Οι Καλοί Ιρλανδοί & οι Κακοί Ελληνες Ζητιάνοι

 Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης


Με τίτλο «Οι καλοί Ιρλανδοί και οι κακοί Ελληνες», προσπαθεί ο αρχισυντάκτης της γερμανικής εφημερίδας «Die Tageszeitung» R. Sotschech, να αναλύσει τους λόγους, που τα ίδια γερμανικά ΜΜΕ, που έβγαλαν όλο το μίσος τους κατά των Ελλήνων, αντιδρούν με συμπάθεια για το δράμα των Ιρλανδών.   
Όταν χρεοκόπησαν οι Ελληνες, τα γερμανικά ΜΜΕ έγραφαν:«πουλήστε τα νησιά σας χρεοκοπημένοι Ελληνες ή ποιος άφησε την Ελλάδα να μπει στην Ευρωζώνη». Ο Γερμανός υπουργός οικονομίας Σόϊμπλε, καθυστερώντας σκόπιμα (κανείς δεν ξέρει τι κερδοσκοπικά παιχνίδια παίχτηκαν) προειδοποιούσε τους Ελληνες λέγοντας «πρώτα τιμωρία και μετά βοήθεια»!  
Εντελώς διαφορετική είναι η αντίδραση των γερμανικών ΜΜΕ αλλά και των πολιτικών τους με το πρόβλημα της Ιρλανδίας. Τα περισσότερα δείχνουν μια ασυνήθιστη συμπάθεια προς τους «αξιαγάπητους Ιρλανδούς».
Αναρωτιέται ο αρθρογράφος αν αυτή η συμπάθεια έχει ιστορικά αίτια. «Υπήρξαν», γράφει, «πολλά βιβλία γερμανών συγγραφέων, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα που χαρακτήριζαν τον ιρλανδικό λαό έναν πονεμένο αλλά αξιαγάπητο και ιδιαίτερα φιλόξενο. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γερμανοί, για ευνόητους λόγους ήταν ευπρόσδεκτοι στην Ιρλανδία. Οποιος πολέμησε εναντίον της........... Αγγλίας ήταν αυτομάτως φίλος των Ιρλανδών».
«Μήπως τελικώς» συνεχίζει χαριτολογώντας ο γερμανός δημοσιογράφος, «επειδή οι Ιρλανδοί υποφέρουν λόγω του βροχερού καιρού και της υγρασίας, οι γερμανοί να νιώθουν μια ιδιαίτερη συμπάθεια προς αυτούς», σε αντίθεση με τους Ελληνες που η φύση ήταν γενναιόδωρη;
Διαβάζοντας κανείς τα παραπάνω, μπορεί, ανάλογα με τις πολιτικές του θέσεις,  τις φραγκολεβαντίνικες προκαταλήψεις του και τα στερεότυπα κατά των γερμανών ή γενικώς κατά των «κουτόφραγκων», να σκεφτεί ότι θέλει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως εκατοντάδες φιλέλληνες έδωσαν τη ζωή τους για να ελευθερωθούμε από τον Οθωμανικό ζυγό.
Η ουσία είναι μία. Δεν είμαστε και τα πιο αγαπητά παιδιά της Ευρώπης και οι λόγοι είναι πολλοί. Η πιο εύκολη, απλοϊκή και άκρως επικίνδυνη σκέψη είναι εκείνη που θέλει όλον τον κόσμο να είναι «κατά των Ελλήνων». Αν είναι έτσι, τότε θα πρέπει να πάμε πολύ μακριά, τότε που οι πατέρες της Εκκλησίας έγραφαν πύρινους λόγους «κατά των Ελλήνων παγανιστών», που διαβάζονται μέχρι σήμερα κάθε χρόνο την Κυριακή της Ορθοδοξίας στις εκκλησίες μας. Ηταν ο κύριος λόγος που για 1700 χρόνια απέτρεπε τους Ελληνες να αυτοαποκαλούνται Ελληνες αλλά Ρωμιοί, για να μην υποστούν αντίποινα από φανατικούς της Ορθοδοξίας.
