Λαθρεπιβάτες στο πλοίο του λαού.

 Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Ένας 44χρονος άντρας δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι του, για να του κλεψουν μια βιντεοκάμερα που είχε μαζί του. Ο άντρας αυτός,  ετοιμάζονταν να πάρει το αυτοκίνητό του προκειμένου να μεταφέρει στο μαιευτήριο την ετοιμόγεννη γυναίκα του.
Το έγκλημα έγινε στο Κέντρο της Αθήνας. Δηλαδή, σ’ ένα από τα μεγαλύτερα γκέτο λαθρομεταναστών και συνάθροισης κάθε είδους εγκληματιών, εκεί όπου η παραβατικότητα δεν χρειάζεται να εκδηλώνεται στα κρυφά. Εδώ, ό,τι έχει να γίνει γίνεται υπό το φως του ηλίου, εν μέση οδό. Είναι το μέρος όπου εκπροσωπείται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο η φιλοσοφία, η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα, των πολιτικών των κυβερνήσεών μας από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και δώθε, πάνω στο ζήτημα της μετανάστευσης και ιδίως της λαθρομετανάστευσης, διότι περί αυτού πρόκειται.
Το Κέντρο της Αθήνας, αποτελεί τη βιτρίνα των άναρχων πολυπολιτισμικών οραμάτων, τη βιτρίνα μιας................
ιδιαίτερης πτυχής της άναρχης παγκοσμιοποίησης. Αποτελεί επίσης τη βιτρίνα των ιδεοληψιών τούτων των οραμάτων. Αποτελεί την εικόνα του μέλλοντος που προαλείφεται αν τούτες οι ιδεοληψίες καταστούν κυρίαρχες, όπως έχουν καταστεί στο Κέντρο των Αθηνών. Και βεβαίως, αν κανείς αναφερθεί στο πώς θα ήταν (επί τα βελτίω) τα πράγματα, αν υπήρχε μια άλλη πολιτική, θα έλεγα τούτο : πως το παρόν και το μέλλον, δεν βιώνεται και δεν προγραμματίζεται με τα αν και τα ίσως, δηλαδή με ό,τι ίσαμε σήμερα έχει πορευθεί η πολιτική βούληση και κυρίως η κυβερνητική πρακτική διαχρονικά. Ούτε με την υπερθεωρητικοποίηση πολύ απλών και πρακτικών ζητημάτων.
Και το ζήτημα της λαθρομετανάστευσης, όπως και το ζήτημα της νόμιμης μετανάστευσης, είναι πολύ πρακτικά ζητήματα. Η πρώτη (η λαθρομετανάστευση) είναι μια πράξη παράνομη και ως τέτοια θα πρέπει να επισύρει ό,τι ο νόμος προβλέπει, ακριβώς ό,τι ισχύει για κάθε απλό πολίτη αυτής της Χώρας όταν παρανομεί, η δε νόμιμη μετανάστευση, στα πλαίσια ενός συντεταγμένου κράτους, πολύ απλά και πρακτικά λέει τούτο : ότι χρειάζομαι τόσους, με τούτα τα προσόντα ή δεξιότητες, για τούτους τους συγκεκριμένους κλάδους και για τόσο καιρό, και καλώ όσους θέλουν να έρθουν, αφού πρώτα πιστοποιήσω ποιοι είναι και ότι δεν έχουν εις βάρος τους δυσμενές ποινικό ιστορικό, καλώς να έρθουν. Τελεία και παύλα. Όπως ακριβώς, θα συνέβαινε αν το θέμα ετίθετο π.χ. για τη Νιγηρία ή το Ιράκ ή για οποιαδήποτε άλλη χώρα, αν τύχαινε και περνούσα παράνομα τα σύνορά τους ή ζητούσα νόμιμα να εργαστώ εκεί. Πιστεύω ότι οι χώρες που επέλεξα ως παράδειγμα, αν ήμουν μεν λαθρομετανάστης δεν θα με καθιστούσαν συνομιλητή με κάποιο υπουργό τους προκειμένου να διαβουλευόμασταν για τις «αξιώσεις» μου που θα πρόβαλα με την ιδιότητα του λαθρομετανάστη, αν δε ζητούσα νόμιμα να εργαστώ εκεί, θα με ρωτούσαν ποιος είμαι, από πού κρατά η σκούφια μου, θα ζήταγαν επίσημα έγγραφα που να πιστοποιούν τα παραπάνω, και φυσικά, θα αποφάσιζαν αν θα με δέχονταν ή όχι.
