Παιδείας παραλειπόμενα…

Η έναρξη του διαλόγου για την Παιδεία υποχρεώνει κάθε Έλληνα που αγωνιά για την πορεία αυτού του τόπου, να διατυπώσει τις απόψεις του γι αυτό το τόσο σημαντικό θέμα.
Προσπαθώντας να συμβάλουμε όσο μπορούμε με τις μικρές μας δυνάμεις, καταθέτουμε τις δικές μας
σκέψεις.



Γράφει ο Ευθύλογος


Η αλλαγή σκυτάλης στο Υπουργείο Παιδείας επανέφερε στο προσκήνιο το τέλμα στο οποίο έχει βαλτώσει για δεκαετίες η Παιδεία (και η εκπαίδευση) στον τόπο μας. Έχω τη γνώμη ότι για να το αντιληφθούμε το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις, θα πρέπει να κατανοήσουμε κάποιες μικρές, αν και ενίοτε πικρές αλήθειες, χωρίς την παραδοχή των οποίων είναι μοιραίο να οδηγούμαστε σε εκτιμήσεις και ενέργειες που δεν συμβάλλουν στη λύση αλλά περιπλέκουν το πρόβλημα. Η πάνω από τριάντα χρόνια ταλαιπωρία μαθητών, εκπαιδευτικών, γονέων – τελικά ολόκληρης της Ελληνικής κοινωνίας- αυτό αποδεικνύει.

Η πρώτη αλήθεια που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι το Σχολείο είναι από τη φύση του ένας καταπιεστικός θεσμός - μηχανισμός, αφού έχει υποχρεωτικό ωράριο, υποχρεωτική μελέτη, υποχρεωτική συμπεριφορά, υποχρεωτικά μαθήματα κ.λ..π. Θα ήταν παράλογο να απαιτούμε από τους μαθητές να βρίσκουν «ελκυστικό» ένα θεσμό που τους δημιουργεί υποχρεώσεις. Δεν υπονοώ ότι πρέπει να καταργηθούν οι υποχρεώσεις –τότε δεν θα έχουμε Σχολείο αλλά παιδική χαρά-, απλά επισημαίνω πως η ανθρώπινη φύση δεν βρίσκει....

ελκυστικό τίποτε το υποχρεωτικό. Το αντίθετο θα αποτελούσε στρέβλωση και διαστροφή του ανθρώπινου χαρακτήρα. Τα παιδιά πείθονται ή πειθαναγκάζονται αρχικά και καταλαβαίνουν (ενδεχομένως) αργότερα ότι πρέπει να πάνε στο Σχολείο. Όπως οι ενήλικες καταλαβαίνουν ότι πρέπει να εργαστούν. Πόσοι ενήλικες όμως βρίσκουν ελκυστική την εργασία τους; Η όποια ελκυστικότητα συνήθως, δεν έγκειται στην εργασία αλλά στο αποτέλεσμα ή στο όφελος που απορρέει από την εργασία. (Κοινωνική αναγνώριση, οικονομικό κέρδος, γόητρο, επιρροή κ.λ.π.). [1]
Άλλωστε με τέτοιου είδους επιχειρήματα προσπαθούμε συνήθως να πείσουμε και τα παιδιά ότι πρέπει να πάνε στο Σχολείο και να «μάθουν γράμματα».

Η δεύτερη αλήθεια έχει να κάνει με τα αντικείμενα που διδάσκονται οι μαθητές και τα πραγματικά τους ενδιαφέροντα. Τον έφηβο δεν τον ενδιαφέρει τι έγινε στο Βυζάντιο ή στη Ρώμη. Τον ενδιαφέρει τι θα γίνει το απόγευμα και το βράδυ. Πρέπει όμως να μάθει Ιστορία, γιατί η γνώση του παρελθόντος αποτελεί πυξίδα για το μέλλον, για λόγους ευρύτερης Παιδείας και κυρίως γιατί η συνείδηση και η πορεία ενός λαού εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ιστορική γνώση που έχουν τα άτομα που τον απαρτίζουν. Έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να διδάξουμε τον έφηβο Ιστορία [2] πριν ο ίδιος εκδηλώσει ενδιαφέρον γι’ αυτή – ίσως και να μην το εκδηλώσει ποτέ.
Οι θεωρητικολογούντες ισχυρίζονται ότι πρέπει να «κινήσουμε το ενδιαφέρον» των μαθητών. Αυτό στην πράξη σπάνια είναι δυνατόν να επιτευχθεί. Συνήθως όταν παρέχουμε τη γνώση δεν κινούμε αλλά εκβιάζουμε το ενδιαφέρον των μαθητών, τουλάχιστον των περισσοτέρων.
Άλλος ένας λόγος για τον οποίο το Σχολείο δεν μπορεί να γίνει ελκυστικό. Ποιος είναι δυνατόν να εκβιάζεται και να χαίρεται;

Η τρίτη πικρή αλήθεια αφορά την λεγόμενη «αναβάθμιση» του δημόσιου Σχολείου. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι το Σχολείο είναι μαζικός χώρος. Ποιο μαζικό μέσον και ποιος μαζικός χώρος είναι αναβαθμισμένος στην Ελλάδα; Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης; Τα μέσα μαζικής μεταφοράς; [3] Οι χώροι παροχής μαζικών υπηρεσιών υγείας; (νοσοκομεία) Οι χώροι μαζικής κατοικίας;
Η πράξη δείχνει ότι η μαζικότητα περιέχει το σπέρμα της υποβάθμισης. Κατά κανόνα η αύξηση της ποσότητας γίνεται εις βάρος της ποιότητας.[4]
Γιατί το Σχολείο να αποτελεί εξαίρεση; Ας θυμηθούμε ότι πριν μερικές δεκαετίες οι υποψήφιοι για τα Α.Ε.Ι. ήταν 30.000 – 32.000 περίπου και το 2009 θα φθάσουν αισίως τους 120000-130000. Έχουμε δηλαδή τουλάχιστον τετραπλασιασμό των υποψηφίων ενώ ο πληθυσμός αυτής της ηλικίας έχει μειωθεί. Αν είναι όλοι αυτοί κατάλληλοι για υποψήφιοι, πώς πήραν απολυτήριο, τι έμαθαν απ’ αυτά που θα ’πρεπε να μάθουν στα 12 χρόνια που πάνε στο Σχολείο προφανώς δεν ενδιαφέρει κανέναν.

