Το Κατοχικό Δάνειο από τη νομική του πλευρά ή αλλιώς: από τη στιγμή της ίδρυσής της η Ελλάδα παίρνει δάνεια. Το μόνο στην ιστορία της που έδωσε ήταν το Κατοχικό.

Γράφει ο Γιώργος Σωτηρόπουλος


  Ρώμη 1942. Οι σύμμαχοι του Άξονα, Ιταλοί και Γερμανοί, αποφασίζουν να δεσμεύσουν την Ελλάδα με δάνειο. Είναι το λεγόμενο Κατοχικό Δάνειο συνολικού ύψους 157 εκατομμυρίων μάρκων ή 1,5 δις κατοχικών δραχμών. Από αυτά οι Γερμανοί κατέβαλαν δύο δόσεις οπότε απομένουν 95,2 εκατομμύρια μάρκα σε τιμές του 1942. Με πρόχειρους υπολογισμούς, στους οποίους έχουν επιδοθεί αρκετοί μελετητές, το ποσό αυτό, με βάση δεδομένων μέχρι το 1995, ανέρχεται στο ποσό των 13 δις δολαρίων ή κατ’άλλους σε 6 δις ευρώ χωρίς τους .......τόκους.
            Πρώτα, λοιπόν, θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα: γιατί η Ελλάδα αναγκάστηκε να δώσει αυτό το δάνειο και ειδικά κατά τη διάρκεια της Κατοχής; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι εύκολη. Δεν το επεδίωξε η ίδια, αλλά της το επέβαλαν οι Σύμμαχοι των Δυνάμεων του Άξονα, για να χρηματοδοτήσουν τις πολεμικές τους επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική. Αυτή ήταν η βασική ανάγκη, που έπρεπε να εξυπηρετηθεί τότε. Αυτό σε συνδυασμό με την άθλια οικονομική κατάσταση της Ελλάδας λόγω του πολέμου και της Κατοχής δημιουργούσε την επιπλέον ανάγκη να «δημιουργηθεί χρήμα» αργότερα στη χώρα με την επιστροφή των δόσεων του δανείου.
Έτσι, λοιπόν, η Ελλάδα, ενώ λαμβάνει δάνεια, έδωσε το μοναδικό δάνειο στην Ιστορία της, από την ίδρυσή της μέχρι και σήμερα, το 2011, και αυτό ήταν το Κατοχικό.
Αφού εξετάστηκε η ιστορική πηγή, θα πρέπει να εξεταστεί και το νομικό σκέλος. Δικαιούται η Ελλάδα να διεκδικήσει νομικά την επιστροφή του Κατοχικού δανείου ή μέρους του; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι η εξής: πλέον το ζήτημα καθίσταται αρκετά δύσκολο, όχι τόσο γιατί έχουν περάσει τα χρόνια, αλλά γιατί η Γερμανία έχει «θωρακιστεί» νομικά απέναντι σε μία τέτοια περίπτωση. Επομένως, το θέμα τείνει να γίνει για εμάς τους Έλληνες κάτι σαν απατηλό όνειρο, ενώ για τους Γερμανούς δεν υπάρχει τέτοιο ζήτημα πλέον. Οι λόγοι θα αναλυθούν παρακάτω.
Με τη λήξη του Πολέμου, οι νικήτριες χώρες συγκεντρώθηκαν στο Παρίσι, στις 09.11.1945, και αποφάσισαν εκεί το ύψος, που θα λάμβανε κάθε χώρα σαν αποζημίωση από τη Γερμανία και τις άλλες ηττημένες χώρες.
Η Ελλάδα στη Συνδιάσκεψη αυτή εξέφρασε επιφύλαξη, όχι τόσο για το ύψος των αποζημιώσεων, οι οποίες στο μεταξύ είχαν αρκετά περιοριστεί, ύστερα από πιέσεις των Συμμάχων, αλλά για το ότι έγινε προσπάθεια να συμψηφιστεί το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων με το θέμα του Κατοχικού Δανείου.
Αυτός ο συμψηφισμός, εξυπηρετούσε την εξής λογική: η Γερμανία ήταν η μεγάλη ηττημένη του Πολέμου, αλλά ο ρεβανσισμός των υπολοίπων κρατών θα έπρεπε να έχει και μία κόκκινη γραμμή, ένα τέλος.