Εμείς, εδώ, έχουμε κάνει τη τρίχα τριχιά. Με αποκορύφωμα, κάποιες ιδεοληπτικές κορώνες, που προπαγανδίζουν τη Χώρα μας, στην ουσία, σαν τη χωματερή της Ευρώπης στο ζήτημα της λαθρομετανάστευσης. Όσοι πιστοί προσέλθετε… Αρκεί κάποιος να πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα, και μάλιστα χωρίς χαρτιά, για να αποκτήσει σχεδόν αυτόματα «δικαιώματα», και κυρίως δικαίωμα στο να διαβιοί υπό καθεστώς παραβατικότητας, αφού είναι και ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσει… Βέβαια η χώρα μας, αυτή η ίδια η χώρα που στέλνει στη φυλακή τον οποιοδήποτε πολίτη της για οφειλές προς το δημόσιο ακόμα και λίγων χιλιάδων ευρώ, ανέχεται εκατομμύρια λαθρομεταναστών να διεξάγουν μέρα μεσημέρι το λαθρεμπόριό τους έξω από τα νόμιμα εμπορικά καταστήματα, και στην πλατεία Ομονοίας να έχει στηθεί η πασίγνωστη πια αγορά ναρκωτικών, πορνείας και όπλων. Με το κράτος, θεατή, και τους Έλληνες πολίτες να έχουν εξοριστεί απ’ το χώρο αυτό, επειδή απλά κάποιοι ιδεοληπτικοί μηχανισμοί, έτσι το έκριναν… Εδώ δεν υπάρχει η δικαιολογία της αδυναμίας. Τούτο το Κράτος, έδειξε το πόσο εύκολα μπορεί να νομοθετεί σε βάρος των δικαιωμάτων των πολιτών του, όταν το θέλει. Ανάλγητα και παράνομα ενίοτε. Το Κράτος, αν ήθελε, θα μπορούσε σε μια νύχτα να έχει μαζέψει όλους τους παράνομους (γενικώς), και την επομένη να εφαρμόσει κατά περίπτωση το νόμο. Γιατί δεν θέλει; Εδώ, αρχίζουν οι υποθέσεις, που δεν είναι του παρόντος να ασχοληθούμε…
Δεν ξέρω ποιοι είναι οι δολοφόνοι του άτυχου άντρα που δεν πρόλαβε να δει το παιδί του να γεννιέται, λίγες ώρες μετά τη δολοφονία του. ελπίζω να συλληφθούν. Για μένα, η έξαρση της παραβατικότητας, σε μια πολιτεία που θέλει να λέγεται συντεταγμένη, έχει γονιό. Κι ο γονιός της παραβατικότητας, ακούει στο όνομα κυβερνητική πολιτική πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα της εγκληματικότητας και των συναφών πολιτικών που συνδέονται με τις λοιπές παραμέτρους που συγκροτούν το παραβατικό φαινόμενο, και στις μέρες μας η λαθρομετανάστευση αποτελεί τέτοια παράμετρο. Οι ανοησίες που ακούγονται ότι εγκληματικότητα υπήρχε πάντοτε στην Ελλάδα, είναι ανάξια και να συζητείται ως σοβαρό επιχείρημα. Βεβαίως και υπήρχε πάντα, (τώρα θα μου πείτε γιατί το συζητώ : δεν το συζητώ, απλά διαπιστώνω) αλλά, μόνο όποιος δεν έχει ζήσει εδώ δεν θυμάται ότι τα λεγόμενα «ειδεχθή» εγκλήματα δεν είχαν «αμερικανοποιηθεί» ποτέ τόσο ως προς την έκτασή τους όσο σήμερα, ούτε –και κυρίως αυτό- η βιαιότητα των εγκλημάτων (ακόμα και των «υποδεέστερων» σε σχέση με την ανθρωποκτονία) δεν ήταν γενικά αυτή που βιώνουμε «κατά σύμπτωση» από τότε που αρχίσαμε να βιώνουμε το άναρχο πολυπολιτισμικό μοντέλο. Δεν ήταν το σύνηθες να κλέβουν υπερήλικες 100 ή 200 ευρω και να τους σπάνε στο ξύλο την ίδια στιγμή, και βεβαίως, εγώ ο ίδιος θυμάμαι, πόσες φορές με τη γυναίκα μου (πριν παντρευτούμε) νεαροί μαθητές της πέμπτης και έκτης Γυμνασίου, όταν σχολάγαμε το χειμώνα 10 η ώρα το βράδυ το φροντιστήριο τη Κάνιγγος όπου πηγαίναμε προετοιμαζόμενοι για τις εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο, περνούσαμε από την Ομόνοια χωρίς καμία αίσθηση κινδύνου, και πηγαίναμε στη Ζήνωνος για να πάρει η γυναίκα μου το αστικό λεωφορείο για το Περιστέρι όπου έμεινε. Επίσης, δεν θα ξεχάσω όταν ως μαθητής Γυμνασίου, έμεινα τότε στη πλατεία Κολιάτσου, πήγαινε προσκεκλημένος σε πάρτι συμμαθητών μου εκείνης της εποχής στη περιοχή του Αγίου Νικολάου ή του Άγιου Παντελεήμονα, και ότι γυρνούσαμε στο σπίτι 2 ή 3 η ώρα το πρωί