Μελέτες που έχουν γίνει κατά καιρούς κατέληξαν σε δυο συμπεράσματα.
Πρώτον: Ότι πολλοί μαθητές αδυνατούν να παρακολουθήσουν την ύλη της τάξης τους και θα έπρεπε να βρίσκονται μια ή και δυο τάξεις πιο κάτω και
Δεύτερον: Ότι αρκετοί μαθητές θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα της επόμενης τάξης. Έτσι ο καθηγητής είναι υποχρεωμένος να κάνει μάθημα ταυτόχρονα για τρεις κατηγορίες μαθητών.
Ας φανταστούμε έναν προπονητή που έχει μπροστά του 10 πρωταθλητές, 10 μέτριους αθλητές και 10 αγύμναστους μεσήλικες και να προσπαθεί να τους προπονήσει με τον ίδιο τρόπο την ίδια ώρα. Ή θα καταστρέψει τους πρωταθλητές ή θα πεθάνει τους μεσήλικες. Τηρουμένων των αναλογιών κάτι τέτοιο συμβαίνει και στην τάξη , σε ορισμένα μαθήματα τουλάχιστον που η άγνοια λειτουργεί σωρευτικά και κάνει αδύνατη την κατανόηση της επόμενης ενότητας χωρίς την επαρκή γνώση της προηγούμενης .
Πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι αντιπαιδαγωγικό να χωρίζουμε τους μαθητές σύμφωνα με τις δυνατότητές τους. Στην πραγματικότητα είναι απάνθρωπο να τους συσσωρεύουμε σε μια αίθουσα και να τους υποχρεώνουμε επί ώρες να ακούνε πράγματα που δεν καταλαβαίνουν. Θα πρέπει κάποτε να αποφασίσουμε αν θέλουμε Σχολείο ή απλά ένα χώρο που να λειτουργεί σαν πάρκιγκ μαθητών, κάτι σαν μαντρί δηλαδή.
Η τέταρτη αλήθεια σχετίζεται με την παραπαιδεία και τον όγκο της ύλης που καλούνται οι μαθητές να αντιμετωπίσουν.
Γνωρίζει κανένας ‘’αρμόδιος’’ ότι οι μαθητές του Γυμνασίου στην αρχή της σχολικής χρονιάς παίρνουν βιβλία τα οποία συνολικά αριθμούν πάνω από 4000 (τέσσαρες χιλιάδες) σελίδες;
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο κάθε μαθητής πρέπει να μελετά και να αφομοιώνει κάθε εργάσιμη μέρα περισσότερες από 20 σελίδες ύλης από διαφορετικά βιβλία. Πολλές φορές αυτή η ύλη είναι στρυφνή, δυσνόητη και αδιάφορη για τον μαθητή. Ενδέχεται και μια σελίδα μόνον, να απαιτεί ώρες επίπονης προσπάθειας. (Αν π.χ. είναι μια σελίδα με ασκήσεις Μαθηματικών ή Φυσικής). Επόμενο είναι να καταφεύγει ο μαθητής σε «συνταγές» και σε «περιλήψεις γνώσης» που προσφέρονται αφειδώς.
Το Ελληνικό δαιμόνιο έκανε κι’ εδώ το θαύμα του. Είναι αμφίβολο αν σε άλλο κράτος του πολιτισμένου κόσμου γίνονται τόσα ιδιαίτερα μαθήματα, υπάρχουν τόσα φροντιστήρια ή αν κυκλοφορούν τόσα «βοηθήματα». Προφανώς αυτό αποδεικνύει την ανεπάρκεια των σχολικών βιβλίων αλλά και τον πανικό των γονέων που τρέχουν αλλόφρονες να προμηθευτούν οτιδήποτε κυκλοφορεί στην πιάτσα [5] με την ελπίδα ότι θα προσφέρουν στα παιδιά τους αυτό που το δημόσιο Ελληνικό σχολείο αδυνατεί να τους προσφέρει. Έτσι το κύκλωμα «παιδεία-παραπαιδεία – εκδόσεις βοηθημάτων» αναδεικνύεται ως μια από τις καλύτερες μεθόδους μετατροπής, της ελπίδας σε νόμισμα.
Τι συμβαίνει στην πράξη; Απλούστατα η ύλη δεν ολοκληρώνεται στο τέλος της σχολικής χρονιάς, οι μαθητές δεν έχουν τον απαραίτητο χρόνο να εμβαθύνουν και να μετατρέψουν τις σκόρπιες πληροφορίες σε γόνιμη γνώση και δημιουργούνται γνωστικά κενά που εμποδίζουν την κατανόηση της ύλης της επόμενης χρονιάς. Φυσικό επακόλουθο είναι ο μαθητής που δεν καταλαβαίνει, να απογοητεύεται και να αδιαφορεί.
Γιατί δίνονται τόσο ογκώδη βιβλία αφού είναι βέβαιο ότι δεν θα διδαχθούν; Μπορούμε να δώσουμε τουλάχιστον τρεις πιθανές απαντήσεις.
Α) Γιατί κανένας «αρμόδιος» δεν κατάλαβε ποτέ, με τι όγκο ύλης φορτώνουμε αυτά τα δύστυχα παιδάκια [6].
Β) Γιατί κάποιοι «αρμόδιοι» θέλουν να παρουσιάσουν «έργο» αλλά δεν κατάλαβαν ότι η παιδεία και η γνώση είναι κυρίως ποιοτικές και όχι ποσοτικές έννοιες.
Γ) Γιατί κάποιοι που πληρώνονται με τη σελίδα κατορθώνουν να καλλιεργήσουν στους αδαείς «αρμόδιους» την αντίληψη ότι τα γραπτά τους αποτελούν αναγκαία γνώση για τα νεανικά μυαλά.

