Ψάχνοτας να «εφεύρουμε» το τροχό…

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Σύμφωνα με το Keidanren (το σύνδεσμο εργοδοτών στην Ιαπωνία), [οι] τρεις αμαρτίες της βιομηχανίας είναι (Georges Archier και Herve Serieyx : Η Επιχείρηση 3ου Τύπου, 2η Έκδοση, εκδόσεις Γαλαίος, Αθήνα, 1987, σελ. 41) :


  1. Να ξαναεφεύρουμε εμείς, κάτι που έχουν εφεύρει αλλού.
  2. Να ανακαλύψουμε προϊόντα, που δεν έχουν πλέον αγορά.
  3. Να μην κινητοποιήσουμε τη φαιά ουσία των προϊσταμένων και να σπαταλήσουμε έτσι το δυναμικό της επιχείρησης κατά 99%.

Στην Ελλάδα με θαυμαστή επιμονή κι υπομονή, και τις τρεις αυτές αμαρτίες, φαίνεται ότι κάνουμε τα αδύνατα – δυνατά, να τις μετατρέψουμε σε «αρετές», με σημαιοφόρο της προσπάθειας τους φορείς της εφαρμοσμένης κυβερνητικής πολιτικής, όπου κυριαρχούν ιδίως οι «αμαρτίες» κατά τους ........Ιάπωνες, «αρετές» για μας, 1 και 3 του παραπάνω καταλόγου.

Αφορμή για το σχόλιο αυτό, το κυοφορούμενο νέο φορολογικό νομοσχέδιο, και ιδίως, το ζήτημα των αποδείξεων προκειμένου κάποιος να διαμορφώνει το αφορολόγητο όριο που θα προσδιοριστεί.

Δεν θα μείνω στο αλαλούμ που έχει δημιουργηθεί με ένα σωρό «ιδιαιτερότητες» που ήδη ήρθαν και συνεχώς έρχονται στην επιφάνεια με βάση τις ερωτήσεις των φορολογούμενων πολιτών, ιδιαιτερότητες, που θα φτάσουν, πολύ φοβάμαι, το νομοσχέδιο να ασχολείται περισσότερο με αυτές παρά με την ουσία. Άλλωστε τι να πρωτοαναφερθεί;

Το πώς ένας αγρότης θα μάθει ξαφνικά να συνδυάζει αποτελεσματικά τη χειρωνακτική δουλειά στο χωράφι με την (πρωτόγνωρη γι’ αυτόν) δουλειά γραφείου, όταν ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του, υποχρεωθεί να καταρτίζει και συντάσσει ο ίδιος πίνακες δαπανών;

Το πώς άνθρωποι με ειδικές ανάγκες, π.χ., τυφλοί, άνθρωποι με ενδεχομένως τέτοια προβλήματα ή αναπηρία στα χέρια που να μη μπορούν να γράφουν, κ.λπ. θα μπορούν να επιδίδονται στην καταγραφή εκατοντάδων (ή μήπως και χιλιάδων;) αποδείξεων;

Το πώς θα επιμερίζονται αποδείξεις μεταξύ ατόμων περισσοτέρων του ενός, όταν θα μετέχουν της δαπάνης περισσότερα του ενός άτομα; (π.χ. η πληρωμή «ρεφενέ» σε μια ταβέρνα, μεταξύ των ατόμων που απαρτίζουν την παρέα, ιδίως, όταν το ποσό είναι σημαντικό)

Το πώς θα αποφευχθεί η αλλοίωση (ξεθώριασμα) των στοιχείων μιας απόδειξης, που ο φορολογούμενος απαιτηθεί να τη διακρατήσει ίσως και πέντε χρόνια, για το ενδεχόμενο της επαλήθευσης;

Το πώς θα αποφευχθεί η δημιουργία μιας μαύρης αγοράς (κι αυτό ακούστηκε) παραγωγής ή/και αγοραπωλησίας αποδείξεων μεταξύ ατόμων, που κάποιοι μπορεί να διαθέτουν χωρίς να τις χρειάζονται, άλλοι δε που τις χρειάζονται να μην τις διαθέτουν;

Το γιατί κάποιος που έχει ήδη καλύψει το αφορολόγητο όριο θα έχει κίνητρο από εκεί και πέρα να ζητά νέες αποδείξεις, εκτός ίσως από να τις διανείμει σε γνωστούς και φίλους που θα τις έχουν ανάγκη (όσες βέβαια απ’ αυτές δεν έχουν εκδοθεί επ’ ονόματί του);

Δεν θα επεκταθώ άλλο. Αρκεί κάποιος να παρακολουθήσει τον ημερήσιο Τύπο και την τηλεόραση, για να διαπιστώσει ότι σχεδόν κάθε ερώτημα είναι και μια ιδιαιτερότητα που πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Θα μείνω όμως, σ’ ένα μονάχα σημείο, ή αν θέλετε ερώτημα που με προβλημάτισε.

Και είναι τούτο :

Πόσο πολύ εκτός πραγματικότητας βρίσκομαι, αν έλεγα ότι αντί για όλο αυτό το χωρίς προηγούμενο μπέρδεμα και την «εθνικοποίηση» μιας γραφειοκρατικής αντίληψης και πρακτικής, ίδιο βεβαίως των γενναίων γραφειοκρατών της δημόσιας διοίκησής μας, οι επιχειρήσεις (π.χ. super markets, ταβέρνες, κομμωτήρια, συνεργεία αυτοκινήτων κ.λπ.) ή οι επαγγελματίες (δικηγόροι, γιατροί, κ.λπ.), εξέδιδαν τις αποδείξεις τους μέσω ταμιακών μηχανών θεωρημένων από την Εφορία, έτσι ώστε, με κάθε απόδειξη που θα εκδίδεται, την ίδια στιγμή, θα ενημερώνεται σε μια βάση δεδομένων που θα περιλαμβάνει όλους τους φορολογούμενους, ο «λογαριασμός» του εκδότη της απόδειξης, και εφόσον η απόδειξη εκδίδεται ονομαστικά στ’ όνομα πελάτη (όπως κατά κανόνα συμβαίνει με τους δικηγόρους, γιατρούς, και όχι μόνο βέβαια), τότε θα ενημερώνεται και ο αντίστοιχος λογαριασμός του πελάτη, εφόσον βέβαια διαθέτει ΑΦΜ στη χώρα μας σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νόμου;

Έτσι, ούτε αποδείξεις θα χρειάζεται κάποιος να μαζεύει που δεν τις χρειάζεται ως αποδεικτικό φορολογικό στοιχείο, ούτε όλο αυτό το μπέρδεμα θα παρουσιάζονταν, το οποίο σημειωτέον, ακόμα κι αν δεν είχε την πολυπλοκότητα που φαίνεται να του αποδίδουν, με βάση την ιστορική εμπειρία, έχει αποδειχτεί ότι στο ζήτημα της πάταξης της φοροδιαφυγής, διότι αυτή είναι η λογική του μέτρου, όταν εφαρμόστηκε στο παρελθόν, συνέβαλε από λίγο ως καθόλου στη σχετική προσπάθεια, και μάλιστα, ενίοτε χωρίς να μπορέσει να αποτρέψει και την παραπέρα αύξησή της.