Το «εσωτερικό πρόβλημα» της Τουρκίας απειλή για την ελληνική και διεθνή ασφάλεια


Του Μανώλη Κυπραίου

Η γειτονική μας Τουρκία ζει ιστορικές στιγμές. Στιγμές αναταραχής και μεγάλων ανακατατάξεων που πιθανά θα δρομολογήσουν την πορεία της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες.
Είναι η πρώτη φορά από την ίδρυση της τουρκικής Δημοκρατίας από τον Μουσταφά Κεμάλ Πασά, που η πανίσχυρη στρατιωτική ελίτ (το γνωστό και ως «βαθύ κράτος») βρίσκεται αντιμέτωπο με την μεγαλύτερη εσωτερική του αντιπαράθεση με την πολιτική ηγεσία της χώρας, με μια διαφορά σε σχέση με το παρελθόν.
Αυτή τη φορά η τουρκική στρατιωτική «ελίτ» βρίσκεται με την «πλάτη κολλημένη στον τοίχο». Δεν έχει υπάρξει ποτέ προηγούμενο η κυβέρνηση να απορρίψει υποψήφιο Αρχηγό και αντικαταστάτες των Επιτελείων και έτσι το Γενικό Επιτελείο να μην μπορεί να επιλέξει τους νέους ηγήτορές του. Ο υποψήφιος αντικαταστάτης του Ι. Μπασμπούγ βρίσκεται υπόδικος για εμπλοκή στην υπόθεση ανατροπής της............
κυβέρνησης με την κωδική ονομασία «Εργκένεγκον», ενώ ο προτεινόμενος από την κυβέρνηση Ερντογάν αρχηγός της στρατοχωροφυλακής προτίμησε να «παραιτηθεί» από το να παρακάμψει την «κληρονομιά» διαδοχής του Μουσταφά Κεμάλ και να βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα των συναδέλφων του.
Μάλιστα ο Ταγίπ Ερντογάν απαξίωσε να βρεθεί σε όλες τις συνεδρίες του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου παρευρισκόμενος στη μία μόνο από τις τέσσερεις που έλαβαν χώρα. Κάτι το οποίο επίσης συμβαίνει για πρώτη φορά.
Φυσικά οι στρατιωτικοί δεν κάθονται και αυτοί με «σταυρωμένα» χέρια, ενεργοποιώντας τον «δεύτερο πυλώνα» του «βαθέως κράτους», τους δικαστικούς, ώστε να ακυρώσουν την απόφαση σε ό,τι αφορά τη σύλληψη και ανάκριση των εν ενεργεία ανωτάτων αξιωματικών που εμπλέκονται στην υπόθεση «Εργκένεγκον».
Όμως όλο αυτό το διάστημα που βρίσκεται στην εξουσία, ο Ταγίπ Ερντογάν «μελέτησε» προσεκτικά τους στρατιωτικούς και το «βαθύ κράτος» και μεαργές αλλά καίριες κινήσεις κατάφερε να εισχωρήσει εντός του, βάζοντας ανθρώπους της δικής του επιρροής τόσο εντός του στρατεύματος, όσο και εντός των διωκτικών και δικαστικών αρχών, παίρνοντας αυτός το «πάνω χέρι».
Ακόμη και μια δεκαετία πριν θα θεωρούταν αδιανόητο ένας εισαγγελέας να διατάξει τη σύλληψη και προσαγωγή σε ανάκριση ανώτατων εν ενεργεία αξιωματικών ή την έρευνα μέσα στο Γενικό Επιτελείο. Και όμως ο Ταγίπ Ερντογάν τόλμησε και τα έκανε πράξη δείχνοντας «σιδηρά πυγμή».
Μάλιστα χρησιμοποιώντας έντεχνα και τα φίλια προς την κυβέρνηση μέσα μαζικής επικοινωνίας, γνωστοποίησε «δόλιες» ενέργειες του τουρκικού στρατεύματος, με αποκορύφωμα τη διαρροή του τελευταίου βίντεο που δείχνει το τουρκικό Γενικό Επιτελείο να παρακολουθεί «ζωντανά» τον θάνατο επτά τούρκων στρατιωτών σε φυλάκιο, από επίθεση ανταρτών του ΡΚΚ, χωρίς να κάνει τίποτα για να τους σώσει!
Όλα αυτά όπως έδειξαν πρόσφατες δημοσκοπήσεις, έχουν αυξήσει την λαοφιλία προς το πρόσωπο του Ταγίπ Ερντογάν, ενώ παράλληλα έχουν εξοργίσει την κοινή γνώμη απέναντι στο τουρκικό στράτευμα το οποίο κάποτε έχαιρε της απόλυτης εμπιστοσύνης του τουρκικού λαού.
Ο Ταγίπ Ερντογάν αποδεικνύεται εκτός από «δύσκολος αντίπαλος» και ένας ηγέτης που είναι αποφασισμένος να φέρει τα πάνω-κάτω στην Τουρκία. Αντιμετωπίζει επί ίσοις όροις τους στρατιωτικούς προσπαθώντας να τους μειώσει την επιρροή στα πολιτικά δρώμενα της χώρας, επαναπροσεγγίζει τους Κούρδους ζητώντας την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών τους, λέει ανοικτά «ανήκουμε στην Ανατολή», διασπά τη συμμαχία της Τουρκίας με το Ισραήλ, προχωρά στη σύναψη συμφωνιών με την Συρία, το Ιράν και το Πακιστάν, επικυρώνει τη διέλευση και εκμετάλλευση κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου με τουρκόφωνα κράτη της Κεντρικής Ασίας και φυσικά ζητά την λύση των ελληνοτουρκικών διαφορών και του Κυπριακού, χωρίς όμως να βγει «ζημιωμένη» η Τουρκία.