Οι συχνές αλλαγές των διδακτικών βιβλίων δεν αποδεικνύουν τίποτε άλλο παρά την ακαταλληλότητά τους.
Συνήθως προβάλλεται ως επιχείρημα των συχνών αλλαγών, η εξέλιξη της Επιστήμης, και η αλλαγή των Παιδαγωγικών αντιλήψεων. Το επιχείρημα είναι αμφίβολης – αν όχι ανύπαρκτης - αξίας γιατί:
1ον. Έχουμε αλλαγές σε βιβλία που δεν έχει σημειωθεί καμία εξέλιξη στην αντίστοιχη επιστήμη τα τελευταία 80 τουλάχιστον χρόνια. Π.χ. Γεωμετρία. (Εννοούμε προφανώς εξέλιξη που να μπορεί να γίνει αντικείμενο μελέτης και διδασκαλίας στο Γυμνάσιο –Λύκειο). Το βιβλίο όμως όπως με πληροφορούν άλλαξε 7 ή 8 φορές τα τελευταία 25 χρόνια.
Λογικό είναι να αλλάζει συχνά το βιβλίο π.χ. της Βιολογίας (εξελίσσεται ραγδαία η Επιστήμη), αλλά το βιβλίο της Ιστορίας; ( Ότι έγινε, έγινε στο παρελθόν. Δεν αλλάζει). Θα πρέπει να μαθαίνουμε την Ιστορία κατά τα κέφια των εκάστοτε κρατούντων; Μήπως είχε δίκιο ο μακαρίτης ο Τσιφόρος που έλεγε ότι « Ιστορία είναι ότι έκαναν οι παλιότεροι, όπως το θέλουν οι νεώτεροι»; [7]
2ον. Αν οι παιδαγωγικές αντιλήψεις μεταβάλλονται τόσο συχνά, όσο συχνά αλλάζουν τα βιβλία, είναι περιττό να τις παρακολουθούμε κατά πόδας, αφού σε λίγο θα μεταβληθούν πάλι. Ας προσαρμοζόμαστε κάθε δεύτερη ή κάθε τρίτη μεταβολή. Δεν χάθηκε ο κόσμος. Το πολύ-πολύ να έχουμε λιγότερη σύγχυση. [8]
Είναι περίεργο, αν όχι ανόητο, τη μια χρονιά ένα κεφάλαιο να θεωρείται τόσο σημαντικό ώστε, όχι μόνο να διδάσκεται αλλά και να μπαίνουν θέματα στις Πανελλαδικές [9] εξετάσεις απ’ αυτό - δηλαδή να καθορίζεται η τύχη του υποψηφίου - και την επόμενη χρονιά να θεωρείται τόσο ασήμαντο, ώστε να εξαιρείται και από τη διδακτέα ύλη. Δημιουργείται έτσι η εντύπωση ότι οι εξετάσεις δεν λειτουργούν ως μηχανισμός ελέγχου της απαραίτητης γνώσης αλλά ως μηχανισμός αποκλεισμού των υποψηφίων.
Η πέμπτη αλήθεια έχει άμεση σχέση με τους εκπαιδευτικούς.
Θα ήταν λάθος να ισχυριστεί κάποιος ότι οι εκπαιδευτικοί είναι τέλειοι. Είναι όμως μεγαλύτερο λάθος να φορτώνουμε σ’ έναν κλάδο τη διάψευση των οραμάτων μιας κοινωνίας. Ας μη ξεχνάμε ότι στη δεκαετία του ’80, για το χάλι της Παιδείας ευθύνονταν τα φροντιστήρια και τα ιδιωτικά σχολεία. Ήταν η εποχή που κάποιοι ανερυθρίαστα υπόσχονταν ότι θα κλείσουν τα φροντιστήρια, θα καταργήσουν την ιδιωτική εκπαίδευση, θα, θα,….
Σήμερα ευθύνονται οι εκπαιδευτικοί του δημόσιου Σχολείου. Πάντοτε χρειάζονται αποδιοπομπαίοι τράγοι. Προφανώς αυτοί που χαράζουν τις κατευθύνσεις της Εκπαιδευτικής πολιτικής, οι «σοφοί» που με τις αποφάσεις τους αναστατώνουν μαθητές, γονείς, εκπαιδευτικούς, οι μαθητευόμενοι μάγοι που πειραματίζονται στο τομάρι της Παιδείας δεν έχουν καμιά ευθύνη. Για όλα ευθύνονται οι κακοί εκπαιδευτικοί.
Αλλά ακόμη κι’ αν είναι έτσι, η Πολιτεία έχει την δυνατότητα αν θέλει, να εξασφαλίσει άριστους εκπαιδευτικούς. Αρκεί να δώσει εκείνα τα οικονομικά κίνητρα που θα προσελκύσουν τους άριστους υποψήφιους στις εκπαιδευτικές Σχολές. Κατά κανόνα, ο άριστος μαθητής είναι άριστος φοιτητής και άριστος εργαζόμενος, σε όλους τους χώρους. (Δυστυχώς μόνο άριστα αμειβόμενος δεν είναι).
Γιατί η Πολιτεία δεν εφαρμόζει αυτή τη μέθοδο εξασφάλισης αρίστων εκπαιδευτικών;
Ίσως γιατί κάποιοι «αρμόδιοι» ερμηνεύουν το σύνθημα «Δωρεάν Παιδεία» ως «τζάμπα Παιδεία». Οι ανά μαθητή Μ.Α.Δ.(Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης) αλλά και το ποσοστό του Α.Ε.Π. που δαπανά η χώρα μας για την Παιδεία, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε. (και όχι μόνον) καθιστούν αρκετά πιθανή την παραπάνω υποθετική απάντηση.
Άλλωστε οποιαδήποτε άλλη απάντηση είναι περισσότερο δυσάρεστη. Π.χ. μια άλλη απάντηση θα ήταν ότι δεν θεωρούν την Παιδεία οι άνθρωποι της εξουσίας ως την σημαντικότερη επένδυση όπως ψευδώς ισχυρίζονται αλλά ως την πλέον επικίνδυνη για τον εαυτούλη τους και τις νεποτιστικές τους φιλοδοξίες.
Αν ισχύει η αγγλοσαξονική φράση φράση «knowledge is power», είναι λογικό η κάθε εξουσία να θέλει τη δύναμη που απορρέει από τη γνώση για τον εαυτό της. Περιορίζοντας λοιπόν τη γνώση των «μαζών» περιορίζουμε και τη δύναμή τους. Και βέβαια επιτυγχάνουμε πιο εύκολα τη διαβουκόλησή τους.

