Πρέπει να ξανασκεφτούμε σοβαρά το αν μας συμφέρει το ευρώ ή επαναφορά της παλιάς δραχμής;

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Αφορμή για το παρόν σύντομο άρθρο μου, αποτέλεσε το νέο βιβλίο του κ. Κ. Κόλμερ (Η Έξοδος από την Κρίση, εκδ. Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα, 2009), και ειδικότερα, η πρότασή του να ξανασκεφτούμε το ζήτημα της εξόδου μας από την ευρωζώνη, και την επαναφορά της δραχμής ως εθνικού μας νομίσματος. Όπως σημειώνει ο ίδιος, αυτό πρέπει να γίνει πριν αυτό γίνει υποχρεωτικά, όταν πια δεν θα είναι δυνατός ο παραπέρα εξωτερικός δανεισμός, ενώ η κίνηση αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται και από ένα συγκεκριμένο σταθεροποιητικό σχέδιο, που ο συγγραφέας αναπτύσσει στο βιβλίο του (βλέπε σελίδες 200-209 του βιβλίου του).

Συντάσσομαι κατ΄ αρχήν με την άποψη του κ. Κόλμερ, υπό την έννοια, ότι αφού στην ουσία δεν είχε γίνει μια σοβαρή εκτίμηση του κόστους – οφέλους από την καθιέρωση ενός νέου νομίσματος στην εθνική μας οικονομία, στο στάδιο της προετοιμασίας μας για την ένταξή μας στην ευρωζώνη, ας γίνει τουλάχιστον σήμερα, και αν σήμερα, διαπιστώσουμε ότι η ζυγαριά γέρνει προς την πλευρά μάλλον το μεγαλύτερου κόστους παρά του οφέλους, έστω και σήμερα, υπάρχει ακόμα περιθώριο να αποφύγουμε μια πραγματικά τεράστια και ανεπανόρθωτη ζημία όσο παραμένουμε στην ευρωζώνη.

Το ζήτημα είναι τόσο μεγάλο και τόσο πολύπλοκο, ώστε θα αδικούσαμε τον προβληματισμό, αν επιχειρούσαμε έστω αδρά να κινηθούμε στα όρια της καταγραφής των ..........

επικεφαλίδων που θα έπρεπε να αποτελέσουν τα προς διερεύνηση ζητήματα.

Συνεπώς, δεν πρόκειται να υποπέσω σ’ αυτό το λάθος.

Μπορώ όμως να επισημάνω, ή μάλλον να υπενθυμίσω, το «μεγάλο επιχείρημα» που τότε προβάλλονταν, ότι δηλαδή, με την κατάργηση της δραχμής θα είχαμε ένα «ισχυρό» νόμισμα στη τσέπη μας, και αν θυμάμαι καλά, την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας του νομίσματος στη χώρα μας, στη ειδική τελετή που έγινε τότε, ο Κώστας Σημίτης, τότε πρωθυπουργός, κάνοντας την ανάληψη του πρώτου ευρώ από ΑΤΜ τραπέζης, θαρρώ ότι είχε πει ακριβώς αυτό το πράγμα : ότι δηλαδή πλέον θα έχουμε ένα ισχυρό νόμισμα στη τσέπη μας.

Όμως, δυστυχώς, στην οικονομία τα πράγματα δεν είναι πάντα τόσο απλά ή τόσο αν θέλετε οφθαλμοφανή. Διότι ένα νόμισμα δεν αντιπροσωπεύει απλά ως μέτρο σύγκρισης ανάμεσα στην ανταλλακτική αξία διαφόρων αγαθών, ή ένα μέτρο διαφοροποίησης της αξίας διαφόρων αγαθών ανάλογα με το βαθμό της επιθυμίας για την απόκτησή τους ή το ενδεχόμενο κοινωνικό status που μπορεί να ενσωματώνει το καθένα, μα επίσης, και κυρίως θάλεγα, το κάθε νόμισμα αντιπροσωπεύει την πραγματική οικονομία της κάθε χώρας, το πόσο ισχυρή είναι αυτή η πραγματική οικονομία, το πόσο καλές ή όχι είναι οι προοπτικές της, κ.λπ. Υπ’ αυτή την έννοια, ένα «ισχυρό» νόμισμα, δεν είναι και εξ ορισμού «καλό» (ή «αποτελεσματικό» ως μέσο νομισματικής και οικονομικής πολιτικής) για την κάθε οικονομία. Για να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται, ένα ισχυρό νόμισμα σε μια ασθενή οικονομία με σοβαρά προβλήματα στο εμπορικό της ισοζύγιο, μάλλον κακό της κάνει παρά καλό, όπως επίσης και ένα ασθενές νόμισμα αν επιβάλλονταν ως η νομισματική μονάδα μιας όντως ισχυρής και δυναμικής οικονομίας, θα έκανε ομοίως κακό.

Η ελληνική οικονομία, έχω την αίσθηση, ότι χρειάζεται ένα νομισματικό όπλο για την τόνωση της εξωστρέφειάς της μέσω ενός νομίσματος που θα προσιδιάζει στην ιδιαίτερη δυναμικότητα και τις προοπτικές της, ένα όπλο που δεν νομίζω ότι μπορεί να είναι το ευρώ, το οποίο εξορισμού, εξυπηρετεί κύρια τις ανάγκες και κυρίως τις προοπτικές των ισχυρών βορειοευρωπαϊκών οικονομιών, με τις πολύ ιδιαίτερες δομές και ανάγκες τους, αλλά και τοβ βαθμό διεθνοποίησής τους, παρά οικονομίες όπως η ελληνική, ή ευρύτερα οικονομίες όπως αυτές των χωρών της Μεσογείου.

Δεν διατείνομαι ότι πρόκειται για ένα ζήτημα με εύκολη λύση. Λέω όμως, ότι πρέπει να το σκεφτούμε σοβαρά, ιδίως αν υπάρχει το ενδεχόμενο, το ισχυρό ενδεχόμενο, να βρεθούμε εκτός Νομισματικής Ένωσης. Και κυρίως να μελετηθεί, αν η πραγματική μας οικονομία και εξωστρέφειά της βοηθιόταν ουσιαστικότερα μέσω της επαναφοράς της δραχμής, απ’ ό,τι η διατήρηση του ευρώ.