Όπως και να ‘χει το πράγμα, αυτού του είδους η αφέλεια, του να πιστεύουμε ότι όλοι είναι εναντίον μας, ή ότι κάποιοι είναι φίλοι μας ανάλογα με τις συγκυρίες, μας οδήγησε στο μια να «ανήκομεν εις την Δύσην», μια «εις την καθ’ ημάς Ανατολή», τη μια να είμαστε αδέρφια με τους «Αμερικανούς», την άλλη «με τους Σέρβους» ή «με το ξανθό γένος των Ρώσων» ή «με το  μελαψό των Αράβων». Όπως πάει το πράγμα, στο τέλος θα γίνουμε αδέρφια και με τους Τούρκους. Μπορεί ανάμεσα στους λαούς να υπάρχουν συμπάθειες ή αντιπάθειες, ποτέ γενικευμένες, αλλά ανάμεσα σε κράτη δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Υπάρχουν μόνο κοινά συμφέροντα.
Στο ότι δεν είμαστε και τα πιο αγαπητά παιδιά της Ευρώπης, μπορεί κάποιοι, με ευκολία και δίχως ψυχραιμία, να πουν «στα τέτοια μας». Στη γλώσσα της επιχειρηματικότητας αυτό σημαίνει πως, όχι απλώς δεν σ’ ενδιαφέρει αν θα χρεοκοπήσεις, αλλά πως το επιθυμείς μάλιστα διακαώς και με αυτοκαταστροφική μανία. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος
Τη δεκαετία του 60, η χώρα μας ήταν ένας από τους πιο αγαπητούς τουριστικούς προορισμούς. Όταν φτάσαμε εμείς να έχουμε εννιά εκατομμύρια τουρίστες, η Τουρκία είχε μόνο τέσσερα. Σήμερα η Τουρκία έχει τριάντα εκατομμύρια κι εμείς μόνο τους μισούς. Στον τουρισμό, ισχύει πως ένας ικανοποιημένος τουρίστας φέρνει άλλους, το λιγότερο, πέντε. Ενας δυσαρεστημένος διώχνει άλλους πέντε. Αντί να δημιουργήσουμε ένα πλέγμα σταθερών δεσμών με ικανοποιημένους σταθερούς πελάτες, βάσει της αρχής του αμοιβαίου συμφέροντος,διώξαμε πολλούς μέσω της αντίληψης «γιατί έτσι μας αρέσει», ή «άμα τους αρέσει», προσφέροντας κακές υπηρεσίες απαιτώντας παράλληλα υπερβολικές τιμές και συμπαθεια.
Γνώρισα πολλούς λάτρεις της Ελλάδας, που ερχόταν για δυο και τρεις δεκαετίες συνεχώς στη χώρα μας, έμαθαν άπταιστα ελληνικά και όταν άρχισαν να αντιλαμβάνονται, αυτά ακριβώς που «μας τη δίνουν κι εμάς όταν πηγαίνουμε διακοπές σε ελληνικά νησιά», «την έκαναν» ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους. Δεν μπορείς να απαιτήσεις από έναν ξένο να νιώθει ικανοποιημένος για τα ίδια πράγματα για τα οποία εσύ νιώθεις απέχθεια.
Το χρόνο που μας πέρασε δίδαξα σε στελέχη τουριστικών μονάδων (διαμονής, διατροφής και διασκέδασης) κάποιων νησιών μας, τεχνικές εξυπηρέτησης πελατών. Το τι είδα και άκουσα για απίθανες απάτες, που αφορούν κι εμάς τους έλληνες που επισκεπτόμαστε τα νησιά μας, δεν περιγράφονται. Το πιο τραγελαφικό, οι ίδιοι οι μαγαζάτορες και το προσωπικό διαδίδει αυτές τις απίθανες ιστορίες σαν ένα είδος μαγκιάς.
Θα ήταν αντιεπιστημονικό και απλοϊκό αν ισχυριζόμουν πως συγκεκριμένες συμπεριφορές προς τους τουρίστες αποτελούν έναν λόγο δημιουργίας ενός ευνοϊκού ή αρνητικού κλίματος προς έναν λαό. Δεν μπορεί όμως κανείς να ισχυριστεί και το αντίθετο. Σήμερα, η συντριπτική πλειονότητα των απανταχού γης  ανθρώπων, έχει μια εικόνα για τους διάφορους λαούς, θετική ή αρνητική, περισσότερο μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες, τις επισκέψεις του, παρά μέσα από βιβλία.
Το αν δεν μας ενδιαφέρει η γνώμη τους, είναι θέμα προσωπικού μας γούστου.
Το αν δεν μας προτιμούν είναι θέμα δικού τους γούστου.
Το να δυσανασχετούμε αν δεν μας συμπαθούν, είναι θέμα κομπλεξικού συνδρόμου.