Η έκτη αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι άνθρωποι μαθαίνουν γράμματα για να ικανοποιήσουν το πάθος της γνώσης ή για να διακονίσουν την επιστήμη.
Οι περισσότεροι μαθαίνουν γράμματα γιατί ελπίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο θα εξασφαλίσουν μελλοντικά σταθερή εργασία και υψηλότερες αμοιβές με λιγότερη προσπάθεια
Αν όλες οι μορφές εργασίας είχαν συγκρίσιμες αμοιβές, απαιτούσαν την καταβολή ίσης προσπάθειας και είχαν εξασφαλισμένη μονιμότητα, τότε θα βλέπαμε πόσοι θα σπούδαζαν.
Πόσοι νέοι ενδιαφέρονταν να μάθουν γράμματα πριν από 30 χρόνια στην Καστοριά π.χ. όταν ασχολούμενοι με τη γούνα μπορούσαν να κερδίζουν περισσότερα από όσα θα κέρδιζαν ως πτυχιούχοι;
Σε παλιότερη έρευνα είχε διαπιστωθεί το εξής:
Μέχρι το 1965 οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μεγαλύτερο ποσοστό πτυχιούχων νέων από την Ευρώπη. Μετά το 1965 τα πράγματα αντιστράφηκαν και υπερείχε η Ευρώπη.
Δεν άρχισαν ξαφνικά οι νέοι της Ευρώπης να λατρεύουν τη γνώση. Απλά στην Ευρώπη άρχισαν να ελαττώνονται οι ευκαιρίες απασχόλησης και οι νέοι προσπαθούσαν πλέον να διεκδικήσουν μια θέση εργασίας με περισσότερα προσόντα, ενώ στις ΗΠΑ η ανεργία κυμαίνονταν στο 4 – 5 % που είναι και επιθυμητό όριο στην καπιταλιστική οικονομία.
Η τελευταία αλήθεια, που συνήθως αποσιωπάται επιμελώς είναι ότι δεν έχει
τόση σημασία «σε ποιο Σχολείο πάει το παιδί» όσο «από ποιο σπίτι έρχεται». Παιδιά που δεν έχουν κάποιον στο σπίτι, που να έχει τις κατάλληλες γνώσεις και να ασχολείται μαζί τους αρκετές ώρες, ειδικά τα πρώτα σχολικά χρόνια, πολύ δύσκολα μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σημερινού Σχολείου. (Προφανώς όταν, σε μεγαλύτερες τάξεις η ενδοοικογενειακή βοήθεια δεν αρκεί, το φροντιστήριο αποτελεί φυσική συνέχεια).
Αλλά και γενικότερα η οικογένεια ασκεί τεράστια επίδραση στην διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού. Πίσω από παιδιά με ιδιόρρυθμη συμπεριφορά βρίσκονται ιδιόρρυθμοι γονείς, Πίσω από παιδιά με ήθος βρίσκονται γονείς με ήθος κ.λ.π. Κοντολογίς η συμπεριφορά του παιδιού αποτελεί κατά κανόνα προβολή της οικογενειακής συμπεριφοράς.
1ον. Να κατανοήσουμε ότι το Σχολείο, ως χώρος εργασίας, δεν είναι –και δεν μπορεί να γίνει - ελκυστικό και ευχάριστο. Σχετικές προσπάθειες όπου έγιναν, απέτυχαν όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο. Ας μη καλλιεργούμε λοιπόν αυταπάτες τουλάχιστον ως προς αυτό το σημείο. Μπορεί όμως το Σχολείο να γίνει λιγότερο δυσάρεστο και λιγότερο απωθητικό. Αρκεί να αξιοποιηθεί σωστά η σύγχρονη τεχνολογία και να συνδεθεί το Σχολείο (στοιχειωδώς έστω) με την σύγχρονη πραγματικότητα. Δυστυχώς αλλού «γράφεται» η πραγματικότητα και στο Σχολείο ούτε καταγράφεται ούτε καν περιγράφεται.
2ον. Να απαντήσουμε με σαφήνεια στα παρακάτω ερωτήματα:
Τι πρέπει να μάθουν τα παιδιά; Μήπως στη «φούρια» μας χώσαμε πολλά και άχρηστα αντικείμενα στη σχολική ύλη;
Τι μπορούν να μάθουν τα παιδιά; (Οι απαντήσεις στα δυο παραπάνω ερωτήματα δεν συμπίπτουν πάντοτε)
Γιατί πρέπει να το μάθουν; Ειδικά σ’ αυτό το ερώτημα η απάντηση πρέπει να είναι απόλυτα τεκμηριωμένη. Δεν είναι λογικό να διδάσκουμε κάτι στα παιδιά με μόνη δικαιολογία το μοχθηρό επιχείρημα: «αφού κουραστήκαμε εμείς να το μάθουμε πρέπει να κουραστείτε κι’ εσείς να το μάθετε».
Μήπως αντί γι’ αυτό που μαθαίνουν μπορούν να μάθουν κάτι πιο ενδιαφέρον πιο εύκολο και πιο χρήσιμο;
Πώς πρέπει να το μάθουν;( εδώ μάλλον δεν έγιναν αξιόλογα βήματα)
Πού πρέπει να το μάθουν;(Μήπως για να αντιληφθούν την αξία της Χημείας π.χ. πρέπει να επισκέπτονται πότε-πότε κάποιο εργοστάσιο λιπασμάτων ή πλαστικών ή έστω ένα οινοποιείο; Οι εκπαιδευτικές επισκέψεις που γίνονται σήμερα αποτελούν μάλλον παρωδία).
Πότε πρέπει να το μάθουν; Στο Γυμνάσιο; Στο Λύκειο; Συμβαδίζει ο βαθμός δυσκολίας των γνωστικών αντικειμένων με την αντιληπτική ικανότητα των παιδιών;
Από ποιον πρέπει να το μάθουν; Θα διδαχθούν π.χ. Σ.Ε.Π. (Σχολικό – Επαγγελματικό Προσανατολισμό) από κάποιον καθηγητή για να συμπληρώσει το πρόγραμμά του ή μήπως χρειάζεται να επισκεφθούν τους χώρους εργασίας και ν’ ακούσουν κάποιους ειδικούς, έστω και στο σχολείο τους;
Πόσος χρόνος απαιτείται για να το μάθουν; Μήπως σε πολλές περιπτώσεις εφαρμόζουμε «ταχύρυθμη διδασκαλία» με αποτέλεσμα την επιφανειακή αντιμετώπιση αρκετών σημαντικών γνωστικών αντικειμένων;
Πώς μπορούμε να περιορίσουμε την αρνητική και φθοροποιό επίδραση του εξωσχολικού περιβάλλοντος;( Μια γελοία τηλεοπτική εκπομπή π.χ. ασκεί συχνά μεγαλύτερη επιρροή από το Σχολείο και ακυρώνει την προσφορά του. Ας μη συζητήσουμε για το ευρύτερο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον όπου οι αξίες που προσπαθεί να καλλιεργήσει το Σχολείο π.χ. τιμιότητα, ειλικρίνεια κ.λ.π. αντιμετωπίζονται μάλλον ως ελαττώματα).
Μήπως το ολοήμερο σχολείο σε όλες τις βαθμίδες, είναι το σχολείο του μέλλοντος;
(Προφανώς εννοούμε σχολείο και όχι πάρκιγκ μαθητών ούτε χώρο αυλισμού και σταυλισμού όπως έχει καταντήσει σήμερα)
3ον. Υπάρχουν πάρα πολλοί αξιόλογοι εκπαιδευτικοί με τεράστια διδακτική πείρα και πραγματικό ενδιαφέρον και πάθος για το Σχολείο. Είναι οι αφανείς ήρωες της εκπαίδευσης. Δυστυχώς τη γνώμη αυτών των ανθρώπων δεν τη ζήτησε ποτέ η Πολιτεία. Η όποια βελτίωση όμως, μόνον με την αξιοποίηση τέτοιων ανθρώπων μπορεί να προκύψει. Δεν μπορούμε να περιμένουμε πολλά από κάποιους που χρησιμοποίησαν κάθε (θεμιτό ή αθέμιτο) μέσον για να γίνουν «αρμόδιοι» και να αποφύγουν έτσι την αίθουσα διδασκαλίας. Άνθρωποι με ελάχιστη διδακτική πείρα που συγκεντρώνουν «χαρτιά» και τυπικά προσόντα τρέχοντας από σεμιναρίου εις σεμινάριον και από συνεδρίου εις συνέδριον δεν είναι ότι καλύτερο για τον χώρο της Παιδείας. (Δεν ισχύει βέβαια για όλους αλλά θα ήταν ενδιαφέρον να μάθουμε τις πραγματικές ώρες διδασκαλίας και την εμπειρία εκείνων που συμβάλλουν στην λήψη αποφάσεων ή συμμετέχουν σε διάφορα όργανα).
4ον Υπάρχουν προτάσεις ανθρώπων του χώρου της παιδείας για δραστικότατη περικοπή του τεράστιου όγκου της διδακτέας ύλης.
Πολλά από αυτά που σήμερα διδάσκουμε και με τον τρόπο που τα διδάσκουμε στα παιδιά, σε μεγάλο ποσοστό δεν αποτελούν ούτε γνώση ,ούτε παιδεία, ούτε μαθαίνουν το παιδί πώς να μαθαίνει. Δεν προάγουν την κριτική ικανότητα και την δημιουργική φαντασία.[10] Ο καταιγισμός των πληροφοριών δεν αφήνει χρόνο για την επεξεργασία τους. Τα παιδιά δεν έχουν χρόνο, όχι να ερωτευθούν - όπως προ ετών είχαν ζητήσει - αλλά ούτε να κοιμηθούν.
Πιστεύω ότι οι μαθητές του Γυμνασίου - Λυκείου είναι οι πλέον σκληρά εργαζόμενοι Έλληνες και μάλιστα με τα πλέον αβέβαια αποτελέσματα. (Εννοούμε τα παιδιά που θέλουν να ανταποκριθούν πλήρως στις υποχρεώσεις τους).
5ον Να κατανοήσουμε ότι δεν έχουν όλοι οι μαθητές τις ίδιες πνευματικές δυνατότητες, όπως δεν έχουν και τις ίδιες σωματικές. Κάποιοι μπορούν να μάθουν λιγότερα στον ίδιο χρόνο ή τα ίδια, αλλά σε περισσότερο χρόνο. Ο ρυθμός παροχής γνώσεων δεν μπορεί λοιπόν να είναι κοινός για όλους. Και προφανώς θα υπάρξουν κάποιοι που δεν θα ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σχολείου. Οφείλει η Πολιτεία να τους κατευθύνει ανάλογα.
Το απολυτήριο Γενικού Λυκείου είναι – και οφείλει να είναι - πιστοποιητικό γνώσης αλλά στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται περίπου ως κοινωνικό δικαίωμα.
Είναι η κορυφαία στιγμή της εκπαιδευτικής διαδικασίας, η στιγμή που μεταφέρει τον έφηβο από το επίπεδο του ανέμελου μαθητή στο επίπεδο του υπεύθυνου πολίτη. Δυστυχώς η στιγμή αυτή ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε στην Ελλάδα με την σοβαρότητα που της αξίζει.
Μοιράζοντας απολυτήρια Γενικού Λυκείου σε λειτουργικά αναλφάβητους δεν μειώνουμε τον αναλφαβητισμό. Απλά κοροϊδεύουμε εαυτούς και αλλήλους ενώ ταυτόχρονα δίνουμε την δυνατότητα σε κάποιους οικονομικά εύπορους να «ολοκληρώσουν τις σπουδές» τους αγοράζοντας κι ένα πτυχίο από κάποιο τριτοκοσμικό «Πανεπιστήμιο», κάτι που προφανώς δεν θα συνέβαινε αν το απολυτήριο Γενικού Λυκείου παρέχονταν με περισσότερη φειδώ.
Στο παρελθόν ο νυν πρόεδρος του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης κ. Μπαμπινιώτης, είχε γράψει ότι στην Ευρώπη ανά 10.000.000 κατοίκους χορηγούν 30.000 απολυτήρια Γενικού Λυκείου το χρόνο.
Εμείς χορηγούμε περίπου 80.000. Περιορισμός του αριθμού των απολυτηρίων σε ευρωπαϊκά μεγέθη σημαίνει στροφή των υπολοίπων στην τεχνική εκπαίδευση. Αλλά και δυνατότητα επαγγελματικής αποκατάστασης μετά την αποφοίτηση.
Αυτό όμως σημαίνει ύπαρξη βιομηχανίας και αξιόλογη βιομηχανία δεν έχουμε.
Εκεί εστιάζεται το πρόβλημα και όχι στον τρόπο εισαγωγής των υποψηφίων στο Πανεπιστήμιο.
Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για πρόβλημα της Παιδείας αλλά για πρόβλημα επαγγελματικών εφοδίων και επαγγελματικής αποκατάστασης.
Όσο το βλέπουμε και το αντιμετωπίζουμε ως δήθεν πρόβλημα Παιδείας δεν θα το λύσουμε.
6ον Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι κανένας νέος δεν θυσιάζει τα πιο όμορφα χρόνια του στα θρανία, αν δεν έχει κάποιο στόχο. Και ο στόχος αυτός για τη μεγάλη μερίδα των νέων – και των γονέων τους - δεν είναι η απόκτηση Παιδείας (όσο δυσάρεστα και αν ηχεί αυτή η αλήθεια) αλλά η εξασφάλιση μιας θέσης εργασίας με όσο το δυνατόν καλλίτερες συνθήκες και αποδοχές. Και το φαινόμενο αυτό φαίνεται πως δεν είναι μόνον ελληνικό αλλά παγκόσμιο.
Το συμπέρασμα αγγλικής έρευνας, σύμφωνα με το οποίο, οι Άγγλοι μαθητές βρίσκουν τα κείμενα του Σαίξπηρ βαρετά και πληκτικά, (όπως οι δικοί μας τα κείμενα του Παπαδιαμάντη π.χ.) είναι απόλυτα φυσιολογικό για όσους σκέπτονται φυσιολογικά. [11]
Βέβαια όσοι δεν αγωνίζονται για το μεροκάματο δυσκολεύονται να αντιληφθούν τέτοιες απόψεις. Έχουν την εντύπωση ότι οι νέοι πάνε στο Σχολείο για να αποκτήσουν παιδεία και να διευρύνουν τους ορίζοντές τους σε θέματα κουλτούρας, τέχνης, πολιτισμού κλπ. (αντικείμενα με τα οποία ασχολούνται και οι ίδιοι έστω και επιδερμικά πολλάκις) ξεχνώντας πως η πραγματική Παιδεία αποτελεί ενδιαφέρον και προνόμιο που απευθύνεται κυρίως στους αργόσχολους ευφυείς εύπορους. Και τούτο γιατί η πραγματική Παιδεία απαιτεί τεράστια αποθέματα ελεύθερου χρόνου [12], προϋπόθεση που συνήθως δεν διαθέτουν όσοι αγωνίζονται να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.
Το να παρέχουμε λοιπόν Παιδεία στους νέους - την όποια χλωμή Παιδεία παρέχουμε - χωρίς την βεβαιότητα ότι οι θυσίες και οι κόποι τους θα ανταμειφθούν στην αγορά εργασίας εκλαμβάνεται από τους ίδιους αλλά και τους γονείς τους μάλλον ως ειρωνεία. Υποθέτω ότι κανένας δεν θέλει έναν άνεργο σοφό στο σπίτι του.
Είναι προφανές ότι όσο η βεβαιότητα για εξασφάλιση εργασίας θα υποχωρεί, τόσο περισσότερο οι νέοι θα επιδιώκουν την απόκτηση χρήσιμων τίτλων - έστω και αγορασμένων [13] αλλά και τόσο περισσότερο το Σχολείο θα απαξιώνεται στη συνείδησή τους.
Οι μόνοι που θα ωφεληθούν από μια τέτοια δυσοίωνη προοπτική θα είναι κάποιοι «ειδικοί» που θα ασχολούνται με καλοπληρωμένες «έρευνες» σχετικές με την Παιδεία, και με «μεταρρυθμίσεις».
Αυτοί – πράγματι μέσω της Παιδείας- θα έχουν επιτύχει όχι το ζην, αλλά το ευ ζην. Νέοι ορίζοντες ανοίγονται για αρκετούς «ανθρώπους του πνεύματος» και «προαγωγούς» της Παιδείας.
Τελειώνοντας οφείλω να αναφέρω και την αισιόδοξη(;) άποψη σύμφωνα με την οποία τη λύση θα τη δώσει η αγορά. Θα μείνουν δηλαδή τόσοι πτυχιούχοι άνεργοι που το πτυχίο θα χάσει εντελώς την αξία του, οπότε ελάχιστοι θα κατευθύνονται προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Έτσι δεν θα χρειάζονται ούτε εξετάσεις ούτε τίποτε. Το πρόβλημα θα λυθεί μόνο του. Θα λειτουργήσουν οι μηχανισμοί αυτοδιόρθωσης της θεάς Αγοράς!
Βέβαια κανένας δεν τόλμησε μέχρι τώρα να προτείνει αυτή τη λύση, πιστεύω όμως ότι αρκετοί «αρμόδιοι» την στριφογυρίζουν στο πίσω μέρος του ταραγμένου τους μυαλού.
Άλλωστε αν τα μυαλά των εκάστοτε αρμοδίων ήταν φυσιολογικά, δεν θα έφτανε ούτε η Παιδεία ούτε η εκπαίδευση στο χάλι που έφτασε.
Και αν είχαν ίχνος ντροπής δεν θα πιπίλιζαν τόσο συχνά την φράση «Η Παιδεία είναι η καλλίτερη επένδυση» όταν είναι ηλίου φαεινότερον ότι επενδύουν στην άγνοια του κοσμάκη για να μπορούν να διαβουκολούν τις «μάζες».
Δυο πράγματα φοβάται το πλέγμα των εξουσιών. Την Παιδεία της μεσαίας τάξης και την οργή της κατώτερης (οικονομικά) τάξης. Την πρώτη την εκμηδένισε. Να δούμε πως θα διαχειριστεί τη δεύτερη.

