Θυμάσαι;

3
Γράφει ένας απλός άνθρωπος

Θυμάσαι; Έλεγες ότι θα στεριώσεις σ’ αυτή την χώρα. Έκανες τα πάντα για να στεριώσεις. Μέχρι και το πατρικό του παππού σου στήριξες για να έχουν μεγαλύτερο βάθος οι ρίζες σου. Θυμάσαι; Ξεκίνησες την δουλειά σου και έλεγες θα την κάνεις μεγαλύτερη, θα μεγαλουργήσεις στον χώρο σου. Έβλεπες τα χωράφια που έσφυζαν από εργάτες, αγρότες και έλεγες έχει μέλλον αυτή η χώρα. Οι βιοτεχνίες έπαιρναν νέο προσωπικό και από αυτό έβγαιναν καινούργιοι βιοτέχνες με δικές τους δουλειές. Φεύγοντας για σπουδές ήξερες ότι θα γυρίσεις πίσω για να δημιουργήσεις. Ξεκίνησες κι εκεί κάπου στα μισά άρχισες να βλέπεις παραταγμένες κλούβες με πορτοκάλια να οδηγούνται στην χωματερή. Στοιβαγμένους τόνους βαμβάκι να σαπίζουν μέσα στην βροχή. Οι μικρές βιοτεχνίες αλλά και οι πρώτες βιομηχανίες να μπαίνουν σε πλειστηριασμούς τραπεζών. Κι οι εργάτες να κάνουν ουρές στα γραφεία πρώην λιγδιάρηδων δικηγορίσκων και μηχανικών που πλέον είχαν γίνει βουλευτές κόμματος και αργότερα υπουργοί κυβερνήσεων. Το Δημόσιο ήρθε και στην πόλη σου. Οι άνθρωποι που θυμάσαι να κουβαλούν κλούβες με ντομάτες ή να σου λένε ότι κάποτε θα έκαναν την δική τους δουλειά, με το μάτι τους να λάμπει ακόμη κι αν το μεροκάματο ήταν φθηνό, έγιναν σαν κινούμενα μανιτάρια, συνταξιούχοι στα 45 να ξημεροβραδιάζονται στο καινούργιο φαινόμενο «καφετέρια στις 10 το πρωί».
Θυμάσαι; Η πόλη είχε σπίτια με αυλή και κήπο. Το βουνό πάνω της ήταν πευκόφυτο, τώρα πια μπετόφυτο. Ήταν αργά να φύγεις και ............
απόμεινες να βλέπεις τις μπουλντόζες των ντόπιων να καταστρέφουν ό,τι έμεινε από τον γερμανικό βομβαρδισμό. Διαμέρισμα στον 8ο όροφο με θέση πάρκινγκ. Ακόμη αναρωτιέσαι πώς άνθρωποι που μεγάλωσαν σε αλάνες μπορούν να χωρέσουν την ζωή τους σε 90 τετραγωνικά.
Είχε και μια θάλασσα αυτός ο τόπος. Τώρα την έχουν μόνο για θέα, όσοι τρώνε σε κακόγουστες ψαροταβέρνες που προσφέρουν ψάρι από τον Ειρηνικό, αφού η δική τους έχει μεταλλαχθεί από βιομηχανίες που ξεπλένουν μαζί με τα χημικά και χρήματα πολιτικών του έθνους.
Είχε και ποτάμια που τώρα τα στένεψαν σε ρυάκια φτιάχνοντας φράγματα για να εξάγουν ρεύμα αλλά εσύ πληρώνεις το ρεύμα σαν εισαγόμενο τραβώντας καλλιτεχνικές φωτογραφίες από τα βυθισμένα χωριά που ξεπροβάλλουν όταν τα νερά λιγοστεύουν.
Είχε χωριά στα ορεινά που έβλεπες καπνό από όλες τις καμινάδες των πέτρινων σπιτιών. Που έβλεπες κήπους με μαρούλια και κοπάδια από αιγοπρόβατα να σουλατσάρουν στις βουνοπλαγιές. Τώρα αντί για σπίτια βλέπεις το νέο επιδοτούμενο ξενοδοχείο,«Η στρούγγα», που γεμίζει τις αργίες από κινούμενα μανιτάρια, εγχώρια και εισαγόμενα.
Ο τόπος σου δεν είχε μεγάλους δρόμους. Ο τόπος σου δεν είχε δήθεν χλιδή. Δεν είχε τίποτε από αυτό που σήμερα έχει. Είχε όμως αυτό που την ξεχώριζε. Γι’ αυτό γύρισες. Θυμάσαι; Ήταν ο κόσμος σου.

