ΧΑ: Τα 5 + 2 "γιατί" της κατάρρευσης

του Μιχαήλ Γελαντάλι

Έβδομη συνεχόμενη πτωτική συνεδρίαση για το Χ.Α. με τη χθεσινή και πλέον ο Γενικός Δείκτης μετρά απώλειες 37,1% από την αρχή του έτους και 41,3% από τα υψηλά 52 εβδομάδων, δηλαδή τις 1.747,2 μονάδες.

Ανάλογα, ο Ftse 20 διορθώνει 43,2% και 49,3% αντίστοιχα από την κορυφή των 829,9 μονάδων.

Το γεγονός πως σε αυτά τα διαστήματα η μετοχή της Εθνικής έχει απωλέσει περίπου 50% από την αρχή του έτους και 63,7% από τα υψηλά 52 εβδομάδων, τα 9,53 ευρώ της 6ης/9/2010, με ανάλογη εικόνα για τις Alpha Bank, Eurobank (χωρίς να… υστερούν οι υπόλοιπες του κλάδου), αναδεικνύει τον έναν λόγο - υπαίτιο της έντονα πτωτικής κίνησης που έχει περιορίσει τη συνολική αποτίμηση στα επίπεδα των 35,4 δισ. ευρώ (σε επίπεδο Γ.Δ. πριν από τον Νοέμβριο του 1996).

Ο τραπεζικός κλάδος έχει τα λίγο ως πολύ γνωστά προβλήματα. Ένα σωρό… βουνά μπροστά του, με πολλές παγίδες και κάποιες ευκαιρίες, που θα αναλυθούν όσο πιο ψύχραιμα γίνεται. Ωστόσο, αποτελεί .......
εκτίμηση ακόμη και παραγόντων του κλάδου πως το… κλήμα στράβωσε με αφορμή τη μη ευόδωση της συμφωνίας Εθνικής - Alpha Bank.

Ακόμη και εάν δεν ευσταθεί απόλυτα αυτή η θέση, αρκεί μία απλή και μόνον ματιά στο διάγραμμα της ΕΤΕ και του τραπεζικού δείκτη για να δώσει πολλούς πόντους σε αυτήν την εκτίμηση. Το γεγονός πως ο τραπεζικός δείκτης "γύρισε" μετά και την απώλεια των 565 μονάδων (χαμηλό Μαΐου 1993) τα λέει όλα.

Η αβεβαιότητα για το τελικό κόστος του roll over, πόσο μάλλον για τους ελέγχους της BlackRock, και η σχετικά μακρά (χρηματιστηριακά) περίοδος που μεσολαβεί αρκούν για να συνεχίζουν τις ρευστοποιήσεις τους οι πωλητές ακόμη και τώρα, που η αποτίμηση της ΕΤΕ έχει περιοριστεί στα 2,88 δισ. ευρώ, της Alpha Bank στο 1,07 και της Eurobank στο 1,02 δισ. ευρώ.

Από τη στιγμή που το αυτοτροφοδοτούμενο σπιράλ επιφυλακτικότητας, αμφισβήτησης επιφέρει αυτές τις αποτιμήσεις, είναι θέμα χρόνου να έρθει το… επί μέρους (της εξόδου από τον Stoxx 600, όπου οι αλλαγές θα γίνουν στις 19 Σεπτεμβρίου).

Ένα καίριο ερώτημα των κατόχων τραπεζικών μετοχών σχετίζεται με την έκθεση των ομίλων σε ελληνικά ομόλογα. Γι' αυτό το θέμα μελέτη της Credit Suisse (που βασίζεται σε στοιχεία της ευρωπαϊκής εποπτικής αρχής - European Banking Authority) ανεβάζει το ύψος των ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους οι τέσσερις τράπεζες (Εθνική, Alpha Bank, Eurobank και Πειραιώς) και που έχουν δηλώσει συμμετοχή στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης και λήγουν έως το 2020 στα 27,5 δισ. ευρώ.

Χωρίς τα έντοκα τρίμηνης διάρκειας ύψους 3,1 δισ. ευρώ και ενώ το σύνολο των ομολόγων με λήξεις έως και 15 έτη ανέρχεται στα 32 δισ. ευρώ. Να προσεχθεί πως η επέκταση του προγράμματος πέραν του 2020 θα εξαρτηθεί και από το ύψος της συμμετοχής.