* * * * * * * * *
[1] Εξαιρούνται όσοι κατέχουν θέσεις εξουσίας και γενικότερα θέσεις που κολακεύουν την ανθρώπινη ματαιοδοξία
[2] Προφανώς τα ίδια ισχύουν και για τα άλλα μαθήματα.
[3] Εξαιρείται το Μετρό που στοίχισε 37 δισεκατομμύρια δραχμές (περίπου 100000000 € ) το χιλιόμετρο.(εφημ. Εστία 15/3/01). Κατ’ άλλους 75000000 € /km.
Ποιος αμφιβάλλει πως αν διατεθούν και για την Παιδεία ανάλογα ποσά, με σωστή διαχείρηση θα έχουμε θεαματικά αποτελέσματα;
[4] Η μοναδική περίπτωση που έχω υπόψη μου, που η μεγάλη ποσότητα συνδυάζεται με επαρκή ποιότητα, είναι η φασολάδα στο στρατιωτικό καζάνι. Παρά την ποσότητά της ήταν νοστιμότατη. Εκτός αν τα άλλα φαγητά ήταν τόσο άνοστα …
[5] Υπάρχουν εκδοτικοί οίκοι που διαφημίζουν υπερήφανα ότι έχουν πάνω από 200 τίτλους «βοηθημάτων». Εκεί που θα έπρεπε τα σχολικά βιβλία να είναι υπεραρκετά.
[6] Στην πραγματικότητα οι μόνοι άνθρωποι που γνωρίζουν –σε κάποιο βαθμό – τι είδους πνευματική τροφή προσφέρουμε στα παιδικά μυαλά είναι οι μητέρες των μαθητών, που αγανακτούν κάθε απόγευμα προσπαθώντας να κατανοήσουν κι’ ύστερα να εξηγήσουν στα παιδιά τους, αυτά που κάποιοι θεωρούν γνώση ή παιδεία. [7] Στο θέμα της Ιστορίας υπάρχει βέβαια το ελαφρυντικό ότι «τα ίδια κάνουν όλοι».
Πράγματι από ότι γνωρίζω, παντού η Ιστορία παραμορφώνεται και διαστρεβλώνεται από μάθημα γνώσης του παρελθόντος (και κατά κάποιον τρόπο πυξίδα του μέλλοντος) σε μηχανισμό προπαγάνδας.
[8] Οι διάφορες «παιδαγωγικές θεωρίες» και οι «διδακτικές» των μαθημάτων είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθούν καναδυό «επιστήμες» ακόμη με αντίστοιχους τομείς στα διάφορα Πανεπιστήμια και να αμείβονται ως επιστήμονες κάποιοι ασχολούμενοι με αυτές. Το αν ωφελήθηκε η Παιδεία παραμένει ως ερώτημα.
Πάντως οι αρμόδιοι «επιστήμονες» ωφελήθηκαν σίγουρα.
Άλλωστε η τάση τα τελευταία χρόνια είναι η «ανωτατοποίηση» και η «επιστημονοποίηση» των πάντων. Το ανομολόγητο κίνητρο αυτής της επιδίωξης είναι το συμφέρον.
[9] Ένα από τα απατηλά συνθήματα του ΠΑΣΟΚ το 1981 ήταν:
«Θα καταργήσουμε τις Πανελλήνιες εξετάσεις».
Πράγματι οι Πανελλήνιες έγιναν Πανελλαδικές εξετάσεις, τώρα είναι Απολυτήριες εξετάσεις – ενώ είναι και εισαγωγικές αλλά αυτό αποσιωπάται επιμελώς και ηλιθίως – με αποτέλεσμα να μη ξέρει κανένας τι στο διάβολο εξετάσεις είναι …