Νομικά, ωστόσο, η επιφύλαξη αυτή ήταν σωστή κίνηση από την Ελλάδα, γιατί σύμφωνα με το άρθρο 19 της Σύμβασης της Βιέννης για τις Διεθνείς Συμβάσεις:
«Ένα κράτος δύναται κατά την υπογραφή, επικύρωση, αποδοχή, έγκριση συνθήκης ή προσχώρηση σε αυτήν να διατυπώσει επιφύλαξη»
            Αργότερα, το 1953, στο Λονδίνο, με τη συνθήκη, που υπογράφτηκε εκεί, αποφασίστηκε στο άρθρο 5 το εξής:
«οι απαιτήσεις που πηγάζουν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο των χωρών που ηττήθησαν από τη Γερμανία θα αναβληθούν μέχρι τον οριστικό διακανονισμό του προβλήματος των επανορθώσεων»
Με λίγα λόγια, προκειμένου να προστατευτεί η οικονομία του νέου κράτους, το ζήτημα διευθετούταν για το μέλλον.
            Το 1989, όμως, έγινε κάτι, που φάνταζε σχεδόν απίθανο να πραγματοποιηθεί ποτέ. Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε και μαζί με αυτό καταλύθηκε, τυπικά, ο Ψυχρός Πόλεμος. Το 1990 οι δύο Γερμανίες, Ανατολική και Δυτική ενώθηκαν σε ένα κράτος. Η ένωση των 2 Γερμανιών έμεινε γνωστή ως η «Συμφωνία των 2+4», δηλαδή οι δύο Γερμανίες και οι 4 εγγυήτριες δυνάμεις, Η.Π.Α, Γαλλία, Μ. Βρεττανία και πρώην Ε.Σ.Σ.Δ(σημερινή Ρωσία).
Η συνθήκη αυτή στη διπλωματική γλώσσα έμεινε γνωστή ως «Συνθήκη για τη διευθέτηση της Ειρήνης» και όχι «Συνθήκη Ειρήνης», γιατί θα δημιουργούσε διαφορετικά την εντύπωση ότι η Γερμανία είναι πλέον ικανή να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της.
Επομένως, συνέβη το εξής παράδοξο: ενώ είχαν περάσει 45 χρόνια από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και άρα είχε λήξει και το όποιο εμπόλεμο κλίμα, παρόλα αυτά η Γερμανία απέφυγε και στο επίπεδο των λέξεων ακόμα να ξεκαθαρίσει τη θέση της, γιατί αυτό θα δημιουργούσε την εντύπωση ότι ήταν ικανή να ξεπληρώσει τα χρέη της.
Κάτι τέτοια δεν το ήθελαν αφενός οι εγγυήτριες δυνάμεις και η ίδια η Γερμανία αφετέρου, γιατί δεν προσέφερε προοπτικές για οικονομική εξέλιξη. Επομένως, συμβαίνει το εξής:έχει υπογραφεί μία συνθήκη που προγραμματίζει να λύσει στο μέλλον το ζήτημα της ένωσης της Γερμανίας, ενώ στην πραγματικότητα έχει ήδη λυθεί.
Ένα επιπλέον επιχείρημα της γερμανικής πλευράς είναι και η επίσκεψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1958 στη Γερμανία. Στη συνάντηση, που είχε με το Γερμανό πρωθυπουργό, λέγεται ότι του είπε πως η Ελλάδα παραιτείται των υποχρεώσεών της έναντι του δανείου. Ωστόσο, γι’αυτό δεν υπάρχει καμία απόδειξη. Επομένως, το επιχείρημα αυτό απλώς δεν ευσταθεί.
Παρόλα αυτά, δημιουργείται το εξής ερώτημα: σε επίπεδο παγκόσμιας πολιτικής σκηνής συμβαίνουν τα ανωτέρω. Σε επίπεδο καθαρά ελληνικό, πώς κινείται η ελληνική κυβέρνηση από το 1945 μέχρι και σήμερα; Ο απολογισμός είναι αρνητικός. Μέχρι το 1967 όποιες οργανωμένες ενέργειες συνέβησαν, πραγματοποιήθηκαν μόνο από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Το 1965 ο Ανδρέας Παπανδρέου ως υπουργός της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου πρότεινε το εξής στη γερμανική πλευρά: παραχώρηση ενός ατόκου δανείου ίσης αξίας με το Κατοχικό. Το αίτημα απλώς απορρίφτηκε.