Simpleman

Δημοσίευση σχολίου

3Σχόλια
  1. Μη φυγουν.
    Ολα ,αν θελουν γινοντε ξανα. Αν πουν οχι στην απληστια, με λιγα λεφτα, φτιαξουν ενα σπιτι, ενα κτημα, παρουν λιγα ζωα, αν πανε νεοι παρεες και δενδροφυτευσουν το βουνο, κανουν εκδηλωσεις , αγαπησουν τη γη οπως οι παπουδες μας, τοτε ποιοτητα ζωης θα εχουν ,θα ζησουν πολλα χρονια και χωρις αγχος, μακαρι να αρχισει φευγιο σε μερη που θαυμαζουν σε ταξιδια, σιγουρα τα νειατα μπορουν αν θελουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πως δε θυμάμε ήρθα στην Αθήνα 17 χρονών με τη μάνα μου και την αδελφή μου,ο πατέρας σε άλλη πόλη δημ. υπάλληλος, να σπουδάσω να γίνω άνθρωπος.Μείναμε σε μια τρόγλη με ένα δωμάτιο και μια κουζίνα με εσωτερική αυλή.Η αδελφή μου εργάτρια,η μάνα στη κουζίνα.Φτώχια παντού.Ένα βράδυ πέφτει ο διπλανός τοίχος ,της τρόγλης γιατί κτιζόταν πολυκατοικία,αναγκαστήκαμε να πάμε σε άλλη τρόγλη,πως δεν μας πλάκωσε ο τοίχος άγιο είχαμε.Ήλθε ο πατέρας αγοράσαμε διαμέρισμα 50 τετρ. 4 άτομα.Έγινα δημ. υπάλληλος παντρεύτηκα, έχω παιδιά, έχω μεγάλο σπίτι,έχω εξοχικό, έχω τρία αυτοκίνητα,και τη μάνα στο γεροκομείο .Πως νοιώθω ,νοιώθω μετανάστης στην ίδια μου τη πατρίδα.Ποτέ δε ρίζωσα ψυχολογικά σε αυτή τη πόλη.Περπατάω μερικές φορές στο κέντρο της Αθήνας και με πιάνει απελπισία δεν γνωρίζω κανένα.
    Το χειρότερο όλων πάω στη πόλη που γεννήθηκα και εκεί δεν γνωρίζω κανένα , όλοι της γενιάς μου στη γειτονιά που ζούσα έφυγαν σαν εμένα.Τι έμεινε στη πόλη που έζησα νέος μόνο οι τάφος του πατέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Με έχει παιδέψει πολύ αυτό που περιγράφεις, και έχω φάει μέρες να σκέφτομαι "γιατί".

    Σκέφτηκα ότι φταίνε οι Τούρκοι, ή φταίει η κακή παιδεία, ή το ...Πασόκ, ή η ..ΕΡΕ. Ή ο εμφύλιος, οι κακοί εργοδότες, οι κακοί εργάτες...

    Και καταλήγω ο,τι τίποτα από αυτά δεν φταίει -- από μόνο του.

    Αν φταίει ΈΝΑ πράγμα, φταίνε οι επιδοτήσεις. Η αλόγιστη κρατική παρέμβαση. Η δημιουργία ψεύτικων προσδοκιών που χρηματοδοτούνται με δανεικά

    Μερικοί (πολλοί) βελτίωσαν την ζωή τους σε σχέση με την δεκαετία του 50 ή του 60. Τώρα που έχει έρθει η ώρα του λογαριασμού, θα δούμε πραγματικά τι είχαμε, τι χάσαμε, και ΔΕΝ συμμερίζομαι την αισιοδοξία του ανώνυμου 3:33. Για να γίνει αυτό θα περάσουμε πρώτα από πείνα, να μην πω χειρότερα.

    Καλή δύναμη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
Δημοσίευση σχολίου