[10] Τι μένει τελικά στο μυαλό των ενηλίκων από όλο αυτό το μπάζωμα που υφίσταται ο εγκέφαλός τους κατά την παιδική τους ηλικία αποδεικνύεται περίτρανα σε μια τηλεοπτική εκπομπή όπου ενήλικοι παίχτες επιβεβαιώνουν την άγνοιά τους, ανίκανοι να ανταγωνιστούν παιδάκια δέκα ετών.
Η ερώτηση που συμπτωματικά «παίζει» αυτή τη στιγμή (02/03/09, ώρα 22.00) στο εν λόγω τηλεπαιγνίδι είναι η εξής: «Ποια μέρα της εβδομάδας έγινε η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης την 29η Μαΐου του 1453».
Φαίνεται πως και οι «σοφοί» που ευθύνονται για την εκπομπή, θαλασσοδέρνονται σε αντίστοιχο πέλαγος άγνοιας με τους ενήλικους παίχτες. Αγνοούν ότι μεταξύ πολιορκίας και άλωσης υπάρχει τεράστια διαφορά.
Και όμως έχουν το θράσος να κρίνουν την ευφυΐα άλλων αφού η εκπομπή έχει τίτλο «Είσαι πιο έξυπνος από ένα 10χρονο;»
Χρειάζονται κι άλλα σχόλια;

