) υπόσταση των κομμουνιστικών κομμάτων.   
Το δικό μου χρέος ήταν να αναδείξω την ανάγκη στρατηγικής συνεργασίας των (αυτοπαρουσιαζόμενων) προοδευτικών δυνάμεων μεταξύ τους καθώς και με τους γνήσια μη-νεοφιλελεύθερους δημοκράτες στη συγκυρία και να διαπραγματευτώ την τύχη που συνδέεται με αυτή την ανάγκη. Το έπραξα στο μέτρο που μπορούσα και μου επιτράπηκε. Βοήθησαν αρκετοί παλαιοί και νέοι φίλοι ως προς αυτό: αριστεροί όλων των αποχρώσεων, αλλά και κεντρώοι και δεξιοί δημοκράτες με τη κριτική τους. Στο τέλος - τουλάχιστον ως κομβικό στοιχείο πολιτικού λόγου - η ιδέα (μου) αυτή, που αποδείχθηκε ότι ήταν ταυτόχρονα και ιδέα πολλών άλλων, υιοθετήθηκε, έστω και σχετικά αόριστα, από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο, για να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις, δηλώνω ότι δεν έχω καμία σχέση. Ο κ. Τσίπρας εκφράζει πλέον απερίφραστα την ανάγκη δημιουργίας ενός συνασπισμού εξουσίας όλων των δυνάμεων που «μάχονται το μνημόνιο και βρίσκονται στα αριστερά του πολιτικού χάρτη». Την «έκκλησή» του αυτή απέρριψαν δίχως δεύτερη σκέψη τόσο η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα όσο και ο πρόεδρος της Δημοκρατικής Αριστεράς Φ. Κουβέλης, με διαφορετικό απαξιωτικό ύφος είναι αλήθεια ο καθένας από αυτούς! Η ιδιοτέλεια των ηγεσιών της αριστεράς κυριάρχησε και τα παιχνιδάκια μεταξύ τους συνεχίζονται δυστυχώς. Ζουν στο μικρόκοσμό τους και αποφεύγουν να καλλιεργήσουν σύγχρονες προοδευτικές ψευδαισθήσεις στη θέση των κομματικών παραισθήσεων.   
Κανείς αριστερός δεν αρνείται ότι σήμερα βιώνουμε μια ακόμη συστημική κρίση του καπιταλισμού και ότι σε όλη την Ευρώπη και στις ΗΠΑ έχουν ξεκινήσει διάφορες καθεστωτικές καμπάνιες με στόχο να αποτρέψουν τον κόσμο από το να αντιληφθεί τα δομικά αίτια της κρίσης. Το ζήτημα όμως είναι ότι στην Ελλάδα το πλαίσιο της πολιτικοποίησης της κρίσης από αριστερά θα έπρεπε να είναι διαφορετικό από αλλού, εστιάζοντας στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθεστώτος, που αποτέλεσε μάλιστα την εστία της μετεξέλιξης της χρηματοπιστωτικής κρίσης σε δημοσιονομική και εντός της ΕΕ.
Αποτελεσματική απάντηση στις νεοφιλελεύθερες καμπάνιες θα μπορούσε να υπάρξει μόνον μέσω της στρατηγικής σύμπραξης αριστερών δυνάμεων και όλων των πολιτών που αντιλαμβάνονται την περιθωριοποίησή τους σε ένα σύστημα που καθημερινά τους αφαιρεί ισχύ. Όχι απλώς καταναλωτική, αλλά κυρίως πολιτική. Η στρατηγική σύμπραξη της αριστεράς με κυβερνητικές προϋποθέσεις, αν μη τι άλλο θα αύξανε την διαπραγματευτική (δηλαδή πολιτική) ισχύ των διαρκώς πιο έντονα αποκλεισμένων και ταπεινωμένων ελλήνων πολιτών.  Έλα όμως που η παραδοσιακή αριστερά στη χώρα μας δεν καταλαβαίνει ούτε την πολιτική σημασία της «διαπραγμάτευσης»! Αυτή η λέξη έχει στοιχειώσει στα κεφάλια των «ιδιοκτητών» των αριστερών ιδεών της πατρίδας μας και δυστυχώς για να την εννοήσουν βαθύτερα, όπως απαιτείται, θα  έπρεπε να μελετήσουν την εξέλιξη των θεωρητικών προσεγγίσεων και των εμπειρικών δεδομένων στο ζήτημα «Power», από το 1970 μέχρι σήμερα. Αυτό ίσως να βοηθούσε στη δόμηση μιας ντόπιας στρατηγικής, καλλιέργειας νέων προοδευτικών ψευδαισθήσεων. Εγώ μάλλον δεν μπορώ να βοηθήσω περισσότερο, μέσω των διαδικτυακών σημειωμάτων μου.
Το ζήτημα για την Ελλάδα δεν είναι να διηγηθούμε με μεθοδολογική πιστότητα την καπιταλιστική κρίση από το 2007 μέχρι σήμερα και να παροτρύνουμε τον λαό να πάρει στα χέρια του την οικονομία της χώρας, αλλά πώς θα συγκροτήσουμε σύγχρονες πολιτικές οντότητες που μέσω ενός νέου αριστερού μύθου θα οδηγήσουν σε νέες προοδευτικές πραγματικότητες στη χώρα μας. Σήμερα οι φορείς της αριστεράς ζητούν από το λαό να κάνει αυτό που δεν είναι ικανοί να πράξουν οι ίδιοι. Αντιστρέφουν τους ρόλους, διαστρέφοντας το πολιτικό φαινόμενο, το ποίο μοιάζει να το κατανοούν πολύ λιγότερο μεθοδικά από ότι οι κύριοι παράγοντες του καθεστώτος. Έτσι οι τελευταίοι πετυχαίνουν σε μεγάλο βαθμό την ενσωμάτωση της αριστεράς στην γενική, κατεστημένη εξουσιαστική δομή με παράλληλη διάχυση και ρευστοποίηση του λαϊκού αιτήματος για μια νέα μεταπολίτευση με πραγματικό δημοκρατικό εκσυγχρονισμό και αυτοκυβέρνηση.