«Ξαναζωγραφίζοντας» την Ελλάδα μας…


Γράφει ο Μανώλης Κυπραίος

Είναι πλέον ηλίου φαεινότερων πως προχωράμε προς τον Καιάδα μας και ένα θαύμα μόνο θα μπορέσει να μας σώσει από το να βρεθούμε στη χαράδρα του Ταϋγέτου. Όχι. Δεν μιλάω πεσιμιστικά ούτε προσπαθώ να προκαλέσω «έντεχνο» πανικό για να «κάτσουν κάποιοι στα αυγά τους».
Αυτή η κρίση όμως είναι μια μοναδική ευκαιρία, είτε να κάνουμε το θαύμα, είτε να γκρεμιστούμε.
Και το θαύμα που πρέπει να προσπαθήσουμε να πετύχουμε μόνο με μια λέξη μπορούμε να το περιγράψουμε: Αναμόρφωση.
Εφτασε η στιγμή να κάνουμε την αυτοκριτική μας ως πολίτες και ως μέλη της κοινωνίας και του έθνους μας.
Οι ευθύνες πολιτικών, επιχειρηματιών και συμφερόντων εντός και εκτός Ελλάδος είναι δεδομένη και την έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα άρθρα. Οι στόχοι τους δεν άλλαξαν ποτέ και ούτε πρόκειται να αλλάξουν. Αποτελούν «αρχαίο κακό» για την ανθρωπότητα.
Όμως αυτή τη φορά πρέπει να αναλογιστούμε το δικό μας κομμάτι. Αυτά που έπρεπε να κάνουμε και δεν κάναμε. Να βρεθούμε απέναντι στον «ωχαδελφισμό» μας και την έλλειψη συμμετοχής στα κοινά.
Ισως να φανούν λίγο δύσπεπτα αυτά .......που αναφέρω-και θα αναφέρω-αλλά είναι η αλήθεια. Η αλήθεια μας.
Το κύριο πρόβλημα κατά την ταπεινή άποψή μου ξεκινά από το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Τα σχολεία «παράγουν» πολίτες, που αγνοούν ή στην καλύτερη περίπτωση αδιαφορούν για το τι μέλλει γενέσθαι. Υποσκάπτουν το μέλλον τους, γινόμενοι «μηχανές» ασυδοσίας, εύκολου πλουτισμού, ζωής χωρίς ιδανικά, με μόνο κίνητρο τον «θάνατο του άλλου» για την επιβίωσή μου.
Νέοι πολίτες που αγνοούν την ιστορία μας, αγνοούν το περιβάλλον, μιμητές των προηγούμενων γενιών, που συνεχίζουν να πετούν τα τσιγάρα στο δρόμο, τα σκουπίδια στις παραλίες, τα έρημα τετράποδα στους δρόμους, να οδηγούν επικίνδυνα με το αυτοκίνητο «του μπαμπά» και να ανησυχούν μήπως τους τελειώσει η κάρτα του κινητού.
Οι εκπαιδευτές τους, τους μεταδίδουν όχι αυτό που πρέπει αλλά αυτό που θέλουν ή αυτό που «διατάσσει» η εκπαιδευτική εγκύκλιος. Ελάχιστοι πλέον εκπαιδευτικοί συμμετέχουν ως ένα σώμα στις ώρες διδασκαλίας. Ένα απλό μάθημα «παπαγαλίας», το οποίο ξεχνιέται μερικές ώρες μετά και ακολουθεί η οδός προς τη νιρβάνα, παρά τις εξωσχολικές προσπάθειες-μέσω φροντιστηρίων-να μάθουν τα παιδιά γράμματα.
Διαιωνίζοντας αυτό το κακό, όλο και περισσότερο η κατεύθυνση είναι προς τον βυθό μέχρι να πιάσουμε πάτο…
Τα πανεπιστήμιά μας παράγουν «αιώνιους φοιτητές», ασυλία σε ομάδες ανθρώπων με ύποπτους σκοπούς, η πληρότητα και το μέγεθος των μαθημάτων επιεικώς ετεροχρονισμένη και βέβαια η περίφημη «δωρεάν παιδεία», ένα κακόγουστο αστείο για να πιστεύουμε πως η πολιτεία νοιάζεται για τα παιδιά της. Οι φοιτητές αναγκάζονται να αγοράζουν «συγγράμματα» και να επιδιώκουν σχέσεις «πωλητή-πελάτη» με τον καθηγητή τους μήπως και κάποια στιγμή πάρουν το πτυχίο τους.
Μια βόλτα εντός των πανεπιστημιακών χώρων θα σας πείσει για το τι πραγματικά συμβαίνει. Φοιτητικές εστίες που θυμίζουν εργατικές πολυκατοικίες της δεκαετίας του 1930. Σπασμένοι τοίχοι, τουαλέτες που φιλοξενούν ποντίκια, έρποντα έντομα και κάθε λογής μικρόβια, βαμμένοι τοίχοι, κολλημένες αφίσες κομμάτων και συνθήματα με σπρέι που «προάγουν» την ελληνική γλώσσα. Τα αμφιθέατρα συνήθως άδεια, σπασμένες καρέκλες και καθηγητές που αναζητούν μαθητές-όταν προσέρχονται στα μαθήματά τους και δεν «αναπληρώνονται» από κάποιον επίκουρο ή συμβασιούχο.
Και φτάνοντας στο τέλος όπου κρατούν το περίφημο πτυχίο, ανακαλύπτουν ότι δεν κρατούν τίποτε περισσότερο από ένα χαρτί κενού περιεχομένου, ανακαλύπτοντας πως η αγορά εργασίας είναι αμείλικτη και ζητά «επιστήμονες» και όχι «χαρτιά». Αλλά ακόμη και ο αριθμός των επιστημόνων που χρειάζεται η Ελλάδα είναι περιορισμένος και ήδη κορεσμένος. Γίναμε η «χώρα των επιστημόνων» χωρίς θέσεις εργασίας, με τους νέους μας ανέργους, απελπισμένους και το χειρότερο όλων: εξοργισμένους.

Τιτλούχοι κακής εποχής…

Εμείς λοιπόν, οι προηγούμενες γενιές, έχουμε τεράστιο μερίδιο ευθύνης γι΄ αυτό που συμβαίνει σήμερα. Αποδομήσαμε το κράτος μας. Αδιαφορήσαμε για τους νόμους, εκλέξαμε τους πολιτικούς και επιλέξαμε την πολιτική που θα εξυπηρετεί το άτομο και όχι την κοινωνία, παλέψαμε για τον εαυτό μας και μόνο για αυτόν. Θεωρήσαμε κακό να καταγγέλλουμε τους επίορκους λειτουργούς γιατί μας εξυπηρετούσε η στάση τους. Αφήσαμε να διαιωνίζονται συστήματα κακοδιαχείρισης γιατί και αυτά μας εξυπηρετούσαν. Διδάξαμε πως μπορεί να γίνει κάποιος το «ιδανικό λαμόγιο» και όχι ο «ιδανικός πολίτης». Πέσαμε με τα μούτρα σε έναν παρασιτικό καταναλωτισμό πιστεύοντας πως μέσω αυτού θα καλύψουμε τα κενά μας, αγνοώντας τις συνέπειες. Θεωρήσαμε πως θα ζούσαμε για πάντα με αυτό το σύστημα που εμείς-νομίζαμε-πως μας βόλευε και το κυριότερο: πως αυτό το σύστημα θα υπήρχε για πάντα.
Αγνοήσαμε τις προειδοποιήσεις κάποιων «ωραίων τρελών», θεωρώντας πως μας χάλαγαν τη «μαγιά». Τους αφορίσαμε, τους κυνηγήσαμε, τους συκοφαντήσαμε και τους εξωστρακίσαμε. Τους θεωρήσαμε «μη Ελληνες» και ας ήταν οι πιο Ελληνες από όλους μας.
Βρήκαμε την πανάκεια του δημοσίου και το ταΐζοντας τις σάρκες μας από τη σάρκα μας.
Αδιαφορήσαμε ακόμα και γι΄ αυτές-τις λίγες έστω-προσπάθειες κάποιων για να καλυτερεύσουν τα πράγματα.
Καταστρέψαμε την πηγή υγιούς δόμησης των νέων μας. Καταστρέψαμε την οικογένεια. Μεγαλώσαμε παιδιά χωρίς γονείς και γονείς χωρίς παιδιά. Τους προσφέραμε την αποβλάκωση για να γίνουμε-έτσι πιστεύαμε οι άμοιροι-πλουσιότεροι ξεχνώντας πως το πνεύμα μας παρέμεινε φτωχό και μαζί με αυτό και τα παιδιά μας…
Και ιδού λοιπόν το αποτέλεσμα: Καταρρέουμε.
Όχι δεν φταίνε οι πολιτικοί, δεν φταίει το δημόσιο δεν φταίει η Ευρωπαϊκή Ενωση, ούτε οι κακοί Αμερικάνοι. Δεν φταίνε ούτε οι μετανάστες, ούτε οι λαθρομετανάστες.
Εμείς φταίμε.
Αν πραγματικά είχαμε φτιάξει τα «Θεοδοσιανά τείχη» μας αν ήμασταν ένας λαός που ήξερε πότε να πει «ναι» και πότε «όχι» καμία Ευρωπαϊκή Ενωση, καμία ΗΠΑ και καμία Τουρκία ή Σκόπια δεν θα μας απειλούσε. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν θα ερχόταν στην Ελλάδα και οι πολιτικοί θα έκαναν αυτό το οποίο είναι προορισμένοι να κάνουν. Να εξυπηρετούν τα συμφέροντα του λαού.
Βάλαμε μια φωτιά γύρω από τον εαυτό μας και σαν τους σκορπιούς γυρίσαμε το κεντρί επάνω στο σώμα μας.
Ζηλεύουμε και λέμε για την οργάνωση των Γερμανών, των Ολλανδών των Γάλλων και των Σκανδιναβών και λέμε πως αυτά είναι κράτη που νοιάζονται για τον πολίτη. Λάθος!
Οι πολίτες εκεί νοιάζονται για το κράτος που θα έχουν. Τηρούν τους νόμους, δεν «λαδώνουν» τους δημόσιους λειτουργούς και τους γιατρούς και όταν κάποιος από αυτούς «ξεφεύγει» καταγγέλλεται και τιμωρείται. Δεν υπάρχει ασυλία για τους ασύδοτους, γιατί οι πολίτες αυτών των κρατών γνωρίζουν πως το ένα λάθος φέρνει το άλλο και στο τέλος τα πάντα καταρρέουν. Σέβονται αυτό το κράτος που έφτιαξαν με κόπο και κυρίως το προστατεύουν με τον νόμιμο και δίκαιο τρόπο.
Ένα κράτος δεν ζει και δεν αναπτύσσεται με το «έλεος» και την «αδιαφορία». Αναπτύσσεται με την τήρηση του δικαίου και του ορθού.
Αν λοιπόν θέλουμε να σώσουμε αυτή τη χώρα ένας τρόπος υπάρχει: Να αλλάξουμε. Και η αλλαγή αυτή δεν είναι τίποτε περισσότερο από το να τηρήσουμε ατομικά και συλλογικά τους νόμους και να δώσουμε βάρος στην παιδεία μας.
Να κάνουμε την αυτοκριτική μας και να προχωρήσουμε μπροστά λέγοντας: «ποτέ πια»…
Όπως έγραψε και ο Νίκος Καζαντζάκης, αυτό τον πίνακα που βλέπουμε εμείς τον φτιάξαμε. Αφού δεν μας αρέσει ας τον χαλάσουμε και ας φτιάξουμε αυτόν που θέλουμε. Τα χρώματα τα έχουμε, τα πινέλα και το καναβάτσο επίσης.
Και ξαναζωγραφίζοντάς τον θα ανακαλύψουμε πως μπορούμε να κάνουμε θαύματα. Η ιστορία μας είναι γεμάτη θαύματα. Ας αποδείξουμε πρώτα στον εαυτό μας και μετά σε εχθρούς και φίλους πως ο Ελληνας δεν είναι «τελειωμένος» όπως νομίζουν, αλλά πως έχει θάρρος, δύναμη και θέληση πρωτόγνωρη, μπορώντας μέσα από ένα κομμάτι πηλό να φτιάξει έργα που θα μείνουν για πάντα στο χρόνο.
Και αυτή τη στιγμή αυτό που προέχει είναι να ξαναφτιάξουμε την Ελλάδα μας. Θα χρειαστεί, αίμα, δάκρυα και ιδρώτας. Όμως τίποτα δεν φτιάχνεται χωρίς κόπο…