11] Εφημ. Καθημερινή 20/4/01
[12] Ο ιδρυτής της J.P. Morgan είχε πει κάποτε το εξής: «Όποιος στρέφεται εναντίον των αργόσχολων, στρέφεται εναντίον του πολιτισμού». Κατά τη γνώμη μου περιέχει μεγάλη δόση αλήθειας η κυνική αυτή φράση.
[13] Στο παρελθόν η εφημερίδα «το Βήμα» ( 3/1/99 Σελ. 15), είχε μια ενδιαφέρουσα σχετική έρευνα.
Άλλωστε λέγονται τόσα για τα δωράκια σε «καθηγητές» και κυρίως «καθηγήτριες» τριτοκοσμικών «Πανεπιστημίων» που αποκλείεται να είναι όλα ψέματα. Σίγουρα στην Ελλάδα κυκλοφορούν πτυχία που αγοράστηκαν όχι «αντί πινακίου φακής» αλλά αντί «προκλητικών εσωρούχων». Στις προηγούμενες δεκαετίες ήταν προσφιλής η μέθοδος αυτή. Πριν από πολλά χρόνια άκουσα μητέρα νεαρού (τότε) που φοιτούσε σε τέτοιο «Πανεπιστήμιο» να περιγράφει παραστατικότατα πως επέστρεψε από τη χώρα όπου «φοιτούσε» ο γιος της, κυριολεκτικά «ξεβράκωτη». Είχε ήδη μοιράσει όλα τα εσώρουχα – δωράκια στις καθηγήτριες του κανακάρη της, όταν διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει μια καθηγήτρια. Το μόνο βρακί (*) που υπήρχε, ήταν αυτό που φορούσε!
Και προφανώς – μπροστά στην «πρόοδο» του παιδιού - δεν δίστασε …