Σύμφωνα με το Reuters, αυτήν την περίοδο η συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών στο PSI για την Ελλάδα βρίσκεται στο 50% (το πρακτορείο επικαλείται πηγή του IIF). Σε σχετικό θέμα του euro2day σημειώνεται πως ο στόχος που έχει τεθεί κάνει λόγο για συμμετοχή του 90% των ιδιωτών επενδυτών.

Το τελεσίγραφο του υπουργού Οικονομικών (μέχρι τις 9/9) θέτει εκ των πραγμάτων ένα χρονικό όριο, αν και κατά την εκτίμησή μας η ουσία για τον τραπεζικό κλάδο συνίσταται στο δεσμευτικό δίλημμα αύξηση κεφαλαίου ή κρατικός έλεγχος.

Το ότι η ίδια η κυβέρνηση προβάλλει το ενδεχόμενο κρατικοποιήσεων κάποιων ελληνικών ιδρυμάτων μέσω της άντλησης των διαθεσίμων κεφαλαίων ύψους 30 δισ. ευρώ από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είναι κάτι καινούργιο στην εδώ και σχεδόν δύο χρόνια διελκυστίνδα τραπεζιτών/μεγαλομετόχων - κυβέρνησης.

Η κατάσταση η οποία έχει διαμορφωθεί στον τραπεζικό κλάδο (που ουσιαστικά έχει στραγγίξει τις γραμμές χρηματοδότησης) επενεργεί ασφυκτικά πλέον και σε υγιείς επιχειρήσεις και εξαγωγικούς ομίλους.

Το υψηλό κόστος χρήματος, το σχεδόν διψήφιο κόστος αναχρηματοδότησης, οι φειδωλές στηρίξεις (εντός και εκτός Ελλάδος) μειώνουν την ανταγωνιστικότητα εταιριών όπως η Τιτάν, η Βιοχάλκο, δηλαδή παραδοσιακά ισχυρών ελληνικών βιομηχανικών ομίλων. Επιχειρηματικοί κύκλοι ευελπιστούν πως το χρηματοδοτικό αδιέξοδο θα αρθεί μόλις αναδιαταχθούν οι δυνάμεις στον τραπεζικό κλάδο.

Η τραπεζική παράμετρος επιχειρήθηκε να προσεγγιστεί εκτενέστερα και λόγω της αυξημένης βαρύτητας του κλάδου στη διαμόρφωση κλίματος, τάσης και διακύμανσης των βασικών δεικτών.

Καίρια παράμετρο θεωρούμε την απουσία παντελούς αναπτυξιακής προοπτικής ακόμη και σε κλάδους όπου όντως υπάρχουν χρήματα. Ενδεικτικότατο θεωρούμε το αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί στον κατασκευαστικό κλάδο, ειδικότερα δε στα μεγάλα συγχρηματοδοτούμενα έργα.

Μία πίτα που εν δυνάμει θα μπορούσε να μοχλεύσει έως και 5 με 6 δισ. ευρώ ακόμη και σε τόσο δύσκολες συνθήκες όπως αυτές που βιώνει η οικονομία. Το κλειδί, σύμφωνα με έμπειρο παράγοντα του κλάδου, είναι η ενεργοποίηση από πλευράς της κυβέρνησης του μηχανισμού χρηματοδότησης.

Το ισχυρό πλεονέκτημα των χρηματοδοτήσεων των μεγάλων συγχρηματοδοτούμενων είναι το χαμηλό spread που κυμαίνεται στο 0,8% και θεωρείται κλεισμένο βάσει των συμβάσεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος -λόγω αδράνειας μέχρι τώρα των αρμοδίων- οι τράπεζες να καταγγείλουν τις ισχύουσες συμβάσεις και να αποχωρήσουν από τα έργα.

Σε αυτήν την κρισιμότατη καμπή, φαίνεται πως ο υπουργός Οικονομικών, έπειτα από πιεστικές παραστάσεις επιχειρηματιών του χώρου, συνειδητοποιεί το πρόβλημα και υπόσχεται πως θα κινηθεί αμέσως.

Υπόσχεται δε σε εκπροσώπους κατασκευαστικών ομίλων που θα συμμετάσχουν στη διήμερη παρουσίαση της ΕΧΑΕ στο Λονδίνο πως θα έχει θετικά νέα μέχρι τότε. Για να δούμε. Εάν ευοδωθεί η προσπάθεια των εμπλεκομένων, 1 - 2 συγχρηματοδοτούμενα έργα μπορεί να ξαναπάρουν μπροστά και σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να ξαναδούμε την αποτίμηση της Ελλάκτωρ (στα 329,2 εκατ. ευρώ με τιμές κλεισίματος 25/8), της J&P Άβαξ ( 53,58 εκατ. ευρώ) και της ΓΕΚΤΕΡΝΑ (105,64 εκατ. ευρώ).

