«Καμπανάκι» ΟΟΣΑ για την παραοικονομία – Στα 65 δισ. ευρώ τον χρόνο


Γράφει ο Λεωνίδας Στεργίου

Στα 65 δισ. ευρώ τον χρόνο υπολογίζει ο ΟΟΣΑ την παραοικονομία στην Ελλάδα, όταν η εισφοροδιαφυγή εκτιμάται στα 8,5 δισ. ευρώ, η φοροδιαφυγή στα 20 δισ., το «ξέπλυμα» χρήματος στα 5 δισ. και η βιομηχανία της «μίζας» και της διαφθοράς ξεπερνούν τα 3,5 δισ. ευρώ.

Οπως αναφέρει ο ΟΟΣΑ στην τελευταία έκθεση για την ελληνική οικονομία, η παραοικονομία αποτελεί τόσο κοινωνικό όσο και οικονομικό φαινόμενο, καθώς οι δείκτες διαφθοράς παραπέμπουν περισσότερο σε αναπτυσσόμενη οικονομία παρά σε ανεπτυγμένη. Μεταξύ των συστάσεων του Οργανισμού είναι η δημιουργία ενιαίου μηχανισμού είσπραξης φορολογικών εσόδων και ασφαλιστικών εισφορών.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η αδυναμία είσπραξης φορολογικών εσόδων σχετίζεται με τη μεγάλη παραοικονομία, η οποία εκτιμάται μεταξύ 25% και 37% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Αν και υπάρχουν διάφορες εκτιμήσεις για το ........
μέγεθος της παραοικονομίας, η Ελλάδα εμφανίζεται στις υψηλότερες θέσεις όταν γίνονται συγκρίσεις. Οι εκτιμήσεις του Οργανισμού για το μέγεθος της παραοικονομίας στηρίζονται σε δικά του στοιχεία και σε μελέτες ξένων και Ελλήνων (Δανόπουλος, Κάτσιος κ. ά.).
Η παραοικονομία, κατά τον ΟΟΣΑ, αποτελεί ένα πολύπλευρο φαινόμενο, το οποίο γενικά μπορεί να εξηγηθεί από την υψηλή φορολογία, την «υπερρύθμιση», την αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα και της διαφθοράς. Η αναποτελεσματικότητα του δημοσίου τομέα σχετίζεται με τον εξής τρόπο: ότιαν το Δημόσιο κάνει σωστά τη δουλειά του, τότε αυξάνεται το κόστος της παραοικονομίας, υπό την έννοια ότι οι κυρώσεις θα είναι πολύ αυστηρές. Σύμφωνα με τον καθηγητή Τσάτσο, η φοροδιαφυγή συνιστά έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που διογκώνουν την παραοικονομία. Κίνητρα για φοροδιαφυγή μπορούν να θεωρηθούν πολλοί παράγοντες, μεταξύ των οποίων η υψηλή φορολογία, ειδικά για τα παντρεμένα ζευγάρια που έχουν παιδιά.

Η θεσμική αδυναμία και οι δυσκίνητες ελεγκτικές αρχές συμβάλλουν, επίσης, στην αύξηση της φοροδιαφυγής. Σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει στο εξωτερικό, η αναποτελεσματικότητα των φοροεισπρακτικών μηχανισμών αποτελεί τον βασικότερο παράγοντα της φοροδιαφυγής. Μελέτη Ελληνα (Κάτσιος, 2006) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα εμφανίζει «χαρακτηριστικά οικονομίας υπό μετάβαση», εξαιτίας της πολυνομίας και της υπερρύθμισης, η οποία οδηγεί τελικά σε φαινόμενα διαφθοράς (δωροδοκία), σε υψηλή φορολόγηση των νόμιμων δραστηριοτήτων και σε τεράστια παραοικονομία.

Ο Οργανισμός επισημαίνει στην έκθεσή του ότι η Ελλάδα εμφανίζεται στις τελευταίες θέσεις σε ό, τι αφορά την αντιμετώπιση της διαφθοράς και την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα. Επίσης, εμφανίζει δυσκαμψία στην αγορά εργασίας, η οποία δυνητικά συμβάλλει στην παραοικονομία.

Για τον λόγο αυτό ο ΟΟΣΑ συστήνει, μεταξύ άλλων, να αποφεύγονται οι ρυθμίσεις και οι περαιώσεις, καθώς με τον τρόπο αυτό ενθαρρύνονται εισφοροδιαφυγή και φοροδιαφυγή. Ταυτόχρονα, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές κινδυνεύουν στο τέλος να παραγραφούν. Για παράδειγμα, το 2007 διεγράφησαν οφειλές 3,5 δισ. ευρώ (1,5% του ΑΕΠ) λόγω παραγραφής.

Επίσης, συστήνει διεύρυνση της φορολογικής βάσης και απλοποίηση του φορολογικού συστήματος με κατάργηση σειράς φοροαπαλλαγών.

Τέλος, η δομή μιας οικονομίας σχετίζεται με το φαινόμενο της παραοικονομίας. Οι αυτοαπασχολούμενοι, οι οποίοι μπορούν να αποφύγουν φόρους πιο εύκολα απ’ ό, τι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, υπολογίζονται στην Ελλάδα σε περισσότερο από το 30% του πληθυσμού. Ελληνες μελετητές (Φλεβοτόμου και Ματσαγκάνης, 2007) εκτιμούν ότι ένα 10% του εισοδήματος δεν δηλώνεται στην εφορία που οδηγεί σε μείωση των φορολογικών εσόδων κατά 26%. Το αντίστοιχο ποσοστό στον αγροτικό τομέα που δεν δηλώνεται εκτιμάται σε 56%.

Η κυβέρνηση, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, έχει λάβει τα τελευταία χρόνια πολλά μέτρα για τη μείωση της φοροδιαφυγής και την ενίσχυση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, όπως, μεταξύ άλλων, την απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, που κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το ποσοστό της παραοικονομίας στην Ελλάδα τη δεκαετία 1990-2000 ήταν στο 29% και σήμερα εκτιμάται στο 25%. Ωστόσο, απαιτείται η λήψη περαιτέρω μέτρων, καθώς τα βεβαιωμένα αλλά ανείσπρακτα έσοδα ξεπερνούν τα 30 δισ. ευρώ, δηλαδή το 13,6% του ΑΕΠ.
ΠΗΓΗ