(*) Η πραγματικότητα είναι τόσο χυδαία που μόνον με τέτοιο λεξιλόγιο αξίζει να περιγραφεί. Οποιαδήποτε προσπάθεια ωραιοποίησης ισοδυναμεί με απόκρυψη της αλήθειας, δηλ. με απάτη.

Υ.Γ. Σήμερα ο εν λόγω κανακάρης – μεσήλιξ πλέον – «λαμπρύνει» με την παρουσία του τον επιστημονικό κόσμο της χώρας μας.
Πρόσφατα έμαθα ότι φιλοδοξεί να αναπτύξει και πολιτική δράση. (Γιατί όχι; Μήπως οι άλλοι είναι καλλίτεροι;)
Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες πτυχιούχοι που προμηθεύτηκαν τα πτυχία τους με τον ίδιο τρόπο. (Και τολμούμε να μιλάμε για αξιοκρατία!!!)
Το χειρότερο είναι ότι όλοι αυτοί οι αναλφάβητοι «επιστήμονες» γίνονται φορείς μιας κουλτούρας σύμφωνα με την οποία τα πάντα αγοράζονται ή εξαγοράζονται. Και προφανώς δεν έχουν ηθικές αναστολές προκειμένου να επιτύχουν το στόχο τους.
Ο στόχος αυτός στην πιο «ταπεινή» εκδοχή του, είναι η κατάληψη μιας υψηλής δημόσιας θέσης ώστε ο κάτοχος του αγορασμένου τίτλου να εξασφαλίσει ως δήθεν εργαζόμενος τα προς το ζην χωρίς να σκάπτει. (Κατά τον μακαρίτη Ροΐδη)
Δυστυχώς ανεχόμαστε και πληρώνουμε χιλιάδες τέτοιους και θα τους πληρώνουμε αδρά και ως «συνταξιούχους επιστήμονες».
Άλλωστε με αυτή την προοπτική αγόρασαν οι άνθρωποι τα πτυχία τους! Η συνταγή ήταν γνωστή από την εποχή του ’60 αλλά τις τελευταίες δεκαετίες πήρε διαστάσεις επιδημίας.
Η πολύπλευρη κρίση (πολιτιστική – κοινωνική – πνευματική - οικονομική) που περνάμε στον τόπο μας έχει και εκεί τις ρίζες της.
Πολλοί αναλφάβητοι με αγορασμένα πτυχία έχουν καταλάβει σημαντικές θέσεις και επηρεάζουν τις τύχες τούτου του δύσμοιρου τόπου.