Eκκλησία & Κράτος στο «Μεταβυζάντιο»

Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης

Ενας από τους σημαντικότερους πολιτικούς στοχαστές στη θεωρία και στην πράξη της πολιτικής επιστήμης, εκείνος που εισήγαγε τον όρο «Αποτελεσματική Αλήθεια» (όλοι κρίνονται εκ του αποτελέσματος), ο παρεξηγημένος Νικολό Μακιαβέλι, πίστευε πως. «η αιτία που η Εκκλησία άσκησε φθοροποιό επίδραση στην πολιτική ζωή της Ιταλίας δεν ήταν η ατομική διαφθορά των επισκόπων και των ιεραρχών της αλλά αυτή καθ΄ αυτή η συμμετοχή της στις κοσμικές υποθέσεις και η διαπλοκή της με την εξουσία».

Ζώντας από κοντά την επιρροή του Πάπα πάνω στους ηγεμόνες της Ιταλίας, γνώριζε όλες τις ίντριγκες του κλήρου στον αγώνα για συμμετοχή στην εξουσία. Στο αφελές ερώτημα πολλών πιστών «τι να τα κάνει τα λεφτά ένας μοναχός», η απάντηση του Μακιαβέλι θα ήταν «για να ασκήσει εξουσία».

Ολη η συμπεριφορά του Εφραίμ διακατέχεται από το κίνητρο της άσκησης εξουσίας. Μια ανθρώπινη ανάγκη ή αδυναμία αν θέλετε. Κανείς λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να τον κατηγορήσει γι αυτό, πόσο μάλλον ο μέσος Έλληνας, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να εξαπατήσει το κράτος. Το θέμα είναι καθαρά πολιτικό όπως και η ευθύνη είναι μόνο πολιτική. Αυτό το επιχείρημα της «παραπλάνησης πολιτικών», μου θυμίζει τη νεύρωση του μέσου 'Ελληνα πως για όλα φταίνε οι άλλοι, οι εβραίοι, οι τούρκοι, οι άγγλοι και πάει λέγοντας.

Μεγαλώσαμε με το παραμύθι ότι για όλα τα κακώς κείμενα φταίει η τουρκοκρατία. Αυτό που χαρακτηρίζει την ελληνική πολιτική ζωή είναι ο βυζαντινισμός. Ξεχνάμε πως οι Οθωμανοί δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να συνεχίσουν την βυζαντινή παράδοση σε όλα τα επίπεδα. Ενσωμάτωσαν ολόκληρο το διοικητικό μηχανισμό και υιοθέτησαν το ίδιο σύστημα διακυβέρνησης, με κύρια αλλαγή το Ισλάμ να γίνει πρώτη θρησκεία και ο Χριστιανισμός η δεύτερη αλλά στην πράξη η σημαντικότερη, διότι, σε αντίθεση με το Ισλάμ που δεν είχε ένα κεντρικό ιερατείο με αυστηρή ιεραρχία, η ορθοδοξία είχε αυτό το πλεονέκτημα ελέγχου των πιστών. Οποιος ελέγχει τον Πατριάρχη ή τον αρχιεπίσκοπο ή (στη δημοκρατία)έχει καλή σχέση μαζί του, ελέγχει τα πάντα ή έχει έναν ισχυρό σύμμαχο. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στη μεταβυζαντινή Ελλάδα.

Κατηγορούμε τους τούρκους για καθυστέρηση και όμως ανήκουν στις πρώτες χώρες που υιοθέτησαν το διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, στο σύνταγμά τους. Όταν ο Κεμάλ Ατατούρκ εισηγήθηκε στην τουρκική βουλή το διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους, χρησιμοποιώντας τον ελληνικό όρο «λαϊκισμός» είχε πει τα εξής: ««Κανόνες και θεωρίες ενός γέρου άραβα και δυσνόητες ερμηνείες από γενεές ολόκληρες βρώμικων και αδαών παπάδων έχουν καθορίσει εδώ και 500 χρόνια όλους τους νόμους του αστικού και ποινικού δικαίου στην Τουρκία. Οι νόμοι αυτοί καθόριζαν τη μορφή του συντάγματος, ακόμη και τις πιο ασήμαντες πράξεις κάθε πολίτη, την διατροφή του, τις ώρες του ύπνου, την εξωτερική εμφάνιση, το περιεχόμενο μάθησης στα σχολεία, τα ήθη και έθιμα, μέχρι και τις πιο απόκρυφες σκέψεις. Το Ισλάμ, αυτή η παρανοϊκή θεϊκή διδασκαλία ενός ανήθικου βεδουϊνου είναι ένα σαπισμένο ψοφίμι που δηλητηριάζει τη ζωή μας».

Ο τελευταίος, στην ψυχή και στο πνεύμα Ελληνας, που τόλμησε να πει κάτι πολύ πιο ήπιο, θεωρείται μέχρι σήμερα ο στιγματισμένος «Ιουλιανός ο Παραβάτης». Το όνομά του το ξέρουν ακόμη και εκείνοι που δεν έχουν ακούσει ποτέ για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Αυτό που δεν υπήρχε στην αρχαία Ελλάδα, η Θεοκρατία, ζει και βασιλεύει χάριν του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους και όχι χάριν των τούρκων. Ο μόνος κυβερνήτης που τόλμησε να τα βάλει με την Εκκλησία, ο Σημίτης, πήρε μια γεύση της δύναμής της, «ελέω ελληνικού λαού».

Αλέξανδρος Πιστοφίδης