χωρίς κανένα φόβο, και πάντοτε με τη «μαθηματική» συνάντηση με κάποιο αστυνομικό, που εκείνες τις πρωινές ώρες έκανε πεζός περιπολία, και ενίοτε, με σταματούσε και ζητούσε τη ταυτότητά μου για εξακρίβωση. Και φυσικά, δεν θα ξεχάσω ότι σχεδόν όλοι, τα καλοκαίρια κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα εδώ στην Αθήνα, και στα εξοχικά μας ακόμα και έξω σε ράντσα στην αυλή! Όσοι κάνουν ότι δεν θυμούνται ότι στη χώρα μας είχαμε και πιο ασφαλείς εποχές, πολύ απλά, ή λόγω ηλικίας δεν τις πρόλαβαν, ή παίζοντας άλλα παιχνίδια καμώνονται ότι τις ξέχασαν. Όπως επίσης, όλα τα παραπάνω που δείχνουν και δίνουν ένα μέτρο ασφάλειας του πολίτη, έχουν ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο που άρχισαν να δίνουν τη θέση τους στην ανασφάλεια : είναι το σημείο εκείνο που άρχισαν πολλοί να εισρέουν στη Χώρα χωρίς κανείς να ξέρει από πού κρατά η σκούφια τους. Άνθρωποι χωρίς χαρτιά πάνω, τους, άνθρωποι που «κατά δήλωσή» τους πιστοποιούταν το ποιόν τους, έκαναν όλους εμάς, τους υποχρεωτικά δηλωμένους και «αποτυπωμένους» (μέσω των δακτυλικών μας αποτυπωμάτων) στις Αρχές, να αρχίσουμε να κυκλοφορούμε λιγότερο όσο αυτοί κυκλοφορούσαν περισσότερο, να βάζουμε κάγκελα στα παράθυρά μας, και φυσικά το να κοιμάσαι το καλοκαίρι έξω, να είναι καθαρή αποκοτιά.
Η κατεστημένη ιδεοληψία, άρχισε τότε να βαφτίζει τούτο το «μάζεμα» και το φόβο ως «ξενοφοβία», και κάθε διαμαρτυρία ως «ρατσισμό». Κατά την ασύλληπτη «λογική» τους, θα έπρεπε να είμαστε και πανευτυχείς για το ότι επιτέλους κάναμε τα σπίτια μιας κάστρα, θα έπρεπε αντί για φόβο ο μέσος πολίτης να διακατέχεται από αισιοδοξία και θάρρος, και βεβαίως, ως γνήσιοι δημοκράτες, δεν θα έπρεπε ίσως ούτε να καταγγέλλουμε καν μια κλοπή, αν αυτή γίνεται από μη Έλληνα, ώστε να μη υποθάλπουμε τη ξενοφοβία και το ρατσισμό! Είναι απαράδεκτο φαινόμενο η ξενοφοβία και ο ρατσισμός; Ναι, υπό μια προϋπόθεση : ότι πρόκειται για φόβο φανταστικό στη περίπτωση της ξενοφοβίας και ότι ο ρατσισμός εκδηλώνεται ως άποψη και συμπεριφορά που δημιουργεί «ανθρώπους» απ’ τη μια όχθη και «υπανθρώπους» απ’ την άλλη όχθη, αλλά ο μέσος Έλληνας, δεν εμπίπτει ούτε στη μια ούτε στην άλλη κατηγορία, δηλαδή δεν είναι ανοήτως και αναιτίως ξενοφοβικός, και δεν είναι ρατσιστής σε καμία περίπτωση.
Σε πιο σημείο βρισκόμαστε λοιπόν; Η παραβατικότητα στα ύψη. Στα ύψη και οι εκάστοτε εξαγγελίες για τη πάταξή της.
Όλοι οι καλά φυλασσόμενοι πολιτικοί και γενικά όσοι έχουν την οικονομική άνεση να έχουν ιδιωτική φρουρά, μπορούν να καλούν σε αισιοδοξία ή «συγκράτηση» (και ίσως να οικτίρουν) όλους εμάς, τους απαισιόδοξους, που τουλάχιστον για δυό δεκαετίες ξεχάσαμε ακόμα και την οσμή αυτού που λέγεται «αίσθημα δημόσιας ασφάλειας». Βέβαια, υπάρχουν και εκείνοι που παραδομένοι στο κισμέτ, καλούν σε συμβιβασμό με τη «πραγματικότητα», αν και δεν μας εξηγούν γιατί κάποτε είχαμε κάποια άλλη πραγματικότητα, λιγότερο μαύρη απ’ τη σημερινή, και επομένως, όπως η σημερινή πραγματικότητα αντικατέστησε την προηγούμενη, γιατί να μην μπορεί να αντικατασταθεί κι αυτή από μια άλλη, λιγότερο καταθλιπτική.
Όπως και να έχει το πράγμα, πιστεύω τούτο. Η εγκληματικότητα, είναι μέρος της γενικότερης κρίσης του πολιτικού μας συστήματος. Μια μόνο αισιοδοξία είναι για μένα μπορετή : εκείνη που θα προκύψει απ’ τη μετανάστευση στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας του νυν παρακμιακού πολιτικού μας συστήματος, που κατάντησε λαθρεπιβάτης στο πλοίο του λαού.
Μέχρι τότε, τίποτα δεν μπορεί να μας κάνει αισιόδοξους.