Η αδυναμία της ελληνικής πλευράς να διαπραγματευτεί με τους δανειστές επιμέρους θέματα οδήγησε στην παράδοση οργανισμών όπως ο ΟΤΕ σε εξευτελιστικές αποτιμήσεις. Περίπου 34% υποχωρεί από την αρχή του έτους η μετοχή του ΟΤΕ, η δε αποτίμησή του περιορίζεται στο 1,99 δισ. ευρώ. Ούτε δύο δισ. ευρώ ένας όμιλος που ελέγχει το 100% της Cosmote και εταιρίες κινητής τηλεφωνίας στα Βαλκάνια.

Η απουσία κεντρικού σχεδιασμού και αποτελεσματικής διαπραγματευτικής τακτικής οδηγεί σε απαξίωση όχι μόνο τον ΟΤΕ αλλά και τη ΔΕΗ, που περιορίζεται στο 1,27 δισ. ευρώ, και τον ΟΠΑΠ που δεν ξεπερνά τα 2,75 δισ. ευρώ.

Ανύπαρκτη όμως είναι η πολιτική σε θέματα ουσιώδη για τη λειτουργία των ενεργών επιχειρήσεων, για να μην αναφερθούμε στην παντελή έλλειψη πολιτικής προσέλκυσης ξένων επενδύσεων.

Το φορολογικό αλαλούμ, με αποκορύφωμα την προωθούμενη αύξηση του ΦΠΑ στο 23% (για την εστίαση και τα… ποτά), οδηγεί 28 αλυσίδες του χώρου σε συντονισμένη καμπάνια - έκκληση για μη εφαρμογή του μέτρου. Σημειολογικά και μόνο η ενέργεια των 28 αποτυπώνει την απόγνωση ενός σημαντικότατου τομέα, που σχετίζεται είτε άμεσα είτε έμμεσα με τον τουρισμό. Δηλαδή με τον έναν από τους δύο βασικούς πυλώνες του ΑΕΠ, όπως ευαρεστούνται οι πολιτικοί να διαφημίζουν το τουριστικό προϊόν.

Για τον άλλον (τη ναυτιλία) οι τελευταίες εξελίξεις με την παραίτηση του κ. Χάρη Παμπούκη και τα μεγέθη μιλούν από μόνα τους. Όπως επίσης η απουσία αυτόνομου υπουργείου Ναυτιλίας, τα ελάχιστα έργα που έχουν γίνει στον τομέα (αλήθεια, ποιος θυμάται τα μεγαλεπήβολα σχέδια για ναυτιλιακό City στον Πειραιά;).

Μιλώντας όμως για τη ναυτιλία δεν μπορείς να μην αναφερθείς στην αδυναμία των αρμόδιων φορέων να προσελκύσουν στο Χ.Α. έστω μία μεσαίου μεγέθους εταιρία Έλληνα εφοπλιστή. Από τις πρώτες ημέρες ανάληψης των καθηκόντων του θυμόμαστε τις δηλώσεις του κ. Σπ. Καπράλου για τη δημιουργία κινήτρων προκειμένου να δημιουργηθεί αγορά παράλληλης διαπραγμάτευσης εταιριών Ελλήνων εφοπλιστών της ναυτιλίας εισηγμένων στα χρηματιστήρια της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου, του Όσλο.

Σε όλα αυτά (και σε πόσα άλλα μπορεί να αναφέρει ή να θυμηθεί και να προσθέσει ο καθένας) δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε τη σπουδή των υπευθύνων, που εδώ και χρόνια ενέργησαν ώστε:

- να παραδοθεί η αγορά στα χέρια λίγων ξένων,

- να εξοβελιστούν οι μεσαίοι - μικρότεροι ιδιώτες επενδυτές,

- να περιθωριοποιηθούν οι μη τραπεζικές χρηματιστηριακές (ακόμη και με μεθοδεύσεις αποκλεισμού),

- να μη δημιουργηθούν κλάδοι-αντίβαρα στην κυριαρχία των τραπεζών (συνέπεια που φαίνεται τελευταία λόγω της υψηλής στάθμισής τους),

- να μην προσελκυστούν νέες εταιρίες καινοτόμες,

- να μη δημιουργηθούν προϊοντικά πακέτα ελκυστικά στο ξένο και εγχώριο κεφάλαιο.