Η Χούντα δεν έκανε απολύτως τίποτα για την ανακίνηση του ζητήματος. Από το 1975, με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας ως και τις μέρες μας, 2011, η μόνη κίνηση, που συνέβη ήταν το 2001, επί κυβέρνησης Σημίτη, με τη σύσταση επιτροπής εμπειρογνωμόνων, η οποία παρουσίασε τα πορίσματα της και στη γερμανική πλευρά. Και αυτή η προσπάθεια ήταν αποτυχημένη.  Άρα, οι κινήσεις διαχρονικά  των ελληνικών κυβερνήσεων διακατέχονται από ατολμία και απλώς παρασυρόμενες από τη δίνη των διεθνών εξελίξεων, υποτάσσονται στις εκάστοτε εντολές.
Θα μπορούσε κάποιος, σε αυτό το σημείο, να αναρωτηθεί: γιατί δεν παραπέμπεται το ζήτημα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και ό,τι αποφασίσει το δικαστήριο να γίνει αμοιβαία σεβαστό; Για να γίνει αυτό θα πρέπει και τα 2 κράτη να έχουν αποδεχτεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Η Ελλάδα την έχει αποδεχτεί πλήρως, ενώ η Γερμανία αναγνώρισε τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου το 2008 με την συμπλήρωση:
«δεσμεύεται η Γερμανία για όποιες διαφορές τυχόν λάβουν χώρα από  τούδε(2008) και  στο εξής»
Επομένως, για όποια διαφορά υπάρχει πριν το 2008, η Γερμανία απλώς δεν την αναγνωρίζει. Αυτή είναι η «νομική θωράκιση», που γράφτηκε στην αρχή.
            Η μόνη λύση που απομένει για την Ελλάδα είναι να επιδιώξει να τεθεί το ζήτημα σε διαιτησία. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1 του παραρτήματος υπ’αριθμόν 9 της Συμφωνίας του Λονδίνου του 1953, ορίζει τη σύνθεση του διαιτητικού δικαστηρίου. Η σύνθεση αυτή όμως, είναι 8 μελής, εκ των οποίων τα 3 μέλη είναι διορισμένα από τη Γερμανία. Τα υπόλοιπα είναι διορισμένα ως εξής: 1 από Η.Π.Α, 1 από Μ.Βρετανία, 1 από Γαλλία. Από τη μέχρι στιγμής σύνθεση του δικαστηρίου διαφαίνεται και η τύχη της όποιας προσφυγής.
Επίσης, τίθεται και το γενικότερο ζήτημα του κατά πόσον είναι σε εφαρμογή μία συνθήκη του 1953, ειδικά όταν οι γενεσιουργοί λόγοι, που την έθεσαν σε ισχύ δεν υπάρχουν πλέον; Και αυτοί είναι η προστασία της Γερμανίας, η δημιουργία καπιταλιστικού αναχώματος προς την Ανατολική-κομμουνιστική Ευρώπη και η εμπέδωση κλίματος ειρήνης και σταθερότητας.
            Προκύπτει, λοιπόν, από τα παραπάνω το εξής: ότι η Γερμανία έχει ένα χρέος απέναντι στην Ελλάδα από σύμβαση δανείου, το οποίο ήταν αναγνωρισμένο ως τέτοιο και από τους ίδιους τους Ναζιστές εκπροσώπους. Αλλά, αρνείται να το αποπληρώσει. Στο διεθνές δίκαιο είναι πάγια η θέση ότι ένα κράτος δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να προβεί σε μία ενέργεια, αν το ίδιο δεν το επιθυμεί.
Επομένως, σε καθαρά νομικό επίπεδο η μάχη είναι χαμένη, γιατί η επίκληση των όποιων συνθηκών θα μπορούσε να αποβεί σε βάρος της Ελλάδας, επειδή οι συνθήκες αυτές, σε επίπεδο τουλάχιστον φιλοσοφίας, αντανακλούσαν το γενικότερο πνεύμα της εποχής: «προστατεύστε τη Γερμανία».
Αν θα μπορούσε να συμβεί κάτι, αυτό θα μπορούσε να γίνει σε καθαρά πολιτικό επίπεδο. Αλλά, η Ελλάδα να πιέσει τη Γερμανία; Δεν είναι ζήτημα ηττοπάθειας, αλλά ρεαλισμού. Επομένως, θα πρέπει, ενδεχομένως, να το πάρουμε απόφαση: η Γη δεν είναι επίπεδη και η Ελλάδα δε θα πάρει τα λεφτά από το Κατοχικό Δάνειο.


Πηγές: