O ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ


Γράφει ο Γιώργος Δημητριάδης
Κάθε Κυριακή πρωί που έκανε λιακάδα έπαιρνα το ποδήλατό μου, εκείνο εκεί το πρώτο μου ποδήλατο που ήταν ρώσικης κατασκευής και είχε κάτι λάστιχα συμπαγή χωρίς αέρα τραντάζοντας με στην παραμικρή λακουβίτσα πίσω από το σπίτι μου, και περνούσα απέναντι στην παραλία, κρυφά από τον πατέρα μου που δεν μ’άφηνε,
για να φτάσω μέχρι τον Λευκό Πύργο και μετά πίσω ξανά χωρίς χέρια, ορθοπεταλιά.
Ήταν η εποχή και οι μέρες που ο Θερμαϊκός μύριζε ακόμα εκείνη την υπνωτική όμορφη μπόχα κλειστού, βουρκώδους αλλά όχι χεσμένου από την μετέπειτα χούντα κόλπου-βλέπετε είχαν την φαεινή και ελεεινή ιδέα να ρίξουν τους υπονόμους μέσα στη μήτρα του.
Ο μικρός λοιπόν αγέρωχος ποδηλάτης εφορμώντας εν είδη ρώσικου τανκς είχε στα δεξιά του το πάρκο όπου είχαν ήδη μαζευτεί όλες οι μαμάδες με τα παιδάκια τους, οι παππούδες με τις εφημερίδες τους, οι μεγαλοκυρίες της Β.Όλγας μετά των ευυπόληπτων συζύγων των, τα φτωχά νεανικά ζευγαράκια που έτρωγαν σπόρια αγναντεύοντας το............ επέκεινα του κόλπου σε μία ερωτική σιωπή.
Μπροστά του είχε τους μοναχικούς επερχόμενους διαβάτες συνήθως μεγάλης ηλικίας που περπατούσαν με βήμα σταθερό λόγω καρδιάς και βέβαια άλλους μαινόμενους μπόμπιρες που με καλύτερα ποδήλατα αυτοί και με χαρτάκι στις ακτίνες της ρόδας έτρεχαν δαιμονισμένοι αλά Hells Angels μινιατούρες πέρα δώθε σαν μύγες.
Στα αριστερά του είχε την θάλασσα με τους γλάρους να φλυαρούν ακατάπαυστα χαρούμενοι για τα δολώματα από τα ψωμοτύρια που γλιστρούσαν από τα αγκίστρια των στωικών αυτοσχέδιων ψαράδων που περίμεναν να πιάσουν κανένα βουρκόψαρο και καμάρωναν σαν γύφτικα σκερπάνια όταν έπιαναν κανένα κεφαλόπουλο.
Η απόσταση που είχα να διανύσω δεν ήταν μεγάλη, ωστόσο εμένα μου φαινόταν σαν να πήγαινα σε άλλο τόπο μακρινό, εγώ ήμουν μικρός κι ο κόσμος άρα μεγάλος, και καθώς πατούσα τα πετάλια με τα όντως δυνατά από τότε πόδια μου,έριχνα ματιές προς το λιμάνι που αγκάλιαζε στοργικά τα βαπόρια του αλλά κι εκείνα τα γκαζάδικα που είχαν πετάξει άγκυρα μέσα στα βαθιά του Θερμαϊκού. Όταν είχε ειδικά κι εκείνον τον ελαφρύ βαρδαράκο όλα φαίνονταν ανάγλυφα εκεί μακριά στην Κατερίνη κι ένιωθα πως άγγιζα τον Όλυμπο που σηκωνόταν επιβλητικός μπροστά μου λες για να μου θυμίζει πόσο μικρός του έπεφτα. Όλα φαίνονταν τόσο μακριά γι αυτό και μαγικά όπως το μέλλον που ανοιγόταν μπροστά μου. Έτρεχα φρέσκος μέσα στη ζωή.
Έσκυβα το κεφάλι για λίγο και μετρούσα τα πλακάκια της παραλίας και όταν το σήκωνα ήδη είχα φτάσει στο Φάληρο και μετά στην Αγία Τριάδα και μετά ξανά έβαζα όλα μου τα δυνατά και έπιανα την Ευζώνων πλησιάζοντας στον προορισμό μου. Φτάνοντας στον Λευκό Πύργο γύρω του ήταν μαζεμένοι εκείνοι οι κύριοι με τις λευκές φόρμες και με τις παμπάλαιες ήδη από τότε φωτογραφικές μηχανές με το τρίποδο. Έμοιαζαν με ζαχαροπλάστες ή γιατρούς ντυμένοι στα άσπρα και γύρευαν ακούραστα να σου βγάλουν μία φωτογραφία μπροστά από το φετίχ της πόλης μου.
Συνήθως ‘τσιμπούσαν’ κάτι φανταράκια επίσης συνήθως από την επαρχία τα περισσότερα, ξεσπιτωμένα και στέκονταν εκεί καμαρωτά με την ελπίδα πως δεν θα έβγαιναν με δυο κεφάλια και να την στείλουν στην καλή τους πίσω στο χουριό.
Εκεί έκανα μία στάση να πάρω σπόρια για την επιστροφή και κοντοστεκόμουνα δίπλα στην φωτογραφική μηχανή χαζεύοντας τις παλιές φωτογραφίες που ήταν κολλημένες πάνω της, κάτι σαν το portfolio των φωτογραφικών τους επιδόσεων.
Πρόσωπα παλιά, άντρες, γυναίκες και παιδιά, νέοι, γέροι, κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά και κάτι κακάσχημες ξερακιανές γεροντοκόρες, πρόσωπα, πρόσωπα, πρόσωπα. Τα κοιτούσα σαν υπνωτισμένος προσπαθώντας να βρω κάτι, να φανταστώ τις ζωές τους, από πού έρχονται και που πήγαιναν, αν πέθαναν ακριβώς μετά από τη φωτογράφηση.
Με έπιανε μία μελαγχολία γιατί καταλάβαινα ίσως ασυνείδητα πως όλοι αυτοί εκεί είχαν περάσει στη λήθη, ίσως γιατί μία φωτογραφία δεν σώζει την μνήμη, ίσως γιατί μία φωτογραφία την σκοτώνει, την παγώνει στον χρόνο. Με πλημμύριζε μία προσωρινή λύπη και καβαλούσα το βαρύ μου ποδήλατο για να γυρίσω πίσω στην ασφάλεια της γειτονιάς μου λες κι έφευγα από νεκροταφείο…
Γι αυτό δεν τους άφησα ποτέ να με φωτογραφήσουν. Δεν ήθελα να κρεμαστώ εκεί κι εγώ σαν φαγιούμ άλλης εποχής αρχαίας και νεκρής. Είχα τις δικές μου φωτογραφίες που γίνονταν σιγά-σιγά ταινίες, άλλες μεγάλου κι άλλες μικρού μήκους, κι έτσι μέχρι σήμερα πάλλονται και μιλάνε ακόμα ζωντανές κι άφθαρτες μέσα στην καρδιά μου.
Θα πεθάνουν όταν πεθάνω κι εγώ, αλλά και πάλι ίσως σωθούν περνώντας στις δικές σας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ



Ο Γιώργος Δημητριάδης είναι τραγουδοποιός