Εν ολίγοις παρακολουθούμε την «γέννηση» ενός Σουλτάνου και Χαλίφη. Αξιώματα τα οποία για τον Ταγίπ Ερντογάν πάντα ήταν ποθητά και ποτέ δεν είχε κρύψει την πρόθεσή του για την μετατροπή της Τουρκίας-ξανά-σε κέντρο της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας του Ισλάμ. Μια μητρόπολη για όλους τους μουσουλμάνους, όπως ήταν πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενας συνεχιστής της δυναστείας των Οθμάν. Γνωστοί πλέον στη παγκόσμια πολιτική σκακιέρα ως οι «νέο-οθωμανοί».
Αυτή του όμως η πολιτική του Ταγίπ Ερντογάν έχει εξαγριώσει τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα. Η Ουάσιγκτον ετοιμάζεται να αποχωρήσει από το Ιράκ, αφήνοντας πίσω της ένα κράτος-συντρίμμια, ευελπιστώντας σε έναν νέο τουρκικό ρόλο στην αραβική χώρα για την οποία η Τουρκία θα είχε την «υψηλή εποπτεία», ρόλο όμως που η κυβέρνηση Ερντογάν πλέον αρνείται, θεωρώντας πως κάθε μουσουλμανικό κράτος πρέπει να αποφασίζει μόνο για την τύχη του χωρίς «εξωτερικές» επεμβάσεις, παρά μόνο με βοήθεια από τα «αδελφά» κράτη .
Με τον άξονα Ιράν-Συρίας να ενισχύεται και το μέχρι πρότινος «αντίβαρο» άξονα Ισραήλ-Τουρκίας να μην υφίσταται, οι ΗΠΑ βλέπουν πως δημιουργούνται τεράστια προβλήματα όχι μόνο επιχειρησιακού επιπέδου αλλά και πολιτικού, μιας και η μέχρι τώρα «ευγενική αποχώρηση» πάει να αποδειχθεί σε ένα νέο «Βατερλώ» τύπου Βιετνάμ, μειώνοντας την ισχύ των ΗΠΑ σε φίλια αλλά και αντίπαλα κράτη.
Από την άλλη το Ισραήλ νιώθει «απελπιστικά μόνο» με τις ΗΠΑ να έχουν εν μέρει αποσύρει την υποστήριξή τους σε αυτό, ασχολούμενες με τα εσωτερικά τους προβλήματα, η Τουρκία πλέον συγκαταλέγεται στις «αμφίβολες» χώρες, ενώ η θηλιά από τις εχθρικές χώρες και οργανώσεις σφίγγει όλο και περισσότερο. Αυτό το γεγονός μεγαλώνει την αστάθεια που επικρατεί στην περιοχή και πλέον ακόμη και το ενδεχόμενο ενός νέου ισραηλινό-αραβικού πολέμου (και με ιρανική εμπλοκή) δεν μπορεί να θεωρείται ως «σενάριο εργασίας».
Για την Ελλάδα η εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία είναι εξίσου επικίνδυνη. Όπως αποδείχτηκε από το σχέδιο «βαριοπούλα» που είδε το φως της δημοσιότητας, οι τούρκοι στρατηγοί επιδίωκαν την πτώση της κυβέρνησης Ερντογάν, προκαλώντας ένα «μικρό» πόλεμο με την Ελλάδα, εισβάλοντας στη δυτική Θράκη. Οι συνεχείς έντονες προκλήσεις των τουρκικών Ενόπλων δυνάμεων τις τελευταίες εβδομάδες μπορεί να μην άσχετες με μια νέα «βαριοπούλα» και την πρόκληση ενός «θερμού επεισοδίου» ή ενός «μικρού» πολέμου για να υπάρξει είτε πραξικόπημα, είτε υπό το καθεστώς «εμπολέμου καταστάσεως» να αναλάβει μια μικτή πολιτικό-στρατιωτική ομάδα την ηγεσία της χώρας, «ευνουχίζοντας» ουσιαστικά τις αρμοδιότητες του Ταγίπ Ερντογάν και της κυβερνήσεώς του.
Ισως και οι συνεχείς επαφές, μεταξύ των διπλωματικών ομάδων Ελλάδος-Τουρκίας να μην είναι άσχετες με τις εσωτερικές εξελίξεις στην γειτονική μας χώρα.
Παρά πάντως τη θερινή ραστώνη, τόσο η πολιτική, όσο και η στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδος δεν πρέπει να επαναπαυτούν, μιας και οι εξελίξεις δείχνουν πως δεν αποκλείεται στο επόμενο χρονικό διάστημα να έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια προβοκάτσια από την πλευρά της Τουρκίας, με σκοπό την ανατροπή της υφιστάμενης πολιτικής ηγεσίας.
Και οι στρατιωτικοί στην Τουρκία δεν είναι αποφασισμένοι να παραδώσουν «αμαχητί» την κληρονομιά του Μουσταφά Κεμάλ… Και στην Αθήνα πρέπει να είναι έτοιμοι για παν ενδεχόμενο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια της χώρας, γιατί παρά τα οικονομικά προβλήματα της χώρας, στρατηγικά είναι σημαντικότερη της οικονομίας είναι η άμυνα και η διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.